Τέταρτη, 11.15 έχουμε μόλις βγει από το Πειραιώς 260
Βγαίνουμε γελώντας χαζά απότην Πειραιώς 260-περνάμε απέναντι για να πάρουμε ταξί προς το κέντρο. Ξαφνικάένα αυτοκίνητο ντεραπάρει στο αντίθετο ρεύμα, κάνει δυο κωλοτούμπες στον αέραπερνάει ξυστά πάνω από το κεφάλι μιας κοπέλας και κατακάθεται με ένα δυνατόμπαμ 50 μέτρα μπροστά μας έξω από μια αποθήκη κατεψυγμένων φρούτων. Τοαυτοκίνητο -ένα άσπρο Fiat- αρπάζειφωτιά - ο οδηγός είναι μέσα αναίσθητος. Tρέχουμεπανικόβλητοι προς το μέρος του. Δυο αυτοκίνητα σταματάνε - ένας τύπος με γυαλιάβγαίνει από ένα ταξί μας λέει «Φωνάξτετο 100 καλέ!» και μετά ξαναμπαίνει στο ταξί τρέχοντας. Μπαίνω μέσα στηναποθήκη. «Έναν πυροσβεστήρα! Έχετε έναν πυροσβεστήρα; Έναν πυροσβεστήρα!!!». Είναιπερίεργο το πώς ξεδιπλώνονται οι άνθρωποι σε τέτοιες στιγμές. Κάποιοι παίζουντο ρόλο του ψύχραιμου ενορχηστρωτή - σαν έναν τύπο με γυαλάκια που φτύνειδιαταγές. («Λίγη ψυχραιμία. Βρείτε τώρα έναν πυροσβεστήρα»), άλλοι κοιτούν μενοσηρή περιέργεια, κάποιοι τρέχουν να βοηθήσουν. Οι περισσότεροι αποστρέφουντο βλέμμα.
Τετάρτη , 11.19
Παίρνω το 100 - κεκεδίζω απότην αναστάτωση. «Σας παρακαλώ», λέω στην τηλεφωνήτρια , «ελάτε γρήγορα. Έχειγίνει ένα ατύχημα και υπάρχει ένας άνθρωπος μέσα στο αμάξι. To αμάξι έχει πάρει φωτιά». «Πείτε μου τη διεύθυνση».«Απέναντι από την Πειραιώς 260 - απέναντι από τη σχολή Καλών Τεχνών». «Σε ποιαπεριοχή;». «Στον Ταύρο. Όχι, στο Μοσχάτο.» «Το όνομά σας;». Της λέω. «Τοτηλέφωνό σας;» Της λέω τον αριθμό όσο πιο γρήγορα μπορώ και μετά προσθέτω «Σαςπαρακαλώ, ελάτε γρήγορα, σας παρακαλώ». «Σταματήστε με το γρήγορα και γρήγοραπια», μου λέει εκείνη ενοχλημένη. Θυμώνω. «Μήπως σε ενοχλώ;», μου έρχεται νατης πω. «Μήπως να σε πάρω λίγο αργότερα; Άντε και γαμήσου μαλάκω!»σκέφτομαι.
Τετάρτη 11.25
Τρεις τύποι προσπαθούν ναανοίξουν την πόρτα του αυτοκινήτου που έχει φρακάρει. Τον τραβάνε καταφέρνουννα τον βγάλουνε από το παράθυρο. Τον ξαπλώνουν στο χώμα. Είναι ζωντανός - το πόδιτου μόνο μοιάζει να έχει λυγίσει. Θαυμάζω την Ε. - έχει σκύψει δίπλα του μέσαστα σπασμένα γυαλιά και του μιλάει με χαμηλή σταθερή φωνή για να τον κρατήσειξύπνιο και ψύχραιμο. «Με λένε Παναγιώτη» της λέει. Από το στόμα του τρέχει μιαλεπτή γραμμή αίματος. «Γιατί να μου συμβεί εμένα αυτό;». Σηκώνει το χέρι τουκοιτάει τα δάχτυλά του σαν να τα βλέπει για πρώτη φορά. Προσπαθεί να τα λυγίσει,ενώ ένας φωτογράφος άγνωστο πως ήρθε, άγνωστο γιατί,τραβάει φωτογραφίες μεμανία. Οι υπόλοιποι δεν πλησιάζουμε - απλά κοιτάμε ανέκφραστοι και περιμένουμε.
Τετάρτη. 11.50αφού έχει έρθει η αστυνομία, η πυροσβεστικήκαι το ΕΚΑΒ
Στο γυρισμό περπατάμεμηχανικά πλάι στις παρκαρισμένες κλειστές νταλίκες και τις αντιπροσωπείεςαυτοκινήτων κατά μήκος της Πειραιώς. Εκεί που το πεζοδρόμιο γίνεται χώμα καιμετά πάλι τσιμέντο βρίσκουμε σκόρπια τα πράγματα του οδηγού. Προφανώς έπεσαντην ώρα που το αυτοκίνητο έκανε τούμπες στον αέρα -ένα ξεσκονόπανο, καμένεςζάντες, μια παιδική ξεφούσκωτη μπάλα ποδοσφαίρου, κι ένα cd του Άκη Πάνου μέσα στη σκόνη.
σχόλια