Έργα της Φραντσέσκα Γούντμαν, μιας φωτογράφου με έργο που ασκεί μεγάλη επιρροή μέχρι σήμερα, φωτογράφισε πολύ και έζησε λίγο –αυτοκτόνησε στα 22 της χρόνια, το 1981– θα εκτεθούν για πρώτη φορά στο περίπτερο της Gagosian στην Art Basel.
Η γκαλερί, σε συνεργασία με το ίδρυμα που έφτιαξαν οι γονείς της στη μνήμη της, θα εκπροσωπούν το έργο της που περιλαμβάνει περίπου 10.000 αρνητικά. Από αυτόν τον μεγάλο όγκο παραγωγής δεν έχουμε δει περισσότερες από 150-160 φωτογραφίες, και αυτές είναι που έχουν δημιουργήσει τη μεγάλη φήμη της.
Στην Art Basel θα εκτεθούν δύο εικόνες που δεν είχαν εμφανιστεί ως τώρα, μαζί με μια τρίτη που είναι γνωστή ως χαρακτηριστική του έργου της, ενώ προγραμματίζεται και μια έκθεση αφιερωμένη σε αυτό την άνοιξη του 2024 στη Νέα Υόρκη.
Σε μια εποχή πριν από τα σόσιαλ μίντια και τις σέλφι, η Γούντμαν απεικόνιζε στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της τον εαυτό της, γυναίκες, γυμνές ή με ρούχα, συχνά «θολές» λόγω της κίνησης, δίνοντας την εντύπωση ότι γίνονται ένα με τον περιβάλλοντα χώρο. Οι εικόνες της είναι βαθιά προσωπικές και οι ερμηνείες που έχουν δοθεί στο έργο της μετά τον θάνατό της απασχολούν διαρκώς την καλλιτεχνική κοινότητα.
«Το έργο της διαπνέεται από εξαιρετική δημιουργικότητα και ενδιαφέρεται σταθερά για τη μυθολογία, τη λογοτεχνία και τη γοτθική και βικτοριανή αισθητική», αναφέρει η Gagosian στην ανακοίνωσή της. «Επίσης τη γοήτευαν οι σουρεαλιστές και οι μεταγενέστεροι ανατρεπτικοί καλλιτέχνες που έζησαν τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Όπως και οι σουρεαλιστές πριν από αυτήν, η Γούντμαν στις εικόνες της συμπεριλάμβανε συχνά καθρέφτες και άλλα αντικείμενα, δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα που έφερε στοιχεία συμβολισμού, δείχνοντας κάποιο ενδιαφέρον για τον «φετιχισμό», όπως τον περιέγραψαν κάποτε οι «New York Times» σε κριτική μιας έκθεσης έργων της, φέρνοντας ως παράδειγμα ένα κοντινό πλάνο του γυμνού της σώματος, όπου μανταλάκια ρούχων «μαγκώνουν» το στήθος και το στομάχι της.
Παρά την εμφάνισή της σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν το γυναικείο σώμα για να κάνουν φεμινιστικές δηλώσεις, η Γούντμαν δεν έδειχνε να ασχολείται με το κίνημα αυτό. Όπως σημειώνουν οι «New York Times», το έργο της δεν είναι ερωτικό ή ηδονοβλεπτικό. Αντίθετα, οι εικόνες της είναι βαθιά συναισθηματικές. Η Γούντμαν δούλευε σειριακά, παράγοντας εικόνες που σχετίζονταν μεταξύ τους και προορίζονταν να προβληθούν μαζί. Οκτώ φωτογραφικά άλμπουμ που συνέθεσε η ίδια θα εκδοθούν αυτόν τον μήνα.
«Το γυμνό το χρησιμοποιώ με έναν τρόπο ειρωνικό, όπως συμβαίνει με το γυμνό στους κλασικούς πίνακες ζωγραφικής. Θέλω οι φωτογραφίες μου να έχουν μια διαχρονική, προσωπική, αλλά αλληγορική ποιότητα, όπως συμβαίνει σε πολλούς πίνακες του Ένγκρ, αλλά μου αρέσει η τραχύτητα που δίνει η φωτογραφία στο γυμνό», έγραφε.
Μια σύντομη ζωή, μια μεγάλη κληρονομιά
Η Γούντμαν τράβηξε το πρώτο της φωτογραφικό αυτοπορτρέτο στα 13 της και από τότε δεν σταμάτησε να φωτογραφίζει. Γεννήθηκε το 1958 και μεγάλωσε στο Ντένβερ και στο Μπόλντερ του Κολοράντο από γονείς καλλιτέχνες, την Μπέτι και τον Τζορτζ Γούντμαν (που πέθαναν το 2017 και 2018).
Αρκετά καλοκαίρια τα πέρασε με την οικογένειά της στην Ιταλία. Το 1972 ξεκίνησε να φοιτά στην Ακαδημία Abbot, ένα ιδιωτικό σχολείο στη Μασαχουσέτη, όπου ανέπτυξε το ταλέντο της στη φωτογραφία. Το 1975 πήγε στη σχολή σχεδίου του Ρόουντ Άιλαντ (Rhode Island School of Design-RISD), από το οποίο αποφοίτησε το 1978. Στο πλαίσιο ενός προγράμματος του RISD, σπούδασε και στη Ρώμη.
Το 1979 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, με όνειρο να κάνει καριέρα στη φωτογραφία. Άρχισε να την ενδιαφέρει η εμπορική φωτογραφία μόδας ως ένα μέσο για να προωθήσει τη δουλειά της και ασχολήθηκε με αυτόν τον χώρο μέχρι το 1980. Η δουλειά της δεν έτυχε καμίας προσοχής και η προσπάθειά της να προσεγγίσει επαγγελματίες φωτογράφους δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Μια ερωτική απογοήτευση ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά απορρίψεων που την οδήγησαν σε μια πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια αυτοκτονίας. Το 1981 έκανε μια δεύτερη, πέφτοντας από το παράθυρο ενός κτιρίου στη Νέα Υόρκη, οπότε το νήμα της ζωής της κόπηκε μόλις στα 22 της χρόνια.
Μέχρι την αυτοκτονία της οι φωτογραφίες της είχαν εκτεθεί ελάχιστα στο ευρύ κοινό, ενώ ένα βιβλίο το οποίο δούλευε δεν είχε δημοσιευτεί και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην κηδεία της. Τράβηξε περίπου 10.000 καρέ, τα οποία μετά την αυτοκτονία της πέρασαν στην κατοχή των γονιών της. Από αυτά τα αρνητικά εκτύπωσε περίπου 800 φωτογραφίες, εκ των οποίων μέχρι το 2006 μόλις οι 120 είχαν παρουσιαστεί σε εκθέσεις. Οι περισσότερες φωτογραφίες της έχουν διαστάσεις 20 επί 25 εκατοστά ή λιγότερο. Στην πλειοψηφία τους δεν έχουν τίτλο, αλλά προσδιορίζονται από την τοποθεσία και μια ημερομηνία.
Οι γονείς της ανέλαβαν την παρουσίαση του έργου της, συστήνοντας ένα ίδρυμα στο όνομά της, και η μετά θάνατον επιτυχία της οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αφοσίωσή τους στο έργο της. Τα χρόνια που ακολούθησαν, φωτογράφοι, κριτικοί τέχνης και το κοινό ανακάλυψαν μια φωτογράφο της οποίας η δουλειά αποτελεί αίνιγμα και προσπάθησαν να ξεκλειδώσουν το έργο της μέσω του τραγικού και πρόωρου τέλους της ζωής της. Σήμερα τα έργα της εκτίθενται στα μεγαλύτερα μουσεία διεθνώς και το έργο της, αναπόσπαστα συνδεδεμένο με μια τραγική ζωή στη διάρκεια της οποίας δεν πρόλαβε να αναγνωριστεί, έχει κερδίσει ένα φανατικό κοινό. Οι κριτικοί την εντάσσουν στη μεγάλη παράδοση του γυναικείου αυτοπορτρέτου στη φωτογραφία.
Με στοιχεία από UPI, woodmanfoundation.org, Woodman Family Foundation