Φωτιά στα Σαββατόβραδα
Ποτέ μου δεν κατάφερα να σνομπάρω την μεγάλη μαζική έξοδο του σαββατόβραδου με την πεποίθηση και το σθένος και το savoir faire που το έκαναν πολλοί φίλοι και γνωστοί. Θυμάμαι πολλές σαββατιάτικες νύχτες να είμαι στο σπίτι, η ώρα να είναι ήδη προχωρημένη σε σημείο που μόνο μπελάδες και περιπέτειες με κακή (ή αμφιλεγόμενη πάντως) κατάληξη μπορείς να συναντήσεις αν ξεμυτίσεις εκεί έξω πάνω στην κορύφωση της γιορτής.
Ποτέ μου δεν κατάφερα να σνομπάρω την μεγάλη μαζική έξοδο του σαββατόβραδου με την πεποίθηση και το σθένος και το savoir faire που το έκαναν πολλοί φίλοι και γνωστοί. Θυμάμαι πολλές σαββατιάτικες νύχτες να είμαι στο σπίτι, η ώρα να είναι ήδη προχωρημένη σε σημείο που μόνο μπελάδες και περιπέτειες με κακή (ή αμφιλεγόμενη πάντως) κατάληξη μπορείς να συναντήσεις αν ξεμυτίσεις εκεί έξω πάνω στην κορύφωση της γιορτής.
Παρ' όλα αυτά, συχνά το έκανα (ύστερα από κάποιο μήνυμα ή μια επίμονη προτροπή από το διαβολάκι που κατοικεί εντός) και όποιον πάρει ο χάρος. Ήταν σα να με καλούσε το βουητό της πόλης που δεν με άφηνε να κάτσω στ' αυγά μου, μαζί με μια αιφνίδια αίσθηση συλλογικότητας και καθήκοντος: Πώς μπορείς να απουσιάζεις από την εβδομαδιαία τελετουργία του πλήθους; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;
Η αλήθεια είναι ότι δεν χάνεται ποτέ - ακόμα κι αν έχει προ πολλού στήσει κανείς σπίτι και οικογένεια – αυτή η ιδέα του να βγεις με την προσμονή να συμβεί «κάτι συναρπαστικό», σαν αυτό που περιμένουν από τη νύχτα τα κορίτσια που ξενυχτάνε με ένα μυστικό στο γνωστό στοιχειωμένο τραγούδι της Αλέξιας. Τι λες ρε μπάρμπα, θα μου πεις, ακόμα να βάλεις μυαλό; Κοροϊδεύετε όσο θέλετε αλλά αν είμαστε ειλικρινείς τέτοιες εφηβικές / νεανικές προσμονές δεν σβήνουν ποτέ εντελώς – παραμένουν ζωντανές (ακόμα κι αν είναι αδρανείς) ως μέρος της συναισθηματικής μας σύστασης.
Δεν είναι για ψυχανάλυση ούτε για ενοχές. Απλώς θέλεις να βγεις έξω για να καείς μαζί με τον κόσμο και την επόμενη μέρα να λουστείς τις συνέπειες με θάρρος αλλά χωρίς την καταραμένη ενδοσκόπηση της Κυριακής. Αυτή την ιδιοσυγκρασία του καμικάζι που μεταφέρει στην ατμόσφαιρα το Σαββατόβραδο δεν την έχει καταφέρει ποτέ η Παρασκευή, ειδικά όπως έχει συνδεθεί με "after work drinks" και συντήρηση δυνάμεων για την μακρά, σαββατιάτικη περατζάδα.
Είναι όπως το έλεγε ο Tom Waits στα σπαράγματα προσμονής των στίχων του τραγουδιού (Looking For) The Heart Of Saturday Night: «Χτενίζεσαι / ξυρίζεσαι / προσπαθείς να σβήσεις τα ίχνη της εβδομάδας...Το αποψινό βράδυ δεν θα έχει σχέση με ό,τι κι αν έχεις δει ποτέ...Γι' αυτό τριγυρνάς στον δρόμο, αναζητώντας την καρδιά του σαββατόβραδου ... Είναι ο ήχος από τις μπάλες στα μπιλιάρδα; Το βουητό από τις νέον λάμπες; Η μπαργούμαν που σου χαμογελά με την άκρη του ματιού της; Η μαγεία που σου προκαλεί ένα δάκρυ μελαγχολίας; Το ρίγος που νοιώθεις βαθιά καθώς ονειρεύεσαι όλα εκείνα τα Σάββατα που προηγήθηκαν; Μέχρι που επιτέλους σκοντάφτεις τώρα στην καρδιά του σαββατόβραδου...».
Δεν είναι τόσο ψυχολογικό το ζήτημα της αναζήτησης επαφής και σύμπλευσης στην καθιερωμένη μεγάλη γιορτή του σαββατόβραδου, αλλά οργανικό εν τέλει. Είναι επιθυμία και της ψυχής αλλά κυρίως είναι επιθυμία του σώματος η προσέγγιση του άτακτου συνωστισμού, της θερμότητας που αναβλύζουν τα χαλαρωμένα κορμιά, του αγγίγματος, του εναγκαλισμού. Όλων αυτών των πραγμάτων που αυτόν τον καιρό είναι απαγορευμένα, παραμένουν όμως απαραίτητα για την έκκριση ορμονών όπως η οξυκοτίνη («η ορμόνη της επαφής και της αγάπης» που λένε) αλλά και για την ίδια την επιβίωση των ανθρώπων, που χωρίς αυτά μαραζώνουν αργά, όσο αυτάρκεις και αυτόνομοι κι αν (νομίζουν ότι) είναι.
Παρότι έχουμε χάσει εντελώς τις μέρες, κάτι αδιόρατο και ξεχασμένο μοιάζει να μας το υπενθυμίζει σαν μακρινός απόηχος, κάτι πιο ισχυρό ακόμα κι από αυτήν την πανδημία που έχει ενσκύψει σαν άγγελος εξολοθρευτής πάνω από τις ζωές, τις συνήθειες, τις τελετουργίες, τον δεσμό μας με τους άλλους ανθρώπους.
Θα περιμένουμε μέχρι να χαθεί. Και τότε δεν θα σνομπάρουμε ποτέ ξανά τα σαββατόβραδα της πολυκοσμίας, της μέθης, της διέγερσης, της επαφής, της ζωής.