«Μπορείς να με λες Δημήτρη ή Δήμητρα. Δεν έχω πρόβλημα. Το ρόδο, όπως και να το πεις, ρόδο παραμένει». Αυτά είναι τα λόγια της Δήμητρας της Λέσβου στο ντοκιμαντέρ της Τζέλης Χατζηδημητρίου. Η 65χρονη Δήμητρα της Λέσβου είχε εξαφανιστεί από τις 6 Απριλίου, οι συγγενείς και οι φίλοι της την έψαχναν, αλλά δεν κατάφερναν να την εντοπίσουν. Στις 26 Μαΐου ενεργοποιήθηκε η γραμμή ζωής Silver Alert. Τον Ιούνιο ταυτοποιήθηκε η σορός, που ήταν στα αζήτητα. Η Δήμητρα έπεσε θύμα τροχαίου στις 9 Απριλίου 2021 και εγκαταλείφθηκε αιμόφυρτη στην άσφαλτο.
Έτσι γράφηκε ο επίλογος σε μια τραγική ιστορία. «Η «Δήμητρα της Λέσβου» (κατά κόσμον Δημήτρης Καλογιάννης), όπως έγινε ευρύτερα γνωστή, ζούσε ως εξωμότης, φίλους στο χωριό δεν είχε, τα άλλα της αδέλφια την είχαν ξεγράψει και ζούσαν έτσι κι αλλιώς μακριά, η σύνταξη που της είχε εξασφαλίσει η μητέρα της ίσα που έφτανε για να συντηρηθεί – ειδικά μετά το 2009, αφότου έχασε και τους δυο γονείς της, τους οποίους γηροκομούσε αγόγγυστα και χωρίς καμία βοήθεια από τα άλλα τους παιδιά, κατά τις μαρτυρίες. Μόνο τις γάτες της είχε αποκούμπι», γράφει στη LiFO ο Θοδωρής Αντωνόπουλος.
Η ιστορία της ζωής της, όπως η ίδια την είχε αφηγηθεί επανειλημμένα, είναι, για όσους την παρακολουθούσαν, λίγο-πολύ γνωστή. Γεννημένη το 1957 στη Σκάλα Συκαμιάς, ήταν ένα από τα έξι παιδιά μιας φτωχής, λαϊκής οικογένειας. Όταν πια έχασε και τη μητέρα της, η Δήμητρα ένιωσε επιτέλους ελεύθερη να εξερευνήσει τη θηλυκή της φύση. Άρχισε να παραγγέλνει και να φορά γυναικεία ρούχα, αρχικά μόνο στο σπίτι, ύστερα και έξω. Σε ρούχα, στολίδια και CD (από Μαρινέλλα και Πρωτοψάλτη μέχρι Μούσχουρη και Βίκυ Λέανδρος) ξόδευε το υστέρημά της. Μόνη της άλλη διασκέδαση οι μακρινοί περίπατοι και το κολύμπι σε ερημικές παραλίες.
Όταν μια παρέα εφήβων από το χωριό παραβίασε το παράθυρο του σπιτιού της και την κακοποίησε σωματικά και σεξουαλικά, καταγράφοντας τα πάντα στο κινητό τους, κατέρρευσε, η ψυχική της υγεία επιδεινώθηκε.
Μια ιστορία φτάνει στη σκηνή
Η ιστορία της έδωσε την αφορμή στην Κατερίνα Λούβαρη Φασόη να γράψει το έργο «Το ρόδο είναι ρόδο» που ανεβαίνει στο Φεστιβάλ Αθηνών από τις 30 Ιουνίου έως τις 3 Ιουλίου σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη. Άραγε πόσο εύκολο είναι να είσαι διαφορετικός; Να σκέφτεσαι διαφορετικά; Πότε τα όρια της διαφορετικότητας συγκρούονται με τα όρια της ανοχής και της κοινωνικής συνοχής;
Ο Παντελής Δεντάκης καταπιάστηκε με αυτό το θέμα αντλώντας υλικό από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και από τις επιστολές του Αντονέν Αρτό.
Η Διονυσία, η ηρωίδα του πρωτότυπου αυτού έργου, ζει σε ένα παλιό σπίτι με μόνη συντροφιά τις γάτες της αυλής· τραγουδάει και ονειρεύεται, φοράει πολύχρωμα ρούχα, ανοίγει το σπίτι σε ξένους και ντόπιους, δέχεται το μίσος και τον χλευασμό τους. Με οδηγό το βιβλίο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ «Η δύναμη της αγάπης», το έργο μιλάει για τη βαρβαρότητα και την τυφλότητα των ανθρώπων. Όπως δίδαξε ο Χριστός επάνω στον σταυρό, που είπε «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν», έτσι και η Διονυσία προσεύχεται στο νεκροκρέβατό της για τη σωτηρία της δικής της ψυχής και των ψυχών των έφηβων παιδιών που έγιναν δήμιοί της. Θα ζήσει ανακουφισμένη σχεδόν τον θάνατό της, πιστεύοντας στη δύναμη της συγχώρεσης και στην αιώνια καλοσύνη των ανθρώπων.
«Ήταν μια ανάγκη και της Κατερίνας και δική μου να μιλήσουμε για τον τραγικό θάνατο της Δήμητρας. Για μένα είναι και ένας τρόπος να εκφράσω τη συγγνώμη μου για την αγκαλιά, την αγάπη που δεν δίνεται από εμάς σε ανθρώπους που δεν τους αποδέχεται η κοινωνία. Είναι μια συγγνώμη και για ένα γράμμα που δεν έστειλα», λέει ο σκηνοθέτης της παράστασης Παντελής Δεντάκης, εξηγώντας στη LiFO ότι «τότε, στο νησί, κάποιοι αλληλέγγυοι είχαν δημοσιεύσει ότι θα χαιρόταν πολύ να της στείλουμε ένα γράμμα και ήταν κάτι που σκεφτόμουν, ήθελα να κάνω, το καθυστέρησα και μέσα από αυτή την παράσταση είναι σαν να ζητώ και δημόσια συγγνώμη».
Ο Παντελής Δεντάκης καταπιάστηκε με αυτό το θέμα αντλώντας υλικό από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και από τις επιστολές του Αντονέν Αρτό.
Όλη αυτή η πληροφορία συγκεντρώνεται στο πρόσωπο της Διονυσίας, μια γυναίκας που μοιάζει πολύ με τη Δήμητρα, ένα πρόσωπο που βλέπει τον κόσμο μέσα από ένα πολύ αθώο βλέμμα, αυτό της ανιδιοτελούς αγάπης.
«Η Διονυσία είναι ένα πλάσμα που γεννήθηκε μεν ως άντρας αλλά αυτοπροσδιορίζεται ως γυναίκα. Γεννήθηκε σε μια επαρχία και έχει ούτως η άλλως τα χαρακτηριστικά της Δήμητρας, κομμάτια της από την ιστορία που ξέρουμε, ωστόσο έχει και ένα κομμάτι μυθοπλασίας. Είναι ένα πρόσωπο που έχει δεχτεί βία, αποκλεισμό και καταπίεση και από το ίδιο της το σπίτι, το οικογενειακό της περιβάλλον. Ουσιαστικά από τα εφηβικά της χρόνια έχει χαρακτηριστεί ως τρελός/ή. Την έχουν κλείσει σε ψυχιατρείο, έχει πάρει αγωγή εξαιτίας της διαφορετικότητάς της. "Διαφορετικότητα" το λέμε επειδή εμείς έτσι βλέπουμε το άλλο, εμείς είμαστε που δίνουμε άλλα χαρακτηριστικά και ταυτότητες», λέει ο σκηνοθέτης.
Με τον θάνατο της Δήμητρας ήρθε ξανά στο φως η ιστορία της. Ήταν μια υπενθύμιση αλλά και ένα καμπανάκι που χτύπησε ξανά, θυμίζοντας την ανάγκη αποδοχής του άλλου.
«Ο θάνατός της νομίζω ότι ήταν μια αφορμή να φέρουμε μπροστά στη συζήτηση την περίπτωσή της γιατί είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο και μέσα από τα ντοκιμαντέρ που είχαν γίνει. Ο κόσμος τη γνώριζε. Το πρόβλημα είναι ότι ο καθένας μας δέχεται τόση πληροφορία και καταναλώνει τόση ενέργεια σε τόσες δραστηριότητες, που πολλές φορές αφήνει στην άκρη πολλά ζητήματα. Όταν συμβεί κάτι, κινητοποιούμαστε, θυμόμαστε, ασχολούμαστε, ένα τραγικό περιστατικό μάς ξυπνάει από έναν λήθαργο που δεν είναι πάντα εκούσιος. Ξεχνιόμαστε μέσα στην τρέλα της ζωής. Αυτό δεν συμβαίνει και με δικούς μας ανθρώπους; Δεν προλαβαίνουμε να τους δούμε και γεμίζουμε ενοχές όταν συμβαίνει κάτι», λέει ο Παντελής Δεντάκης.
Η Κατερίνα Λούβαρη Φασόη πλάθει ένα πρόσωπο που η αρχική του θέση και η τάση του προς τον άλλο είναι η αποδοχή και η αγάπη. Ένα πρόσωπο που πιστεύει βαθιά στη δύναμη του ανθρώπου και στη θετική του πλευρά. Εδώ η υπόστασή της συνδέεται με το κήρυγμα αγάπης του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, εδώ βρίσκουμε και την περίπτωση του Αρτό, τον φαύλο κύκλο της τρέλας, τον τρόπο που η κοινωνία χαρακτηρίζει το άγνωστο, το παράξενο, το διαφορετικό, το δυσερμήνευτο.
Στη σκηνή το έργο μεταφέρεται σε τρεις εικόνες. Στην πρώτη υπάρχει το πλησίασμα και η έννοια της τρυφερότητας μεταξύ δύο ανθρώπων που έχουν μεγάλες διαφορές, της Διονυσίας και του Τζώρτζη, ενός νέου της επαρχίας, με συντηρητικές απόψεις, ρατσιστή, που όμως δεν είναι τόσο «μολυσμένος» που να μην μπορεί να ανοιχτεί σε αυτήν τη νέα και απροσδόκητη για τη ζωή του γνωριμία. Φτάνει κοντά της για να της κάνει κακό, αλλά η αθωότητά της αλλάζει τον σκοπό αυτής της συνάντησης.
Η δεύτερη είναι εικόνα ωμού ρεαλισμού. Βλέπουμε όλη τη λεκτική και σωματική βία που ασκείται σε αυτό το πλάσμα και ανακαλούμε αυτόματα το παρελθόν της, ένα ζοφερό περιβάλλον μη κατανόησης και αποδοχής. Η εξιλέωση των προσώπων και η συγχώρεση έρχεται στην τρίτη εικόνα. Τα δυο κεντρικά πρόσωπα μένουν ξανά μόνα τους, έρχεται η λύτρωση και η κάθαρση.
Ο Δεντάκης φέρνει στη σκηνή μια πολύ κοντινή μας, πρόσφατη, σύγχρονη ιστορία. Η εποχή μας και η περίοδος που διανύουμε είναι συγκρουσιακή και ακραία, με μεγάλη επιθετικότητα. «Η πληροφορία που δεχόμαστε έχει μεγέθη που δεν χωρά ο ανθρώπινος νους, η παραπληροφόρηση είναι εξίσου εκτενής και έχει πολύ συγκεκριμένο τρόπο να μας επηρεάζει» λέει. «Όλα είναι συγκρουσιακά, ωστόσο πιστεύω ότι μια μερίδα της κοινωνίας, το κοινό που βλέπει θέατρο επιθυμεί να γίνει πιο ανοιχτό, πιο έτοιμο να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και να εξισορροπήσει μέσα του τα γεγονότα που συμβαίνουν».
Ο Δεντάκης αποφάσισε να ανεβάσει ένα νέο ελληνικό έργο επειδή πιστεύει ότι όσα γράφονται σήμερα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, έρχεται μια δυναμική γενιά νέων συγγραφέων που θα αλλάξει το τοπίο. «Για μένα, το θέατρο, είτε το παρακολουθώ απλώς ως θεατής είτε εργάζομαι σε αυτό, είναι η συμμετοχή στον κοινωνικό διάλογο, στις κοινωνικές ζυμώσεις. Έτσι το καταλαβαίνω και αυτή την τέχνη προτιμώ», λέει.
«Δεν είναι τίποτα εύκολο και φοβάμαι πάντα, όταν ασχολούμαι με τέτοιες ιστορίες, μη γίνω γραφικός ή διδακτικός, γιατί είναι πολύ εύκολο σήμερα να σηκώσει κανείς το δάχτυλο. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι μέσα από τη διαδικασία να συναντιόμαστε με τον εαυτό μας, να βλέπουμε τα τραύματά μας, να εξετάζουμε τις δικές μας προκαταλήψεις και να διατυπώνουμε το δικό μας όραμα για τη ζωή που θέλουμε να φτιάξουμε».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Το ρόδο είναι ρόδο» εδώ.