Η αμερικανική δικαιοσύνη ανακοίνωσε σήμερα ότι δεν θα προχωρήσει στην άσκηση ποινικών διώξεων στο πλαίσιο της έρευνας για τις συνθήκες θανάτου του Πρινς, καθώς δεν συγκέντρωσε επαρκή στοιχεία για το πώς απέκτησε τα οπιοειδή αναλγητικά που προκάλεσαν τον θάνατό του.
Ο διάσημος τραγουδιστής απεβίωσε σε ηλικία 57 ετών την 21η Απριλίου του 2016, από υπερβολική δόση του ισχυρού αναλγητικού φεντανίλ, το οποίο είναι 50 φορές δυνατότερο από την ηρωίνη και το οποίο πήρε κατά λάθος, πιστεύοντας ότι επρόκειτο για ένα ελαφρύτερο παυσίπονο.
Οι εισαγγελείς ανακοίνωσαν τα ευρήματά τους, μετά μετά την ολοκλήρωση της διετούς έρευνας πάνω στο θάνατο του τραγουδιστή.
«Χωρίς να έχει καθοριστεί το κίνητρο ή κάποιος ύποπτος» η αμερικανική δικαιοσύνη «δεν μπορεί να ασκήσει ποινικές διώξεις που να σχετίζονται με τον θάνατο του Πρινς» δήλωσε, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης τύπου, ο Μαρκ Μετζ, ο εισαγγελέας της κομητείας του Κάρβερ, όπου βρίσκεται η κατοικία του τραγουδιστή, το Πέισλι Παρκ, κοντά στη Μινεάπολη.
Ο Μετζ είπε ότι τα στοιχεία έδειξαν ότι ο Πρινς νόμιζε ότι έπαιρνε το συνταγογραφούμενο φάρμακο υδροκωδόνη (Vicodin), ενώ στην ουσία έπαιρνε ένα παραποιημένο χάπι Vicodin που περιείχε δυνητικά θανατηφόρα φαιντανύλη.
«Κατά πάσα πιθανότητα ο Πρινς δεν είχε ιδέα ότι έπαιρνε ένα χάπι που θα μπορούσε να τον σκοτώσει» ανέφερε ο Μετζ στους δημοσιογράφους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο Πρινς υπέφερε από σοβαρούς χρόνιους πόνους και εκατοντάδες παυσίπονα διαφόρων τύπων βρέθηκαν στο σπίτι του.
Κάποια από αυτά τα φάρμακα συνταγογραφήθηκαν από τον γιατρό Μάικλ Τοντ Σάλενμπεργκ στο όνομα του σωματοφύλακα του τραγουδιστή, για την προστασία της ιδιωτικότητάς του Πρινς, πρόσθεσε ο Μετζ.
Παράλληλα, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ανακοίνωσε σήμερα ότι επιτεύχθηκε φιλικός διακανονισμός με τον Μάικλ Τοντ Σάλενμπεργκ, τον γιατρό που φρόντισε τον Πρινς δύο φορές πριν από τον θάνατό του.
Ο Σάλενμπεργκ είχε παραδεχθεί ότι έγραψε μια συνταγή με παυσίπονα Percocet σε πρόσωπο από το περιβάλλον του τραγουδιστή, γνωρίζοντας ότι τα φάρμακα προορίζονταν για τον ίδιο και αποδέχθηκε να καταβάλει το ποσό των 30.000 δολαρίων στην αμερικανική δικαιοσύνη.
Με πληροφορίες από AFP, Reuters και BBC