Η Ελλάδα καταγράφει την ακριβότερη μεσοσταθμική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των 27 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σημαντική μάλιστα απόκλιση από τη μέση τιμή της Ε.Ε. αλλά και από γειτονικές χώρες των Βαλκανίων, τριπλάσια από την τιμή της Σουηδίας και υπερτριπλάσια από αυτήν της Νορβηγίας.
Συγκεκριμένα, η μεσοσταθμική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στη χονδρική αγορά της Ελλάδας, η οποία αποτελεί και τη βάση τιμολόγησης της λιανικής τιμής, διαμορφώθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2020 στα 50 ευρώ η μεγαβατώρα, δηλαδή 16 ευρώ ή 47% υψηλότερα από τη μέση τιμή σε επίπεδο Ε.Ε., που διαμορφώθηκε στα 34 ευρώ/μεγαβατώρα.
Η δεύτερη υψηλότερη τιμή ήταν της Μάλτας στα 45 ευρώ/μεγαβατώρα που έχει χαρακτηριστικά κλειστής αγοράς και ακολουθούν χώρες των Βαλκανίων, όπως η Βουλγαρία με 42 ευρώ και η Ρουμανία και η Πολωνία με 41 ευρώ. Κάποιες από αυτές τις αγορές, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, εξαρτώνται παραδοσιακά από εισαγωγές (Ελλάδα, Ουγγαρία), κάποιες έχουν περιορισμένα διασυνοριακά δίκτυα (Μάλτα, Ελλάδα) και κάποιες αντιμετωπίζουν μείωση της παραγωγής από λιγνίτη και επιβάρυνση με υψηλό κόστος ρύπων (Πολωνία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία).
Η αγορά της Ελλάδας φέρεται να συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που οδηγούν την τιμή ρεύματος σε υψηλά επίπεδα. Έχει περιορισμένες ηλεκτρικές διασυνδέσεις, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές από χώρες όπου οι τιμές κινούνται επίσης σε υψηλά επίπεδα και αντιμετωπίζει το πρόβλημα μείωσης του λιγνίτη και υψηλού κόστους ρύπων.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Νορβηγία και η Σουηδία εμφανίζουν στο τρίμηνο τις χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., στα 15 και 17 ευρώ η μεγαβατώρα αντίστοιχα. Οι χαμηλές τιμές είναι καθαρά αποτέλεσμα της παραγωγής από υδροηλεκτρικά και αιολικά πάρκα που αποτελούν και το βασικό μείγμα καυσίμου ηλεκτροπαραγωγής των δύο χωρών.
Στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία κ.λπ.) όπου οι αγορές είναι διασυνδεδεμένες, διαμορφώνονται επίσης χαμηλές τιμές καθώς λειτουργούν ως μια ενιαία αγορά όπου η ροή ενέργειας από την παραγωγή στην κατανάλωση γίνεται με βάση το χαμηλότερο κόστος παραγωγής.
Με πληροφορίες από Καθημερινή