Όταν άδειασαν όλα
Κείμενο: Δημήτρης Πολιτάκης & Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Σε τι κατάσταση θα μας βρει άραγε αυτό το καλοκαίρι; Θα προσαρμοστούμε άμεσα και αντανακλαστικά στις οικείες συνήθειες και τελετουργίες ή θα περάσει λίγος καιρός πρώτα μέχρι να φύγει από πάνω μας (κι από μέσα μας) το – σωματικό και ψυχικό – μούδιασμα; Πώς θα το πιάσουμε; Από πού; Με γάντια ή χωρίς; Και από ποια απόσταση; Πλάκα θα έχει αυτό το αμήχανο μεσοδιάστημα μεταξύ εγκλεισμού και απελευθέρωσης. Μάσκα με μαγιό; Θα το δούμε κι αυτό ίσως;
Το βέβαιο είναι ότι το καλοκαίρι θα φτάσει αυτή τη φορά πιο ξαφνικά από ποτέ, σα να μπαίνουμε στην κορύφωση της πλοκής μιας σειράς χωρίς να έχουμε δει τα προηγούμενα επεισόδια.
Ψηλαφιστά θα το πάμε στην αρχή, δειλά και τοίχο-τοίχο, μέχρι να βρούμε τα πατήματα, τα αγγίγματα και τις συνδέσεις. Μέχρι να ξεχαστούμε. (Θα γίνει κι αυτό – εδώ ξεχνιόμαστε τώρα καμιά φορά μέσα στην κλεισούρα και κάνουμε σχέδια στο μυαλό μας για αύριο, μέχρι να μας επαναφέρει η πραγματικότητα στην τάξη και στην εσωστρέφεια).
Εκεί άλλωστε θα είναι όλα – αν δεν συμβεί καμιά άλλη συντέλεια στο μεταξύ – και θα μας περιμένουν. Ο ήλιος, η θάλασσα, η άμμος, τα βράχια, οι παραλίες, τα λιμάνια, τα σώματα, η αρμύρα, η κάψα, η ανεμελιά, η αναβολή, η γιορτή, το ξενύχτι, το ξημέρωμα, το δειλινό, τα τραπέζια δίπλα στο κύμα, οι μπύρες, τα κοκτέιλ, οι ρακές, οι προσδοκίες (που σπανίως εκπληρώνονται αλλά δεν πειράζει), τα γέλια στον αέρα της νύχτας, το φεγγάρι, τα αστέρια, τα μικρά θαύματα, οι μεγάλες συγκινήσεις.
Περιμένουμε με λαχτάρα το πιο περίεργο και σίγουρα το πιο έντονο καλοκαίρι ever, φορτισμένο καθώς είναι ήδη από τις προσμονές και τους πόθους μας.
Θα τον βρούμε τον τρόπο διαχείρισης πάντως, το' χουμε άλλωστε υποτίθεται. Είμαστε του Νότου, του θέρους, του «υπαίθριου βίου», ασχέτως αν ξαφνικά βρεθήκαμε εσώκλειστοι λόγω ανωτέρας, υπερφυσικής σχεδόν, βίας. Δεν πειράζει, η απομόνωση είναι απαραίτητη εκ των συνθηκών και εξάλλου έχει και τα καλά της, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από το περιεχόμενο των άπειρων ημερολόγιων καραντίνας που εμφανίζονται καθημερινά στις οθόνες μας.
Είχαμε μάλλον όλοι λίγο – πολύ μια ενδόμυχη αλλά ισχυρή ανάγκη να φρενάρουμε και να δούμε τη ζωή από μέσα προς τα έξω. Μεγαλύτερη όμως είναι σίγουρα η οργανική μας ανάγκη να ζήσουμε εκεί έξω την ζωή παρέα με ανθρώπους στο πιο ιδανικό σκηνικό που γνωρίζουμε, αυτό των καλοκαιρινών διακοπών, όσο σύντομες κι αν είναι, όσο κι αν μας αγχώνουν, όσο κι αν αγαπάμε να μισούμε την πολυκοσμία και τον συνωστισμό της θερινής σεζόν όταν αγγίζει την αυγουστιάτική της κορύφωση.
Φέτος η πολυκοσμία θα είναι καλοδεχούμενη (της πανδημίας επιτρέποντος φυσικά και των μέτρων περιορισμού) ακόμα κι από τους πιο αγοραφοβικούς παραθεριστές.
Φέτος, ίσως περισσότερο από ποτέ, θα έρθει να μας πλημμυρίσει εκείνη η «οικεία πεποίθηση», για την οποία κάνει λόγο και ο αφηγητής στον 'Μεγάλο Γκάτσμπι': «ότι η ζωή ξεκινά και πάλι από την αρχή με το καλοκαίρι».
― Δ.Π.