Η συζήτηση για τον καιρό ήταν μία συνήθεια της αγγλικής αριστοκρατίας, όταν θέματα όπως πολιτική, σωματικές ενοχλήσεις, λεφτά και σχεδόν τα πάντα ήταν ταμπού. Οι γυναίκες, αν ήταν παρούσες, θεωρούνταν αμόρφωτες και «ντελικάτα πλάσματα», οπότε τα θέματα ήταν ακόμα πιο περιορισμένα. Ο καιρός ήταν κάτι που μπορούσαν να σχολιάσουν όλοι.
Πλέον το θέμα επιστρατεύεται για το σπάσιμο του πάγου ή ως εισαγωγή για κάτι σημαντικό. Όπως λέει και η Γκουέντολιν στο θεατρικό έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός, «Όταν μου μιλάνε για τον καιρό, νιώθω αρκετά βέβαιη ότι εννοούν κάτι άλλο».
Όταν μιλάνε οι Αθηναίοι για τον καιρό, είναι σαν να ανακαλύπτουν την πόλη τους κάθε χρόνο από την αρχή. Το καλοκαίρι εκπλήσσονται για τους 45 βαθμούς, λες και ζουν στη Νορβηγία - κάθε φορά, σαν να είναι η πρώτη φορά. Το φθινόπωρο επαναλαμβάνουν ότι έχουν χαθεί οι εποχές, λες και στην Αθήνα υπήρχαν ποτέ πυκνά δάση για να δούμε τα κόκκινα φύλλα να πέφτουν- εν τω μεταξύ, παραβλέπουν το γεγονός ότι φοράνε πλέον ζακέτες. Συζητάνε για έναν μήνα το γεγονός ότι δεν έχει έρθει ο χειμώνας λες και υπάρχει περίπτωση αυτήν τη φορά να μην έχει μπει η Αθήνα στον κατάλογο. Όταν τελικά η θερμοκρασία πέσει, ταράζονται με την ταχύτητα, κάθε χρόνο με την ίδια σφοδρότητα. Ένα κρύο ρεύμα αέρα από την Ευρώπη αρκεί, καθώς τα θερμά περιορίζονται όλο και περισσότερο, κι όμως! Μα, χθες, έκανε ζέστη! Όταν έρχονται οι αλκυονίδες μέρες -που έχουν και όνομα-, ξαναρχίζει ο χορός των εκπλήξεων, για το πώς γίνεται Ιανουάριο να καθόμαστε έξω. Όπως κάθε Ιανουάριο, άλλωστε.
Για τους Αθηναίους ο «καλός καιρός» είναι μεταξύ 18 και 28 βαθμών, άσχετα από την εποχή. Αν βρέχει, ο καιρός είναι κακός, ακόμα κι αν μας έχει τελειώσει το νερό και έχει να βρέξει μήνες. Όλες οι άλλες συνθήκες είναι τρομαχτικές, ακραίες και καλή δικαιολογία για να κάτσεις σπίτι.
Βρέχει; Με την πρώτη σταγόνα ο κόσμος χώνεται στα ταξί, μπαίνει με πανικό στα λεωφορεία, αγοράζει την 34η ομπρέλα, παίρνει το αυτοκίνητο και οι δρόμοι μποτιλιάρουν σε δευτερόλεπτα. Όσοι είναι μέσα δεν βγαίνουν με τίποτα, λέγοντας «πού να πάω μ' αυτήν τη βροχή». Τιπ: Υπάρχουν και ομπρέλες. Άλλο τιπ: Σίγουρα θα σταματήσει.
Κάνει κρύο; Μόλις πέσει το θερμόμετρο στους 15 φοράνε πιτζάμες μέσα από τα ρούχα και κασκόλ στη μύτη, σαν τους Ινουίτ. Από 'κει φαίνεται και ότι οι Αθηναίοι δεν ξέρουν από κρύο, γιατί αυτή η μέθοδος είναι εντελώς λάθος, καθώς παγώνει η ανάσα σου και έχεις στο στόμα σου κάτι υγρό και κρύο. Οι Ινουίτ, πάντως, δεν το κάνουν.
Κάνει ζέστη; Παραπατάνε σαν ζαλισμένα κοτόπουλα, πίνοντας αναψυκτικά με ζάχαρη, τρώνε πολύ και πίνουν μπίρα, βγαίνουν χωρίς καπέλο. Κι επιμένουν, κάθε χρόνο. Ούτε ένα καπέλο. Και φοράνε μαύρα ρούχα. Το μόνο αξεσουάρ που δεν λείπει είναι τα γυαλιά ηλίου. Αυτά επιβάλλονται.
Κι εγώ, κάθε χρόνο αναρωτιέμαι: γιατί όλη αυτή η έκπληξη; Είναι αληθινή ή θέατρο; Τελικά, οι Αθηναίοι έχουν γνωριστεί με την πόλη τους; Ξέρουν ποια είναι; Σκοπεύουν να μπουν στον κόπο να τη γνωρίσουν καλύτερα ή τη βλέπουν σαν ξεπέτα; Ίσως όλη αυτή η έκπληξη να κρατάει τον έρωτα και το πάθος ζωντανό. Πότε, όμως, θα ωριμάσει η σχέση μας για να φτάσουμε στην αλληλοεκτίμηση και στον σεβασμό; Κυρίως, πότε θα φτάσουμε επιτέλους στην αγάπη;
Η καλύτερη Αθήνα. Ο Καλιγούλας με τα δώρα.
Παντόφλες για τον μπαμπά, σκουλαρίκια για τη μαμά, πατίνι για το ανιψάκι. Να δω πού θα βρω τα λεφτά. Ποιος ξεκίνησε αυτήν τη μόδα με τα δώρα; Λοιπόν, υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Μια λέει πως οι καταβολές βρίσκονται στην αρχαία Ρώμη, όταν αξιωματούχοι έπρεπε κατά τη χειμερινή ισημερία να προσφέρουν στον αυτοκράτορα κλαδιά πυράκανθου. Ο Καλιγούλας, όμως, δεν εκτιμούσε πολύ τα κλαδιά, οπότε σταδιακά άρχισαν να του προσφέρουν μέλι και γλυκά, που του άρεσαν περισσότερο.
Και πώς μεταφέρθηκε η συνήθεια στον χριστιανισμό; Σύμφωνα με τη θρησκεία τα δώρα τα κάνουμε σε ανάμνηση του μεγαλύτερου δώρου που μας έκανε ο Χριστός, που ήταν η ζωή του, για να μας απαλλάξει από τις αμαρτίες μας. Επίσης, συμβολίζουν τα δώρα των Μάγων. Με τον καιρό ανακατεύτηκε ο Άγιος Βασίλης, ο Santa Claus, οι ιστορίες του Ντίκενς και τώρα το ανακάτεμα βρίσκεται στο παρελθόν.
Και πώς φτάσαμε να ξοδεύουμε έναν μισθό για δώρα; Αυτό είναι πολύ πρόσφατο. Μέχρι τον 19ο αιώνα τα Χριστούγεννα δεν ήταν σημαντική γιορτή, δεν ήταν καν αργία. Η συνήθεια ανταλλαγής δώρων ξεκίνησε μετά τον Μεσαίωνα κυρίως, από εμπόρους που έκαναν δώρα στους συνεργάτες τους. Χρειάστηκαν όμως τραγούδια, μυθιστορήματα, η οπτικοποίηση του Αϊ-Βασίλη μέσω της Coca-Cola, ένας παγκόσμιος πόλεμος και το ανελέητο μάρκετινγκ του καταναλωτισμού για να μας κάνει να προσπαθήσουμε να χωρέσουμε όλες τις προσδοκίες μας σε λίγες μέρες.
Πάλι ο καταναλωτισμός φταίει; Τουλάχιστον, σ' αυτή την περίπτωση είναι προφανές. Η αίσθηση του ανικανοποίητου για το αν έχουμε τη σωστή οικογένεια για τη σωστή γιορτή με χιόνι εντείνεται από το γεγονός ότι τα λεφτά δεν φτάνουν για να κάνουμε σε όλους τα δώρα που τους αξίζουν. Οι ενοχές είναι τόσες που οδηγούν σε χρέη, αλλά η απογοήτευση και η ματαίωση πάλι περιμένουν στη γωνία. Δεν γίνεται να κερδίσεις αυτήν τη μάχη.
Δηλαδή, να μην πάρω τίποτα σε κανέναν; Μπορείς να κάνεις το καλύτερο δώρο στους γονείς σου: πήγαινε χαμογελαστός, πλυμένος, με μελομακάρονα, στην ώρα σου. Αν ανεχτείς όλες τις προσβολές από μακρινές θείες χωρίς να βγάλεις κιχ, θα το θυμούνται για πάντα.
σχόλια