Στο βιβλίο της «Μολύβι αμπέρ νούμερο δύο» (2013), η Άλκη Ζέη (1923-1920) θα ξετυλίξει τον μίτο της περιπετειώδους ζωής της από τα παιδικά, τα εφηβικά και τα νεανικά της χρόνια της μέχρι και το 1944, την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας.
Οι εικόνες της απελευθερωμένης Αθήνας αποκτούν στον λόγο της συγγραφέως σπάνια ζωντάνια, με ανάγλυφες εικόνες και άμεση, παραστατική έκφραση. Κι αν στις πρώτες σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε το παιδικό βλέμμα της αφηγήτριας, καθώς ανακαλύπτει τις ομορφιές και τις υποσχέσεις του κόσμου, η αθωότητά του θα ξεκινήσει βαθμιαία να υποχωρεί, με την Άλκη Ζέη να στρέφει την προσοχή στη μαύρη περίοδο της Κατοχής, μιλώντας για την ανελευθερία, για τις φρικτές στερήσεις και για την πείνα, που θα φέρουν την εξαθλίωση και τον θάνατο, ο οποίος θα αποτελέσει θλιβερό θέαμα της αθηναϊκής καθημερινότητας.
Γράφοντας με κομμάτια και θραύσματα, που δεν διασπούν την ενότητα της αφήγησής της, η Ζέη θα κάνει λόγο, εκτός από την Αθήνα (όταν πανηγυρίζει για την απελευθέρωσή της ή ην απαλλαγή από το οδυνηρό κατοχικό βάρος), και για τους φόβους της για τον επερχόμενο Εμφύλιο, καθώς και για τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, που πήρε τα βουνά την ημέρα του γάμου τους, παραμονές του ματωμένου Δεκέμβρη του 1944.
Το βιβλίο αποτελεί μαρτυρία, όπως είδαμε, για την καθημερινότητα στην Αθήνα - από τη δικτατορία του Μεταξά ώς την Κατοχή και την απελευθέρωση, την ίδρυση και τη δράση της ΕΠΟΝ και τις εστίες των καλλιτεχνικών αθηναϊκών κύκλων, όπως το πατάρι του Λουμίδη, το Θέατρο Τέχνης στα πρώτα του βήματα ή, η ίδρυση του εκδοτικού οίκου Ίκαρος το 1943.
Στοιχεία αυτοβιογραφίας θα εντοπίσουμε και στο μυθιστόρημα της Ζέη «Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» (1989), που θα αναδείξει με σπαρακτικό τρόπο τις νευρώσεις τις οποίες φυτεύουν οι στρεβλώσεις της πολιτικής και της Ιστορίας στον ψυχικό οργανισμό του ατόμου όταν πιέζεται από την ιδεολογία του. Η Ζέη θα αποδείξει τη σχέση της με την αυτοβιογραφία και με την απελευθέρωση της Αθήνας και στα διηγήματα που περιλαμβάνονται στον τόμο «Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;» (2017).