Τις τελευταίες μέρες η κατάρρευση δύο παλαιών κτιρίων, ενός στο Γκάζι κι ενός στην Πνύκα, κοντά στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, επανέφερε στην επικαιρότητα το σημαντικό θέμα των εγκαταλελειμμένων κτιρίων.
Συνολικά, μόνο στα όρια του δήμου Αθηναίων είναι περί τα 1.800, ενώ, σύμφωνα με τελευταία έρευνα της διαΝΕΟσις, το ποσοστό των κενών κτιρίων που έχει καταγραφεί στο κέντρο της Αθήνας ανέρχεται σε περίπου 25%.
Αν και παραδομένα στη φθορά του χρόνου, συναπαρτίζουν ένα ανεκτίμητο κτιριακό απόθεμα που συντελεί στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Αυτά τα σπουδαία πολυάριθμα δείγματα αρχιτεκτονικής της πόλης προσφέρουν ένα μοναδικό ταξίδι στο πέρασμα των αιώνων.
Στο αφιέρωμα που ακολουθεί παρουσιάζουμε ενδεικτικά πέντε ξεχωριστές κατοικίες, οι οποίες παραμένουν αναξιοποίητες.
Αν και παραδομένα στη φθορά του χρόνου, συναπαρτίζουν ένα ανεκτίμητο κτιριακό απόθεμα που συντελεί στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Αυτά τα σπουδαία πολυάριθμα δείγματα αρχιτεκτονικής της πόλης προσφέρουν ένα μοναδικό ταξίδι στο πέρασμα των αιώνων.
Βίλα Κλωναρίδου
Η έπαυλη της οικογένειας Κλωναρίδη πιθανολογείται ότι χτίστηκε το διάστημα 1900-1902, σε μια εποχή που η περιοχή των Πατησίων ήταν αραιοκατοικημένη, γεμάτη κήπους και χωράφια, ενώ στο γειτονικό οικόπεδο ανεγέρθηκε το εργοστάσιο ζυθοποιίας και παγοποιίας.
Φέρεται να έχει σχεδιαστεί από τον διάσημο αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ και ξεχώριζε για τον πλούσιο εσωτερικό και εξωτερικό ζωγραφικό διάκοσμο που ήταν φιλοτεχνημένος από αξιόλογους καλλιτέχνες της εποχής.
Λόγω της σημαντικής ιστορικής και αρχιτεκτονικής της αξίας, έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και ανήκει στον δήμο Αθηναίων.
Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα είναι, δυστυχώς, αυτή της εγκατάλειψης, της αδιαφορίας, της φθοράς και των βανδαλισμών.
Οικία Μ. Κάλλας
Το 1937, μετά τον χωρισμό των γονιών της, η διάσημη Ελληνίδα υψίφωνος Μαρία Κάλλας ήρθε στην Αθήνα κι έμεινε με τη μητέρα της και τη μεγαλύτερη αδελφή της Υακίνθη στο σπίτι της οδού Πατησίων 61 μέχρι το 1945, οπότε έφυγε ξανά για τη Νέα Υόρκη.
Στην επιβλητική πολυκατοικία Παπαλεονάρδου, γνωστή ως βίλα Σκαραμαγκά, έζησε τα νεανικά της χρόνια η Μαρία Κάλλας. Οικοδομήθηκε γύρω στο 1925 σε σχέδια του αρχιτέκτονα και καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Κωνσταντίνου Κιτσίκη, και οι μορφολογικές επιρροές είναι από το αρ νουβό, συγκεκριμένα το ρεύμα γιούγκενστιλ.
Η κατoικία της Μαρίας Κάλλας έχει χαρακτηριστεί από το 1989, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, διατηρητέο ιστορικό και αρχιτεκτονικό μνημείο των νεότερων χρόνων.
Από το 1950 το κτίριο ανήκει στην ιδιοκτησία του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (ΝΑΤ). Έχει πραγματοποιηθεί μελέτη ανακατασκευής, αλλά το ΝΑΤ δήλωσε έλλειψη κονδυλίων για την εφαρμογή της και έκτοτε έχει εγκαταλειφθεί.
Σήμερα, το κτίριο παραμένει αναξιοποίητο, ενώ το εσωτερικό του είναι εμφανώς παραμελημένο. Από τον Φεβρουάριο του 2018 έχει υπογραφεί σύμβαση με τον ΕΦΚΑ, στον οποίον έχει περιέλθει η κυριότητα του ακινήτου, και αναμένεται η έναρξη των διαδικασιών αξιοποίησης και συντήρησης του εμβληματικού κτιρίου.
Οικία Κ. Παλαμά
Πολύ κοντά στον Ναό του Ολυμπίου Διός και συγκεκριμένα στον αριθμό 5 της οδού Περιάνδρου προβάλλει ένα διώροφο κτίσμα το οποίο, όπως μας ενημερώνει η σχετική επιγραφή, φιλοξένησε κάποτε την οικογένεια του Κωστή Παλαμά έως τον θάνατό του στις 27 Φεβρουαρίου 1943.
Το κτίριο αυτό οικοδομήθηκε τη δεκαετία 1920-1930, ενώ, ακόμα και στη σημερινή του μορφή, θυμίζει τις ένδοξες εποχές των νεοκλασικών σπιτιών του Μεσοπολέμου που κοσμούσαν τον αστικό ιστό της πρωτεύουσας.
Εξωτερικά, τα στοιχεία του κλασικισμού είναι εμφανέστατα, καθώς και τα νεωτερικά κιγκλιδώματα στις όψεις των συμπαγών μπαλκονιών.
Όπως γνωρίζουμε, ο μεγάλος Έλληνας ποιητής μετακόμισε εκεί και μοιράστηκε το κτίσμα με άλλους ενοίκους, όταν του έκαναν έξωση από το προηγούμενο σπίτι του, στην οδό Ασκληπιού 3. Πρόκειται για μια διώροφη κατοικία, η οποία εξακολουθεί να θεωρείται ορόσημο της περιοχής, αφού εδώ έγραψε πολλά από τα έργα του.
Επίσης, σε αυτό το στενάκι συνέρρευσε πλήθος κόσμου προκειμένου να συμμετάσχει στην κηδεία του, η οποία μετατράπηκε σε φωνή διαμαρτυρίας εναντίον της γερμανικής κατοχής.
Οικία Ν. Λαπαθιώτη
Η οικία Λαπαθιώτη οικοδομήθηκε τη δεκαετία του 1870. Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Κουντουριώτου και Οικονόμου, στην περιοχή των Εξαρχείων, και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Γεωργίου Α'.
Ο αντισυμβατικός ποιητής έζησε στο σπίτι αυτό για περισσότερο από σαράντα χρόνια κι έγραψε εκεί το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του.
Μάλιστα, για τη συγκεκριμένη κατοικία έγραψε ο Γιώργος Ιωάννου στο περιοδικό «Λέξη»: «Είναι σπίτι δίπατο, με ισόγειο από τη μεριά της οδού Οικονόμου. Είναι τεράστιο, έχει στέγη με αέτωμα και στην από πίσω μεριά κήπο. Στο τζαμικιάνι, όπου καταλήγει η σκάλα, σώζονται ακόμη μικρά χρωματιστά τζάμια, που τόσο συνηθίζονταν τότε στα αρχοντικά. Η είσοδος είναι από την Κουντουριώτου, αλλά η πρόσοψη με το μπαλκόνι από την Οικονόμου. Τα πάντα ξεφτισμένα και ο σοβάς πεσμένος ολότελα και περίεργα. Εντούτοις, το σπίτι δεν μοιάζει για ετοιμόρροπο. Κάτω από τον σοβά υπήρχαν χοντροί τοίχοι φτιαγμένοι με μεγάλες πέτρες, που τώρα προβάλλουν».
Το 1984, η οικία Λαπαθιώτη ανακηρύχθηκε διατηρητέο ιστορικό και αρχιτεκτονικό μνημείο των νεότερων χρόνων από το υπουργείο Πολιτισμού και σήμερα παραμένει ερειπωμένη.
Οικία Τριπόδων 32
Μια μεταλλική πρόχειρη περίφραξη εμποδίζει τη θέα προς την ιστορική κατοικία, η οποία είναι γνωστή από την κινηματογραφική της ιστορία, καθώς σε αυτή γυρίστηκε το 1965 η διάσημη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τη Μάρω Κοντού.
Το σπίτι χρονολογείται στο 1800 και ως πρώτος ένοικος του αρχοντικού αναφέρεται ο τελευταίος Τούρκος δικαστής, ενώ στέγαζε και την τουρκική στρατιωτική διοίκηση.
Πρόκειται για ένα τριώροφο 266 τετραγωνικών μέτρων που διαθέτει υπόγειο και δύο ορόφους σε ένα οικόπεδο συνολικής έκτασης 411,37 τ.μ. και ανήκει στα προνεοκλασικά οικήματα της Αθήνας με κεραμοσκεπή, όπου η κοινόχρηστη αυλή έπαιζε καθοριστικό ρόλο, με δωμάτια-διαμερίσματα, πολλά παράθυρα και εξωτερική χτιστή σκάλα.
Το οίκημα και ο χώρος που το περιβάλλει παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον, δεδομένου ότι η έκταση στο σύνολό της έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο το 1995 από το τμήμα Νεότερων Μνημείων της διεύθυνσης Πολιτιστικής Ανάπτυξης του υπουργείου Πολιτισμού.
Κι αυτό διότι στο εσωτερικό του κτιρίου έχει ανακαλυφθεί ένας αρχαιολογικός θησαυρός που περιλαμβάνει: «Τμήμα μνημειώδους αναλημματικού τοίχου ύστερων κλασικών ή ελληνιστικών χρόνων, τμήμα του λεγόμενου "πεισιστράτιου" αγωγού και των αποχετευτικών αγωγών κλασικών και υστερορωμαϊκών χρόνων, καθώς και τμήματα οδοστρωμάτων κλασικών, αρχαίων και γεωμετρικών χρόνων».
Από το 2016 έχει μεταφερθεί στην Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου (ΕΤΑΔ). Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τέλος της ταινίας, η συνάντηση των δύο πρωταγωνιστών λίγο πριν από το γκρέμισμα του κτιρίου θίγει το ζήτημα της κατεδάφισης των παλιών, όμορφων σπιτιών προκειμένου για την ανέγερση μοντέρνων πολυκατοικιών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια