Στα μέσα Οκτωβρίου, στα ανοικτά των ισπανικών ακτών, μία σειρά από μεταλλικούς θόλους που κινούνταν αργά εμφανίστηκε στον ορίζοντα.
Ήταν δεξαμενόπλοια, γεμάτα με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) και περίμεναν να παραδοθούν σε πολυσύχναστους τερματικούς σταθμούς, όπου το υγρό καύσιμο μετατρέπεται σε αέριο πριν μεταφερθεί στην υπόλοιπη γηραιά ήπειρο. Η Ιβηρική χερσόνησος έχει τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις στην Ευρώπη, αλλά συμφόρηση παρατηρείται και αλλού.
Η ποσότητα του LNG στις ευρωπαϊκές ακτές άγγιξε τους 1,2 εκατ. τόνους, από 140.000 τον Αύγουστο, σύμφωνα με την Kpler, μια εταιρεία παροχής δεδομένων. Τουλάχιστον τα πληρώματα μπορούν να απολαύσουν τον ήπιο καιρό. Σε όλη την Ευρώπη, οι θερμοκρασίες είναι ασυνήθιστα ζεστές: η νότια Ισπανία εξακολουθεί να καταγράφει ημέρες με 30°C.
Αυτός ο συνδυασμός άφθονου φυσικού αερίου και ζεστού καιρού, που μειώνει τη ζήτηση του, είναι εφιάλτης για τον Βλαντιμίρ Πούτιν και έχει οδηγήσει ορισμένους αισιόδοξους να δηλώσουν ότι το τέλος της ενεργειακής κρίσης της Ευρώπης αρχίζει να διαφαίνεται.
«Επί μήνες η Ρωσία προσπάθησε να σπείρει τη διχόνοια στην Ευρώπη και να υπονομεύσει την υποστήριξη προς την Ουκρανία: πρώτα απαιτώντας την πληρωμή του φυσικού αερίου σε ρούβλια, στη συνέχεια μειώνοντας τις ροές μέσω του Nord Stream, του κύριου αγωγού της προς την Ευρώπη, και στη συνέχεια, τον Σεπτέμβριο, κλείνοντας τον αγωγό επ' αόριστον», σχολιάζει ο Economist.
Πληρώνοντας υπερβολικά, η Ευρώπη κατάφερε ωστόσο να γεμίσει τις αποθήκες της. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές του φυσικού αερίου βυθίστηκαν στα 32 δολάρια ανά εκατομμύριο BTU, από 100 δολάρια τον Αύγουστο. Εν τω μεταξύ, το πετρέλαιο Brent, το παγκόσμιο σημείο αναφοράς για το πετρέλαιο, βρίσκεται στα 96 δολάρια ανά βαρέλι, πολύ χαμηλότερα από την κορυφή των 139 δολαρίων που έφτασε τον Μάρτιο.
«Ωστόσο, η Ευρώπη απέχει πολύ από το τέλος της ενεργειακής της κρίσης. Οι τιμές θα αυξηθούν όταν θα επικρατήσουν ψυχρά φαινόμενα και άλλοι αγοραστές LNG, ιδίως στην Ασία, θα ανταγωνίζονται για φορτία» προβλέπει το οικονομικό περιοδικό. «Η Ρωσία, αντιμέτωπη με στρατιωτικές αποτυχίες, θα μπορούσε να πιέσει περισσότερο. Οι επιλογές του Πούτιν περιλαμβάνουν τη διακοπή όλων των παραδόσεων φυσικού αερίου στην Ευρώπη ή τον βανδαλισμό των υποδομών. Τέτοια μέτρα -ή η χρήση ενός τακτικού πυρηνικού όπλου- θα προκαλούσαν νέο κύμα κυρώσεων από τη Δύση.
Για να σκιαγραφηθούν τα μελλοντικά σενάρια του ενεργειακού πολέμου - αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Economist - το περιοδικό συνεργάστηκε τη συμβουλευτική εταιρεία Rystad Energy. «Η ανάλυσή μας δείχνει ότι ο εφησυχασμός είναι επικίνδυνος. Τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν πολύ άσχημα, πολύ γρήγορα».
Το σφίξιμο της στρόφιγγας
Συνολικά έγιναν προσομοιώσεις για τρία σενάρια. Ακόμη και στο ηπιότερο, σύμφωνα με το οποίο οι σχέσεις δεν επιδεινώνονται άλλο, αυτό που αναμένεται να συμβεί δεν θα είναι «καθόλου ευχάριστο.»
Σε αυτό το σενάριο ο αγωγός Nord Stream παραμένει κλειστός, η Ευρώπη ακολουθεί τα σχέδια της για να εφαρμόσει εμπάργκο στο ρωσικό αργό και να απαγορεύσει στις τοπικές ασφαλιστικές εταιρείες (οι οποίες κατέχουν το 90% της «πίτας» της παγκόσμιας ναυτιλιακής αγοράς) να καλύπτουν πλοία που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο -με μια μεγάλη εξαίρεση.
Στους αγοραστές που δεν προέρχονται από τη Δύση και συμφωνούν να πληρώσουν μια ανώτατη τιμή για το ρωσικό πετρέλαιο, η οποία καθορίζεται από την Αμερική και την ΕΕ, θα επιτραπεί να αγοράζουν ευρωπαϊκές ασφάλειες.
«Στην Ευρώπη αυτό το σενάριο προκαλεί κρίση αλλά όχι καταστροφή. Οι περικοπές στην προμήθεια σημαίνουν ότι μέχρι το τέλος του 2022 η ήπειρος θα έχει χάσει 84 δισ. κυβικά μέτρα ρωσικού φυσικού αερίου, που ισοδυναμεί με το 17% της κανονικής ετήσιας κατανάλωσής. Οι μεγαλύτερες εισαγωγές LNG έχουν ήδη καλύψει μέρος αυτής της τρύπας, ένα μικρότερο κομμάτι καλύπτεται από μεγαλύτερες ροές μέσω αγωγών από το Αζερμπαϊτζάν και τη Νορβηγία και ένα άλλο από επώδυνες αλλά εθελοντικές περικοπές στην κατανάλωση. Η προσομοίωσή μας υποδηλώνει ότι -ακόμη και αν ο χειμώνας αποδειχθεί ψυχρός, αυξάνοντας τη ζήτηση κατά 25 δισ. κυβικά μέτρα - τα αποθέματα της Ευρώπης θα της επιτρέψουν να περάσει το καλοκαίρι του 2023, οπότε και οι εισαγωγές LNG μπορεί να αρχίσουν να αυξάνονται περαιτέρω.
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, οι κυβερνήσεις δεν θα χρειαστεί να προχωρήσουν σε «δελτία» για το φυσικό αέριο. Η Ευρώπη, ωστόσο, θα πρέπει να το πληρώσει ακριβά. Όπως σημειώνει ο Namit Sharma της McKinsey, μιας άλλης εταιρείας συμβούλων, οι υψηλές τιμές έχουν ήδη οδηγήσει σε κλείσιμο ενεργοβόρων βιομηχανιών, όπως η βιομηχανία αλουμινίου και αμμωνίας. Αν ο Nord Stream παραμείνει κλειστός για όλο το επόμενο έτος, το ενεργειακό έλλειμμα της Ευρώπης θα διευρυνθεί, απαιτώντας ακόμη μεγαλύτερες περικοπές στην κατανάλωση. Η Gavekal, μια εταιρεία ερευνών, εκτιμά ότι μια πτώση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 1% στη Γερμανία ή την Ιταλία μειώνει το ΑΕΠ κατά 0,5-1%.
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το κόστος αυτού του σεναρίου για τη Ρωσία. Οι εξαγωγές της με αγωγούς προς την Ευρώπη, που έχουν ήδη μειωθεί κατά τέσσερα πέμπτα, δεν μπορούν εύκολα να πωληθούν αλλού. Ο αγωγός της προς την Κίνα, η μόνη σοβαρή εναλλακτική λύση, είναι πολύ μικρός για να διαχειριστεί μεγάλες ροές. Ωστόσο, η τιμή για ό,τι είναι σε θέση να πουλήσει θα είναι πολύ υψηλότερη.
Θεωρητικά, τα διπλά εμπάργκο πετρελαίου της ΕΕ, σε συνδυασμό με την επιβολή ανώτατων τιμών, αποτελούν ισχυρότερη απειλή για τις εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας, που γεμίζουν με χρήμα τα θησαυροφυλάκια της χώρας. Αλλά υποθέτουμε, όπως και η αγορά, ότι το πλαφόν θα αμβλυνθεί και ότι η Ρωσία θα βρει αγοραστές για πολλά από τα βαρέλια που δεν μπορεί να πουλήσει στην Ευρώπη. Οι δυτικοί αξιωματούχοι κλίνουν προς ένα ανώτατο όριο που κοντά στα 60 δολάρια το βαρέλι, το οποίο θα επιβλέπεται χαλαρά . Δεδομένου ότι η βασική μας υπόθεση προβλέπει ότι οι τιμές διεθνώς θα παραμείνουν κάτω από τα 90 δολάρια, αυτό δεν θα έκανε μεγάλη διαφορά στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου, το οποίο σήμερα πωλείται με έκπτωση 20%-30%.
Αυτό εξηγεί γιατί, σε ένα τέτοιο σενάριο, η Ρωσία εξακολουθεί να απολαμβάνει 169 δισ. δολάρια σε έσοδα από το πετρέλαιο το 2023, ελάχιστα λιγότερα από τα 179 δισ. δολάρια που εισέπραξε το 2021. Η ίδια και οι άλλοι «παίκτες» της αγοράς θα επιβαρυνθούν και από το αυξημένο κόστος συναλλαγών που προκαλείται από τα μακρύτερα ταξίδια των δεξαμενόπλοιων, το λαθρεμπόριο και άλλα προβλήματα. Η Ευρώπη θα πληρώσει βαρύ τίμημα. Η εισαγωγή ρωσικών βαρελιών διά θαλάσσης κόστισε 90 δισ. δολάρια το 2021. Μία αντικατάστασή από άλλες αγορές το 2023 θα στοίχιζε 116 δισ. δολάρια.
Η δεξαμενή μισοάδεια
Στο δεύτερο σενάριό, αυτό της κλιμάκωσης, η Ρωσία ρίχνει μερικές «χειροβομβίδες». Ξεκινά κλείνοντας τον αγωγό της μέσω της Ουκρανίας, έναν από τους δύο αγωγούς που παραμένουν ανοιχτοί, στερώντας έτσι από την Ευρώπη ακόμα 10-12 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως. Η ηγεσία της χώρας θα επικαλεστεί κάποιο πρόσχημα (όπως τη «διαρροή» που υποτίθεται ότι ανέκοψε τις ροές μέσω Nord Stream). Εξάλλου, η Gazprom, με το μονοπώλιο του φυσικού αερίου της, εξακολουθεί να θέλει να θεωρείται προμηθευτής που σέβεται τα συμβόλαια, τουλάχιστον εκτός της Δύσης, σχολιάζει η Anne-Sophie Corbeau, πρώην υπάλληλος του βρετανικού κολοσσού της BP.
Αυτό το αρχικό χτύπημα δεν θα εξέπληττε τους εμπόρους, πολλοί από τους οποίους έχουν ήδη προεξοφλήσει την τύχη του αερίου μέσω Ουκρανίας. Οι έμποροι θα έμεναν έκπληκτοι, ωστόσο, αν η Ρωσία σταματούσε στη συνέχεια την προμήθεια LNG στην Ευρώπη - το επόμενο βήμα σε αυτό το σενάριο.
Οι παραδόσεις αυτές, 20 δισ. κυβικών μέτρων ετησίως, που ισοδυναμούν με το ήμισυ των ετήσιων εξαγωγών LNG της Ρωσίας, συνεχίζονται μέχρι στιγμής «κάτω από το ραντάρ». Η Ρωσία δεν θα ήθελε να τις χάσει εντελώς, αν μη τι άλλο επειδή αυτό θα προκαλούσε εκτόξευση των τιμών στην αγορά spot, πλήττοντας (σχεδόν) φιλικές της χώρες, όπως η Ινδία και το Πακιστάν, οι οποίες ανταγωνίζονται με δυσκολία την Ευρώπη για φορτία. Έτσι υποθέτουμε ότι η Ρωσία θα προσέφερε την προμήθεια σε αυτές τις χώρες σε τιμή ευκαιρίας.
Σε αυτό το σενάριο, η Δύση αντιδρά χτυπώντας περισσότερο με το πλαφόν της τιμής του πετρελαίου, απειλώντας ίσως τους παραβάτες στη Δύση με τεράστιες ποινές, αυστηροποιώντας τους ελέγχους. Για να αντιμετωπίσει την αντεπίθεση, η Ρωσία πείθει τον Οργανισμό Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (OPEC) και τους συμμάχους της, μια ομάδα 23 χωρών που παράγει το 40% του παγκόσμιου αργού, να μειώσουν τον μηνιαίο στόχο παραγωγής τους κατά 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως, επιπλέον της μείωσης κατά 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως που εφαρμόστηκε τον Οκτώβριο.
Το μοντέλο της Rystad προβλέπει ότι, στο τέλος αυτής της ανταλλαγής επιθετικών κινήσεων, η Ρωσία βγαίνει με λιγότερες ζημιές. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι το αυστηρότερο ανώτατο όριο παρέχει στις μη δυτικές χώρες μεγαλύτερο κίνητρο για τη δημιουργία ενός εναλλακτικού συστήματος εμπορίας πετρελαίου. Ο Giovanni Serio της Vitol, μιας εταιρείας, λέει ότι τα δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε χώρες τις G7 εξαγοράζονται ήδη από μη δυτικούς παίκτες, στην Ασία ή τη Μέση Ανατολή.
Η Κίνα και η Ινδία, οι οποίες έχουν απορροφήσει τα περισσότερα από τα πλεονάζοντα βαρέλια της Ρωσίας μέχρι στιγμής, μπορούν πιθανότατα να ασφαλίσουν επαρκώς τα πλοία τους. Άλλες χώρες μπορεί να αξιοποιήσουν τη μαύρη αγορά, όπου το ρωσικό πετρέλαιο -που μεταφέρεται σε δεξαμενόπλοια με απενεργοποιημένους πομποδέκτες, μεταφέρεται από πλοίο σε πλοίο στην ανοικτή θάλασσα ή αναμειγνύεται με άλλο πετρέλαιο - δεν μπορεί να εντοπιστεί.
Αν και η Ρωσία θα δεχόταν πλήγμα στα έσοδά της από το φυσικό αέριο, τα έσοδά της από το πετρέλαιο θα «άντεχαν». Οι υπολογισμοί μας δείχνουν ότι οι εξαγωγές πετρελαίου της χώρας θα μειωθούν τόσο το 2023 όσο και το 2024 κατά 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως, σε σύγκριση με το 2021, αναγκάζοντάς την να περιορίσει την παραγωγή κατά περισσότερο από 1,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Η πιο «σφικτή» αγορά θα ωθούσε το Brent σε τριψήφιο νούμερο και θα υπήρχε μόνο μια μικρή συρρίκνωση της ζήτησης. Αυτό θα επέτρεπε στη Ρωσία να καλύψει τις απώλειες από τον μειωμένο όγκο. Τα έσοδά της από τις εξαγωγές πετρελαίου θα παρέμεναν αξιοσημείωτα σταθερά στα 170 δισ. δολάρια το 2023, πριν πέσουν στα 150 δισ. δολάρια το επόμενο έτος. Η Ευρώπη, εν τω μεταξύ, θα ήταν αντιμέτωπη με πρόσθετο κόστος δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Χωρίς «πάτο»: Το σενάριο του ολοκληρωτικού ενεργειακού πολέμου
Το τρίτο «ακραίο» σενάριό υποθέτει ότι η Ρωσία, αντιμετωπίζοντας ίσως καταστροφικές απώλειες στο πεδίο της μάχης, δεν ενδιαφέρεται πλέον για τα χρήματα ή για το να κρατήσει τους συμμάχους της ικανοποιημένους, και επιλέγει τον ολοκληρωτικό ενεργειακό πόλεμο. Ξεκινά με το κλείσιμο του TurkStream, της εναπομείνασας σύνδεσης φυσικού αερίου με την Ευρώπη. Ο αγωγός εξυπηρετεί κυρίως φιλικές προς τη Ρωσία χώρες, όπως η Ουγγαρία και η Τουρκία. Αλλά το κλείσιμο του TurkStream αφήνει την Ευρώπη με ένα έξτρα έλλειμμα 15 δισ. κυβικών μέτρων ετησίως.
Στη συνέχεια, η Ρωσία αποφασίζει να καταστρέψει τις υποδομές εισαγωγής φυσικού αερίου της Ευρώπης. Αυτό το ενδεχόμενο, που κάποτε ήταν αδιανόητο, είναι πλέον περισσότερο πιθανό, αφότου σαμποτέρ βομβάρδισαν τον Nord Stream τον περασμένο μήνα. Το ακραίο σενάριό υποθέτει ότι η Ρωσία καταφέρνει να σταματήσει τις ροές μέσω των δύο μεγαλύτερων αγωγών της Νορβηγίας, στερώντας από την Ευρώπη άλλα 55 δισ. κυβικά μέτρα σε ετήσια βάση. Αυτό θα ήταν μια ακραία κίνηση. Οι αγωγοί βρίσκονται μακριά από τη Ρωσία και οι δυτικές χώρες μπορεί να το θεωρήσουν επίθεση στο ΝΑΤΟ.
Αφήνοντας κατά μέρος τις πιθανές στρατιωτικές επιπτώσεις, υποθέτουμε ότι οι δυτικές δυνάμεις θα απαντούσαν με "δευτερογενείς" κυρώσεις, απειλώντας άτομα ή επιχειρήσεις πέρα από τα όρια της Δύσης που εμπορεύονται ρωσικό πετρέλαιο - με μέτρα όπως η διακοπή πρόσβασης σε αμερικανικά δολάρια. Αυτό αναγκάζει τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες παντού να εγκαταλείψουν τις ρωσικές επιχειρήσεις, καθιστώντας τα εμπάργκο πολύ πιο αποτελεσματικά.
Το Κρεμλίνο ανταπαντά πείθοντας τον OPEC να προχωρήσει σε μια ακόμη μείωση του στόχου παραγωγής κατά 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως. «Πνίγει» επίσης τις εξαγωγές μέσω του CPC, ενός αγωγού που μεταφέρει 1,2 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ημερησίως κυρίως από το Καζακστάν, αλλά που καταλήγει στο ρωσικό λιμάνι του Νοβοροσίσκ, όπου το καύσιμο φορτώνεται σε πλοία. Η Αμερική, σε μια προσπάθεια να μειώσει την τιμή του πετρελαίου, επιταχύνει τις ροές από τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου.
Ωστόσο, τα αποθέματα δεν είναι άπειρα, σημειώνει ο Τζέισον Μπόρντοφ, «βαρώνος της ενέργειας» υπό τον Μπαράκ Ομπάμα. Έχοντας ανοικτή «κάνουλα» επί μήνες, βρίσκεται ήδη στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1984. Έτσι υποθέτουμε ότι ο OPEC θα μπορούσε να περιμένει, μειώνοντας πρώτα την παραγωγή και στη συνέχεια αυξάνοντας την όταν το στρατηγικό απόθεμα θα αρχίσει να στερεύει.
«Στο τέλος όλης αυτής της εκπληκτικής διελκυστίνδας η Ρωσία θα απολάμβανε μια πύρρειο νίκη. Οι εξαγωγές πετρελαίου της, τις οποίες μπορεί να απορροφήσει μόνο η μαύρη αγορά, θα κατέρρεαν στα 3 εκατ. βαρέλια ημερησίως ή και λιγότερο για χρόνια. Παρά το τεράστιο παγκόσμιο κενό προσφοράς, το Brent θα ανέβει σε «μόλις» 186 δολάρια το βαρέλι, πριν πέσει στα 151 δολάρια το 2024, επειδή η ζήτηση πετρελαίου θα έχει καταρρεύσει εντελώς. Τα έσοδα της Ρωσίας από το πετρέλαιο θα μειωθούν μόνιμα, στα 90 δισ. δολάρια ή και λιγότερο.»
Η Ευρώπη θα έρθει αντιμέτωπη μια βασανιστική συμπίεση. Θα πρέπει να δαπανήσει 250 δισ. δολάρια το 2023 και 200 δισ. δολάρια το 2024 απλώς και μόνο για να αντικαταστήσει τις απώλειες των χαμένων ρωσικών βαρελιών. Ο ετήσιος λογαριασμός εισαγωγών αερίου θα πλησιάσει το 1 τρισ. δολάρια, σχεδόν διπλάσιος από το επίπεδο του βασικού, πρώτου σεναρίου, παρά τις πολύ χαμηλότερες εισαγώμενες ποσότητες. Η αναπλήρωση του χαμένου φυσικού αερίου αποδεικνύεται αδύνατη. Η προσομοίωσή μας δείχνει ότι οι αποθήκες της Ευρώπης, άδειες τον Νοέμβριο του 2023, θα παραμείνουν άδειες για ολόκληρο το 2024 σε αυτό το σενάριο.
Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη θα κατέρρεε σχεδόν σίγουρα, επιδεινώνοντας την κατάσταση στην ήπειρο. Μια πρόσφατη προσομοίωση από το υπουργείο Οικονομίας της Γερμανίας σκιαγραφούσε τι θα συνέβαινε αν, τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας στα νότια της χώρας λάμβαναν 50% λιγότερο φυσικό αέριο από το κανονικό, πολλοί γαλλικοί πυρηνικοί αντιδραστήρες παρέμεναν κλειστοί (όπως συνέβη φέτος) και οι μονάδες άνθρακα παρέπαιαν. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ΕΕ θα έπρεπε να κατανείμει 91 ώρες διακοπής ρεύματος μεταξύ των μελών της. Η Γερμανία, σε κατάσταση πανικού, θα μπορούσε να αποφασίσει να διακόψει τις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς τη Γαλλία ή να σταματήσει τις ροές φυσικού αερίου προς την Τσεχική Δημοκρατία και τη Σλοβακία. Η Βρετανία, η οποία διαθέτει πενιχρές εγκαταστάσεις αποθήκευσης αλλά μεγάλες ανάγκες σε φυσικό αέριο, θα ήταν ευάλωτη.
Η Ευρώπη εκτός πρίζας
Αυτή η ανάλυση του πιθανού μέλλοντος έχει περιορισμούς. «Εξετάζει μόνο τον ενεργειακό πόλεμο, αφήνοντας στην άκρη το τι θα συμβεί στο πεδίο της μάχης και στην ευρύτερη οικονομική σύγκρουση. Τεράστιοι άγνωστοι παράγοντες, από τον καιρό μέχρι την αντοχή του στρατού της Ουκρανίας, θα μπορούσαν να ανατρέψουν την ισορροπία. Και κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να προκαλέσει τη μετάβαση από το ένα σενάριο στο επόμενο, μόνο και μόνο επειδή αυτό εξαρτάται από το τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του Πούτιν.»
Ωστόσο, η προσομοίωση περιέχει δύο σαφή διδάγματα. Το ένα είναι ότι, οκτώ μήνες μετά την έναρξη της ενεργειακής αντιπαράθεσης, η Ρωσία διατηρεί περισσότερες επιλογές για κλιμάκωση από ό,τι η Δύση. Έχει ήδη κλείσει την κύρια οδό προμήθειας φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αλλά το ευρωπαϊκό μπλοκ χρειάζεται κυριολεκτικά κάθε ποσότητα που μπορεί να πάρει, οπότε η διακοπή των υπολοίπων οδών ενέργειας θα προκαλούσε μεγαλύτερη καταστροφή.
Και ό,τι ενέργεια αγοράζει η Ευρώπη από άλλους πρέπει να περνά από κόμβους και περιοχές που η Ρωσία, στην πιο άγρια εκδοχή, θα μπορούσε να προσπαθήσει να καταστρέψει.
Το άλλο μάθημα είναι ότι τα εμπάργκο δεν θα αδειάσουν το ταμείο της Ρωσίας, τουλάχιστον μέχρι η Ευρώπη να είναι έτοιμη να πονέσει και η ίδια πολύ περισσότερο. Όσο περισσότερο ρωσικό καύσιμο δεν φτάνει στην αγορά, τόσο περισσότερο πρέπει να πληρώσει η Ευρώπη για να το αντικαταστήσει -ενώ οι αυξανόμενες τιμές περιορίζουν τις απώλειες του Κρεμλίνου. Μόνο όταν οι τιμές του πετρελαίου δεν θα μπορούν να αυξηθούν χωρίς να καταστραφεί η ζήτηση, η Ρωσία θα υποφέρει πραγματικά.
Με πληροφορίες από Economist