Οριστικοποιήθηκε χθες η αύξηση κατά 2% του κατώτατου μισθού, με ρύθμιση που θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του 2022.
Από 1-1-2022, ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται στα 663 ευρώ το μήνα (ή 773,5 ευρώ με αναγωγή των 14 μισθών), ενώ με τις τριετίες φθάνει έως και 198,9 ευρώ υψηλότερα. Το κατώτατο ημερομίσθιο από 1-1-2022 διαμορφώνεται σε 29,62 ευρώ.
Η ΓΣΕΕ πρότεινε άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ μηνιαίως (15,5%) με προοπτική περαιτέρω αύξησης στα 809 ευρώ, ωστόσο η εν λόγω αυξήθηκε, κρίθηκε μη ρεαλιστική από το υπουργείο Εργασίας.
«Η επιλογή υπερβολικής αύξησης του κατώτατου μισθού, σε επίπεδα πέραν των αντοχών της οικονομίας και των επιχειρήσεων, μπορεί να φαίνεται φιλολαϊκή, αλλά στην πράξη πλήττει τους ίδιους τους εργαζόμενους», σημειώνουν στο υπουργείο Εργασίας.
Ο λόγος είναι, υπογραμμίζει το υπουργείο, ότι μπορεί να οδηγήσει τις επιχειρήσεις και κυρίως τις μικρομεσαίες που βρίσκονται στο όριο (ειδικά σε συνθήκες πανδημίας) σε κλείσιμο, άρα σε αύξηση των ανέργων, ή να προκαλέσει αύξηση της μαύρης και υποδηλωμένης εργασίας.
Στην Ελλάδα καταβάλλονται 14 μισθοί, συνεπώς ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ (663 ευρώ από 1-1-2022) αντιστοιχεί σε 758 ευρώ (773,5 από 1-1-2022) ανά μήνα. Επιπλέον τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται από 10 μέχρι και 30%, ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος προ του 2012. Συνεπώς, σε ορισμένες περιπτώσεις ο κατώτατος μισθός μπορεί να είναι έως και 195 ευρώ υψηλότερος (έως 198,9 ευρώ από 1-1-2022) και να φτάνει στα 845 ευρώ (861,9 ευρώ από 1-1-2022).
Σε σύγκριση με τα 21 κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση της κατάταξης όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού (11η με βάση τον ονομαστικό και 13η με βάση τα Ισοδύναμα Αγοραστικής Δύναμης), χωρίς να υπολογίζονται οι προσαυξήσεις που αναφέρονται παραπάνω λόγω προϋπηρεσίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης τον Φεβρουάριο του 2020 (τελευταία διαθέσιμη παρατήρηση) ανήλθε στα 1.187 ευρώ.
Δηλαδή ο κατώτατος μισθός ανήλθε στο 55% του μέσου μισθού (5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τον διεθνώς αναγνωρισμένο δείκτη επάρκειας). Στην υπόλοιπη Ευρώπη, μόνο σε 9 χώρες-μέλη της ΕΕ, η αύξηση του κατώτατου μισθού υπερέβη το 2%, αν λάβουμε υπόψιν τον πληθωρισμό και τη συναλλαγματική ισοτιμία (για τις χώρες που δεν είναι μέλη της Ευρωζώνης). Σε 6 χώρες η πραγματική αύξηση ήταν μικρότερη της μίας ποσοστιαίας μονάδας και σε μια ο πραγματικός κατώτατος μισθός μειώθηκε.
Η Ισπανία και η Εσθονία διατήρησαν αμετάβλητο τον ονομαστικό κατώτατο μισθό το 2020. Η πραγματική αύξηση (αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός) ήταν μικρότερη από εκείνη της χώρας μας, καθώς στην Ελλάδα η πραγματική αξία του κατώτατου μισθού αυξήθηκε κατά 1,3% λόγω του αποπληθωρισμού. Περαιτέρω αύξηση της αγοραστικής δύναμης επήλθε από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση, κατά 1,63%.
Για ένα μισθωτό πλήρους απασχόλησης, το συνολικό ετήσιο όφελος υπερβαίνει τα 250 ευρώ, σημειώνουν οι αρμόδιοι. Το σύστημα του ορισμού του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο διεθνώς. Σε σχετική μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για λογαριασμό του υπουργείου Εργασίας, αναφέρεται ότι το 56% των χωρών ορίζουν τον κατώτατο μισθό με το συγκεκριμένο σύστημα, ενώ μόνο 14% αποκλειστικά με συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Σε 13 από τις 21 χώρες της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, οι κοινωνικοί εταίροι συμμετέχουν σε διαδικασίες διαβούλευσης, αλλά η κυβέρνηση τελικά αποφασίζει, ενώ σε άλλες τρεις χώρες η κυβέρνηση έχει τον τελευταίο λόγο σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αποτύχουν.