Πέθανε σε ηλικία 83 ετών στο Μόντε Κάρλο, η εικαστικός και γλύπτρια Σοφία Βάρη μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.
Γεννήθηκε το 1940 στη Βάρη και το όνομά της ήταν Σοφία Κανελλοπούλου. Πήρε το καλλιτεχνικό της όνομα από την οικογενειακή της έπαυλη στην οποία υπογράφηκε η ιστορική Συμφωνία της Βάρκιζας.
Ο πατέρας της ήταν Έλληνας και η μητέρα της από την Ουγγαρία. Σε ηλικία 16 ετών αρχίζει να ασχολείται με τη ζωγραφική και δυο χρόνια αργότερα αρχίζει να σπουδάζει στην École des Beaux-Arts στο Παρίσι.
Οι πρώτες της δουλειές είναι πίνακες με πληθωρικές γυμνές γυναικείες φιγούρες που αντλούν στοιχεία από το μπαρόκ, τον μανιερισμό, τον εξπρεσσιονισμό καθώς και τη γλυπτική της ελληνιστικής εποχής.
Το 1977 αποκτά εργαστήριο στη rue de l’Arrivée στη συνοικία Montparnasse του Παρισιού, και αρχίζει να ασχολείται με τη γλυπτική η οποία γρήγορα θα αποτελέσει κύριο μέλημά της. Τα πρώιμα γλυπτά της, από χαλκό και από μάρμαρο, αποτελούν δισδιάστατες παραστατικές φιγούρες με ανθρωποκεντρική αφετηρία, οι οποίες σταδιακά εξελίσσονται σε πιο αφηρημένες μορφές. Στα έργα της χρησιμοποιεί μπρούτζο και μάρμαρο και συνήθως είναι μεγάλων διαστάσεων.
Το 1978 γνωρίζει τον Κολομβιανό καλλιτέχνη Φερνάντο Μποτερό με τον οποίο μοιράστηκε τη ζωή της.
Το 1988 δημιουργεί το γλυπτό Soirées de Dimanche (1988), στο οποίο γίνεται για πρώτη φορά αντιληπτή η έμπνευση που αντλεί από πολιτισμούς της Λατινικής Αμερικής και από καλλιτέχνες όπως Donatello, Luca Della Rubia, Hans Arp, Joan Miró και Alexander Archipenko, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί την πλαστική γλώσσα που θα χρησιμοποιήσει για το υπόλοιπο της καριέρας της. Έχοντας πλέον υιοθετήσει νέες δυναμικές στη φόρμα και τη δομή, τα γλυπτά της σχηματίζουν αλυσιδωτές συνδέσεις ευέλικτων ελικοειδών όγκων που αναπτύσσονται ανοδικά ή κυκλικά συνθέτοντας αρμονικά επίπεδα που περικλείουν το εσωτερικό και δίνουν την αίσθηση της κίνησης.
Παράγει έργα για το δημόσιο χώρο που βρίσκονται στη Γαλλία, της Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Ελλάδα, την Ελβετία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Κολομβία και σε άλλα μέρη του κόσμου.
Το 1992 δημιουργεί τα πρώτα της κολάζ και από το 1993 ταξιδεύει συχνά στο Μεξικό όπου μελετά την τέχνη των Μάγια και των Ολμέκων. Το 1994 εισάγει χρώμα στα γλυπτά της αναδεικνύοντας επιλεγμένους όγκους και επίπεδα. Το 1995 τιμάται με το πρώτο βραβείο στην ιαπωνική Μπιενάλε Γλυπτικής από το Ανοικτό Μουσείο Utsukushi-ga-hara.
Το έργο της έχει παρουσιαστεί σε πλήθος εκθέσεων. Το 2004 παρουσιάστηκε αναδρομική της έκθεση στην Αθήνα από το Μουσείο Μπενάκη και το 2014 στην Άνδρο από το Μουσείο Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.
Έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, μερικές από αυτές οι συλλογές των: Fondation Veranneman (Βέλγιο), Museo de Arte Contemporáneo de Caracas (Βενεζουέλα), Musée de la Main (Ελβετία), Boca Raton Museum of Art (ΗΠΑ), Ulrich Museum of Art (ΗΠΑ), Utsukushi-ga-hara Open-Air Museum (Ιαπωνία), Museo de Antioquia (Κολομβία), Beeldenaanzeen Museum (Ολλανδία), Fundação Calouste Gulbenkian (Πορτογαλία) και Museo de Ponse (Πόρτο Ρίκο). Ζει και εργάζεται μεταξύ Ελλάδας, Γαλλίας, Μονακό και Ιταλίας.