Γύρω στις 2 τα ξημερώματα της 18ης Μαρτίου 1990, μετά τη νύχτα του Αγίου Πατρικίου, με τη μισή Βοστώνη πιωμένη, δύο άντρες μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς χτύπησαν το κουδούνι του Μουσείου Γκάρντνερ για να ελέγξουν μια κλήση που είχαν λάβει. 81 λεπτά αργότερα είχε πραγματοποιηθεί η πιο σημαίνουσα κλοπή έργων τέχνης στην αμερικανική ιστορία.
Οι ληστές πήραν το έργο «Στου Τορτόνι» του Εντουάρ Μανέ, τρεις πίνακες του Ρέμπραντ, μεταξύ των οποίων το «Μια γυναίκα και ένας ευγενής στα μαύρα» και το «Καταιγίδα στη θάλασσα της Γαλιλαίας» και ένα από τα 36 έργα του Βερμέερ το «Κοντσέρτο». Περιέργως οι ληστές του Μουσείου Γκάρντνερ παρέλειψαν να πάρουν έναν Ραφαέλ, έναν Ρούμπενς και έναν Τισιανό.
Παρά την επικήρυξη με αμοιβή 5 εκατομμύρια δολάρια αρχικά, δέκα εκατομμύρια σήμερα, τα 13 απολεσθέντα έργα τέχνης, αξίας 500 εκατομμυρίων, τα οποία δεν ήταν ασφαλισμένα, δεν βρέθηκαν ποτέ. Οι ληστές δε δυσκολεύτηκαν καθόλου, ξεβίδωσαν απλώς τα έργα, μάλιστα έκαναν δυο δρομολόγια για να τα φορτώσουν στο αυτοκίνητό τους, ένα Dodge Daytona που τους περίμενε στην πλαϊνή πόρτα. Η αστυνομία έφτασε στις 8.30 το πρωί και βρήκε τους φύλακες δεμένους. Το μουσείο, δημιούργημα της πρωτοπόρου Isabella Stewart Gardner σε ανάμνηση της κλοπής των έργων άφησε τις κορνίζες τους άδειες, κρεμασμένες στους τοίχους.
Οι ερευνητές που έχουν ένα εξτρά κίνητρο να διερευνήσουν την υπόθεση – την αμοιβή-, απορούν ακόμα και σήμερα για το πώς σχεδιάστηκε η κλοπή, αφού άφησαν πίσω τους πολύτιμα έργα. Οι προσπάθειες ανάκτησης των έργων δεν οδήγησαν πουθενά.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όσα ακολούθησαν τη ληστεία είναι το θέμα της νέας μίνι σειράς- ντοκιμαντέρ του Netflix, με τίτλο This Ιs a Robbery: The World’s Big Heist Art Heist, που ερευνά τα αδιέξοδα και τις θεωρίες για τα κλεμμένα έργα που αποτελούν το αντικείμενο του άλυτου μεγαλύτερου μυστηρίου στον κόσμο της τέχνης.
Το FBI δήλωσε το 2013 ότι ήξερε ποιοι ήταν οι κλέφτες, αν και δεν ανακοίνωσε ποτέ τα ονόματα επειδή είχε ήδη περάσει η περίοδος παραγραφής, όμως οι αρχές δεν ανέκτησαν ποτέ τα έργα τέχνης. Ο πληροφοριοδότης στον οποίο είχαν στηριχτεί ο 87χρονος σήμερα μαφιόζος Ρόμπερτ Τζεντίλε, είπε πρόσφατα σε μια συνέντευξή του ότι δεν έχει καμία σχέση με την κλοπή του μουσείου. Όμως μερικά χρόνια νωρίτερα, ο με μεγάλο ποινικό μητρώο κακοποιός είπε σε έναν μυστικό ομοσπονδιακό πράκτορα ότι είχε πρόσβαση σε δύο από τους κλεμμένους πίνακες που μπορούσε να τους δει αν του έδινε 500.000 δολάρια ανά τεμάχιο. Σήμερα το διαψεύδει.
Την προηγούμενη φορά που πράκτορες του FBI αστυνομία έψαξαν το σπίτι του Τζεντίλε, το 2012, στο Μάντσεστερ του Κονέκτικατ, δε βρήκαν τα κλεμμένα έργα αλλά σε μια καταπακτή κάτω από το πάτωμα βρήκαν ένα φύλλο χαρτί που έγραφε τι θα μπορούσε να πιάσει το κάθε κλεμμένο κομμάτι στη μαύρη αγορά.
Στις 6 Αυγούστου 2015, η Αστυνομία κυκλοφόρησε ένα βίντεο που έχει καταγραφεί η προηγούμενη νύχτα από τη διαβόητη κλοπή και πιστεύουν ότι οι δυο άνδρες που εμφανίζονται έκαναν πρόβα ληστείας. Ο ένας, μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος, ο άλλος που έχει ταυτοποιηθεί ήταν ο Ρίτσαρντ Άμπαθ, ο φύλακας ασφαλείας που υπηρετούσε τη νύχτα της ληστείας. Το βίντεο δείχνει τον Άμπαθ να ανοίγει στο άγνωστο άτομο για να μπει στο μουσείο δύο φορές μέσα σε λίγα λεπτά. Από τότε η αστυνομία πιστεύει ότι ο Άμπαθ ήταν συνεργάτης των ληστών παρόλο που όταν οι φύλακες ανακρίθηκαν θεωρήθηκαν ανίκανοι να συλλάβουν τέτοιο σχέδιο.
Πριν αρκετά χρόνια στο κυνήγι των χαμένων έργων μπήκε ο Ολλανδός ερευνητής Άρθουρ Μπραντ, από τους κορυφαίους ειδικούς παγκοσμίως σε διεθνή εγκλήματα τέχνης που πιστεύει ότι τα έργα υπάρχουν και μάλιστα άθικτα στην Ολλανδία. Μάλιστα είχε δηλώσει ότι το 2002 οι φωτογραφίες των έργων κυκλοφορούσαν στην Ολλανδία από ανθρώπους που προσπαθούσαν να πουλήσουν τους πίνακες σε κάποιον εκεί. Αργότερα, γύρω στο 2010, ο Μπραντ άκουσε ότι τα έργα είχαν καταλήξει στα χέρια πρώην μελών του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), αλλά αργότερα ο πληροφοριοδότης του πέθανε. Σήμερα υποστηρίζει ότι οι αρχικοί κλέφτες δεν ήταν μέλη συμμορίας αλλά πούλησαν τα έργα σε μαφιόζους των ΗΠΑ, πριν σκοτωθούν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Την ίδια δεκαετία, κατά την εκτίμησή του, τα έργα μεταφέρθηκαν στην Ιρλανδία με πλοίο και κατέληξαν στα χέρια κορυφαίων στελεχών του.
Αρχικά, ύποπτος ήταν ο Μπόμπι Ντονάτι που μαζί με το φίλο του Μάιλς Κόνορ Τζούνιορ έκαναν συχνά «βόλτες» στο μουσείο εντοπίζοντας τα έργα τέχνης που θα μπορούσαν να πάρουν, αλλά και την σχεδόν ανύπαρκτη ασφάλεια του μουσείου.
Όταν έγινε η ληστεία πιθανώς ο Ντονάτι πήρε μέρος σε αυτή αλλά ο Κόνορ ήταν στη φυλακή για άλλα αδικήματα. Οι πράκτορες του FBI πήγαν την επομένη να τον συναντήσουν στη φυλακή, στο Σικάγο για να μάθουν αν την είχε ενορχηστρώσει ο ίδιος από τη φυλακή τη ληστεία. Φυσικά δεν ομολόγησε την ανάμειξή του, αλλά σε μια συνέντευξη στο Vanity Fair το 1997, είπε ότι πίστευε πως ο Ντονάτι είχε πάρει το παλαιότερο έργο στη συλλογή του μουσείου, για να του το προσφέρει αργότερα ως δώρο. Σύμφωνα με τον Κόνορ τη ληστεία την έκανε ο Ντονάτι μαζί με τον Ντέιβιντ Χάουτον για να διαπραγματευτούν την απελευθέρωσή του. Ο Χάουτον πέθανε δυο χρόνια μετά τη ληστεία, το 1992 από καρδιακή προσβολή.
Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος Στίβεν Κουρκτζιάν έχει δώσει μια άλλη εξήγηση για το λόγο που έκλεψε ο Ντονάτι το μουσείο. Αισθανόταν ανασφάλεια αφού το αφεντικό του ο μαφιόζος Βίνσεντ Φεράρα ήταν στη φυλακή και ήθελε να διαπραγματευθεί με τα έργα τέχνης την ελευθερία του προστάτη του. Κάτι τέτοιο είχε κάνει και ο φίλος του ο Κόνορ, που μείωσε την ποινή του, επιστρέφοντας έναν πίνακα του Ρέμπραντ που είχε κλέψει από το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης 15 χρόνια νωρίτερα.
Ο Κουρκτζιάν που πίστευε ότι άλλος ήταν πίσω από τη ληστεία έλαβε ένα τηλεφώνημα από κάποιον που του εξηγούσε ότι ο Ντονάτι είχε κλέψει τους πίνακες για να βγάλει τον Φεράρα από τη φυλακή λέγοντάς του λεπτομέρειες που δεν είχαν ανακοινωθεί στον Τύπο. Ο Ντονάτι είχε επισκεφθεί στη φυλακή τον Φεράρα και εκείνος τον παρακάλεσε να μην κάνει τίποτα, προειδοποιώντας τον όχι μόνο να μη διαπραγματευθεί, αλλά και προτρέποντάς τον να φύγει από τη Βοστώνη για το καλό του γιατί ήταν βαθύτερα μπλεγμένος από όσο νόμιζε. Ο Ντονάτι δεν τον άκουσε. Απήχθη τον Σεπτέμβριο του 1991. Τρεις μέρες αργότερα η σορός του βρέθηκε στο πορτ μπαγκάζ της Cadillac που οδηγούσε. Ήταν χτυπημένος το κεφάλι, είχε μαχαιρωθεί πάνω από 20 φορές, και ο λαιμός του είχε κοπεί.
Το 1994, η διευθύντρια του μουσείου Αν Χάουλι έλαβε μια επιστολή που υποσχόταν την επιστροφή των κλεμμένων έργων για το ποσό των 2,6 εκατομμυρίων δολαρίων. Το μουσείο έπρεπε να δημοσιεύσει στην The Boston Globe μια ιστορία με κωδικοποιημένο μήνυμα, πράγμα που έγινε. Η ανάμειξη της αστυνομίας πάγωσε την ιστορία.
Η μοναδική φορά που κάποιος μπορεί να είδε τα έργα ήταν το 1997, όταν ο ρεπόρτερ της Boston Herald Τομ Μάσμπεργκ έφτασε στον έμπορο αντικών και κλεπταποδόχο Γουίλιαμ Γιάνγκγουορθ που συχνά του «πάσαραν» έργα ο Κόνορ και ο Ντονάτι. Στην αποθήκη του στο Μπρούκλιν είδε ένα έργο που του φάνηκε ότι ήταν «Η τρικυμία στη Θάλασσα της Γαλιλαίας» του Ρέμπραντ. Πήρε ένα θραύσμα από μπογιά και ο πίνακας όντως χρονολογείται από εκείνη την εποχή. Ο Γιάνγκγουορθ του είπε ότι ο Ντονάτι και ο Χάουτον ήταν οι εγκέφαλοι της κλοπής.
Τα έργα δεν έχουν ακόμα βρεθεί και η αμοιβή είναι ακόμα στα 10 εκατομμύρια δολάρια.