Η οργάνωση «Ομάδα Λαϊκών Αγωνιστών» ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση στις 30 Δεκεμβρίου, στο σπίτι του γερμανού πρεσβευτή στο Χαλάνδρι. Πρόκειται για την οργάνωση που είχε χτυπήσει με ρουκέτα και τα κεντρικά γραφεία της Ν.Δ. στη Συγγρού.
Η προκήρυξη που αποτελείται από 20 σελίδες στάλθηκε στο «Ποντίκι».
Στο κείμενο εξαπολύεται επίθεση κατά του καπιταλιστικού συστήματος και γίνεται λόγος για «επαναστατικό πρόταγμα», το οποίο τροφοδοτείται από τις συνέπειες της κρίσης. Επίσης απευθύνεται κάλεσμα σε ένοπλες επιθέσεις, με την "ευκαιρία" της ανάληψης της προεδρία της Ε.Ε. από την Ελλάδα.
Αναλυτικά ολόκληρο το κείμενο όπως δημοσιεύεται στο "Ποντίκι" (Η εφημερίδα σημειώνει ότι οι μεσότιτλοι και τα μότο μπήκαν από εκείνη για να γίνει λιγότερο δυσχερής η ανάγνωση του κειμένου:
«Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κυριολεκτικά τη δυνατότητα επιβίωσής μου που στηριζόταν σε μια αξιοπρεπή σύνταξη που επί 35 χρόνια εγώ μόνον (χωρίς ενίσχυση κράτους) πλήρωνα γι’' αυτήν. Επειδή έχω μια ηλικία που δεν μου δίνει την ατομική δυνατότητα δυναμικής αντίδρασης (χωρίς βέβαια να αποκλείω αν ένας Έλληνας έπαιρνε τα καλάσνικωφ ο δεύτερος να ήμουν εγώ), δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω τα σκουπίδια για τη διατροφή μου. Πιστεύω πως οι νέοι χωρίς μέλλον κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στη πλατεία Συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους εθνικούς προδότες, όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στον Μουσολίνι (πιάτσα Πορέτο, Μιλάνο)».
Αυτά τα λόγια άφησε ως κληρονομιά στον Ελληνικό λαό ο Δημήτρης Χριστούλας πριν αυτοκτονήσει στη πλατεία Συντάγματος τον Απρίλιο του 2012. Τα λόγια αυτά αποτελούν ήδη ένα σημείο αναφοράς της σύγχρονης ιστορίας και είναι βέβαιο πως οι επόμενες γενιές θα ανατρέχουν σ’ αυτά για να καταδείξουν την ντροπή και την οργή της Ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια των μνημονίων. Ο Δημήτρης Χριστούλας έκανε την επιλογή να δώσει ένα τραγικό τέλος στη ζωή του προκειμένου να μη ζήσει μια τραγική ζωή. Όμως η πράξη του αυτή δεν ήταν εξατομικευμένη, δεν αφορούσε μόνο τον ίδιο και τα αδιέξοδά του. Η πολιτική αυτοχειρία του Δημήτρη Χριστούλα ήταν η έσχατη κραυγή μιας ολόκληρης κοινωνίας που φυτοζωεί. Ήταν το έσχατο κάλεσμα ενός συνανθρώπου μας να αγωνιστούμε ενάντια σε έναν ηθικό, οικονομικό και πολιτισμικό θάνατο που μας περιμένει. Στη μνήμη λοιπόν αυτού του ανθρώπου που έδωσε τη ζωή του για να αφυπνιστούμε και να αγωνιστούμε ώστε να μην χαθούν κι άλλες ζωές αφιερώνουμε την ένοπλη επίθεσή μας κατά της οικίας του Γερμανού πρέσβη Βόλφγκανγκ Ντολτ στο Χαλάνδρι.
Επίσης, στο πλαίσιο εκστρατείας εναντίον της Γερμανικής καπιταλιστικής μηχανής, επιλέξαμε να βάλουμε με εκτοξευτήρα ρουκετών κατά των κτηριακών εγκαταστάσεων της Mercedes - Benz που βρίσκονται στη περιοχή της Βαρυμπόμπης. Την Κυριακή 12-01-14 και ώρα περίπου 23.00 καταφέραμε να προσεγγίσουμε το στόχο χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί κι αυτή τη φορά προσπαθήσαμε να μην έχουμε μια επανάληψη της περσινής ατυχίας έξω απ' τα γραφεία της Ν.Δ. παρά το γεγονός ότι πλησιάσαμε αυτό το ενδεχόμενο. Και αυτό γιατί και η πρώτη απόπειρα εκτόξευσης ρουκέτας κατά των γραφείων της Mercedes απέτυχε και πάλι λόγω αστοχίας υλικού, όμως αυτή τη φορά επιστρατεύθηκε και η δεύτερη ρουκέτα που φέραμε μαζί μας και η οποία τελικά πυροδοτήθηκε κανονικά και διέγραψε την προσχεδιασμένη διαδρομή. Το γεγονός ότι ακόμα κι όταν γράφεται αυτό το κείμενο η επίθεσή μας αυτή δεν έχει γίνει – με οποιονδήποτε τρόπο – γνωστή στις διωκτικές αρχές και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας οδηγεί στα εξής συμπεράσματα: είτε έχει γίνει μια άθλια απόπειρα συγκάλυψης της ενέργειας (η οποία θα διαφανεί τις επόμενες μέρες μετά τη δημοσίευση της προκήρυξης) είτε λόγω δικής μας λανθασμένης επιλογής σημείου βολής (πιθανόν μακριά απ’ το στόχο) η ρουκέτα δεν διένυσε την επιθυμητή απόσταση και βρίσκεται περιμετρικά των εγκαταστάσεων της Mercedes - Benz.
Οι ενέργειές μας μπορεί να εκπονήθηκαν επιχειρησιακά από μερικούς συντρόφους, όμως είμαστε σίγουροι ότι τη στιγμή των επιθέσεων είχαμε στο πλευρό μας το σύνολο του χειμαζόμενου Ελληνικού λαού. Τη στιγμή που γαζώναμε την υπερπολυτελή βίλα του Γερμανού πρέσβη είχαμε νοητά στο πλάι μας τους χιλιάδες που στήνονται στις ουρές των συσσιτίων για ένα πιάτο φαΐ, τους χιλιάδες που ρημάζουν στα παγκάκια και τα χαρτόκουτα, τους γονείς που δεν μπορούν να θρέψουν τα παιδιά τους, τους άνεργους, τους εργαζόμενους των 400 ευρώ, τους νέους δίχως μέλλον. Οι ένοπλες επιθέσεις μας ήταν ενέργειες απόλυτα συγχρονισμένες με το πολιτικό διακύβευμα της εποχής μας, που δεν αφορά τίποτα άλλο παρά το δικό μας πόλεμο ενάντια στον πόλεμο που μας έχουν κηρύξει οι ελίτ, ήταν μια εκδξ (σ.σ. :;;;) απόλυτα ταυτισμένη με το λαϊκό αίσθημα δικαίου. Ένα αίσθημα που υπαγόρευε να πάρουν πίσω λίγη απ’ τη βία δύο απ’ τους πλέον εξέχοντες τυράννους της διεθνούς καπιταλιστικής κυριαρχίας στη χώρα μας. Ένα αίσθημα που υπαγόρευε να κάνουμε αυτά τα καθάρματα να νιώσουν, έστω και λίγο, πώς είναι να ζεις στην ανασφάλεια και στο φόβο.
Ήταν τελικά η ικανοποίηση της πλειονότητας του Ελληνικού λαού στο άκουσμα της επίθεσης εναντίον του Γερμανού πρέσβη, ήταν η αναθάρρηση και η αισιοδοξία που έκαναν τελικά αυτήν την επίθεση έργο όχι δικό μας, αλλά όλων των καταπιεσμένων. Έργο αυτού του ταπεινωμένου και εξαθλιωμένου λαού, που πρέπει να θυμηθεί ότι μόνο μέσα απ’ τη δυναμική αντίσταση και τον αγώνα υπάρχει ελπίδα να κερδίσει τη ζωή και τη λευτεριά του. Γι’ αυτό δεν πρέπει να παραιτηθεί, να φοβηθεί και να υποταχθεί στη βία και στους εκβιασμούς της σύγχρονης καπιταλιστικής δικτατορίας, αλλά να βρει το κουράγιο και το θάρρος για να αντισταθεί. Όσοι λαοί στην ιστορία επέλεξαν να μη ζήσουν σαν σκλάβοι αλλά να σταθούν στα πόδια τους και ανακτήσουν την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό προχώρησαν συλλογικά στα δύσκολα μονοπάτια του αγώνα. Δεν υπήρξε άλλος δρόμος, δεν υπάρχει αλλού η ελπίδα. Ποτέ και πουθενά οι λαοί δεν κατάφεραν να διώξουν τους τυράννους τους χωρίς σκληρούς αιματηρούς αγώνες. Οι γενικευμένες αντιστάσεις και οι επαναστάσεις ήταν αυτές και μόνο αυτές που γύρισαν τις σελίδες της ιστορίας όταν οι αφέντες αυτού του κόσμου βύθιζαν την ανθρωπότητα στο φαύλο κύκλο της βίας και της βαρβαρότητας.
Η Ελλάδα, που αυτή τη στιγμή διανύει άλλον ένα ιστορικό κύκλο βαρβαρότητας, βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής τόσο γιατί στην οικονομία της εφαρμόζονται πιλοτικά - πειραματικά προγράμματα ώστε να διασωθεί και να αναδιαμορφωθεί το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κυρίως προς όφελος της Γερμανίας, όσο και γιατί ο Ελληνικός λαός και κυρίως η νεολαία του έχει μια πλούσια εμπειρία από αγώνες, αντιστάσεις και εξεγέρσεις. Η προσοχή λοιπόν είναι στραμμένη προς τα εδώ τόσο απ’ τις ελίτ, οι οποίες αναμένουν αποτελέσματα κυρίως μέσω της φτωχοποίησης του Ελληνικού λαού, για να πάρει πάλι μπρος η καπιταλιστική μηχανή, όσο και απ’ τους υπόλοιπους δοκιμαζόμενους λαούς, οι οποίοι ελπίζουν ότι απ’ την Ελλάδα θα ξεκινήσει η σπίθα που θα φουντώσει τις αντιστάσεις σε όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο. Μπροστά λοιπόν στην απαίτηση της εποχής να ανακόψουμε την κοινωνική καταστροφή που επιβάλλουν οι ελίτ και ταυτόχρονα να υψώσουμε τη σημαία της αντίστασης και της ελπίδας προς τους λαούς της Ευρώπης θεωρούμε ως προϋπόθεση τη σύνθεση θέσεων μάχης που θα συγκλίνουν προς μια επαναστατική προοπτική, που θα θέσουν δηλαδή την κοινωνική επανάσταση ως τη μόνη απάντηση των λαών απέναντι στην κρίση.
Όμως, πριν κάποιοι μιλήσουν για το ανέφικτο των επαναστάσεων σήμερα, εμείς τους καλούμε να κοιτάξουν καλύτερα γύρω τους και να αντιληφθούν το χρέος μας πρώτα ως άνθρωποι και ύστερα ως αγωνιστές απέναντι στον όλεθρο που μας περιβάλλει. Χρέος μας, χρέος όλων των κοινωνικών αγωνιστών που έζησαν σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες, όπως η σημερινή, ήταν και είναι να καταγράφουν τους ταξικούς συσχετισμούς, να αφουγκράζονται την κοινωνική δυσαρέσκεια, να υποδαυλίζουν το ξέσπασμα της εξέγερσης και, όταν αυτή συμβεί, να την καθοδηγούν, όντας έτοιμοι γι’ αυτήν, σε μια ολομέτωπη σύγκρουση με το καθεστώς, σε μια επαναστατική κατάσταση. Σήμερα, λοιπόν, η άσκηση πολιτικής προς μια επαναστατική κατεύθυνση δεν είναι απεραντολογία ούτε αυταπάτη, είναι καθήκον. Είναι η μόνη ρεαλιστική απάντηση των λαών απέναντι στην ταπείνωση και τη αέναη φτώχεια που επιβάλλει η κρίση.
Η κοινωνική επανάσταση είναι ο δικός μας μονόδρομος γιατί ο σημερινός χαρακτήρας της κρίσης δεν αφορά τις επιμέρους λειτουργίες του κεφαλαίου αλλά την ίδια την ικανότητα να αναπαραχθεί στο σύνολό του. Αυτό σημαίνει ότι οι επιλογές των ελίτ για τη διαχείριση της κρίσης είναι ζωτικού χαρακτήρα για τον ίδιο τον καπιταλισμό και τους όρους της διαιώνισής του. Με άλλα λόγια δηλαδή η ακραία πτώση του βιοτικού επιπέδου των λαών και τα νομοθετήματα - σοκ που εφαρμόζονται τόσο στην Ελλάδα με τη μορφή μνημονίων τόσο και στις υπόλοιπες χώρες με τη μορφή λιτότητας, ακραίας υποτίμησης της εργασίας και εξορίας των λαϊκών στρωμάτων απ’ τα βασικά κοινωνικά αγαθά της υγείας και της παιδείας είναι μερικά απ’ τα μέτρα - μονόδρομος για την επιβίωση και επανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Είναι λοιπόν, η δικιά μας εξαθλίωση και φτώχεια η οποία δίνει ανάσα ζωής στον καπιταλισμό. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που οι κυβερνήσεις, ως πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου, δεν θέλουν και δεν μπορούν να οπισθοχωρήσουν απέναντι στις κοινωνικές διεκδικήσεις. Γι’ αυτό και όσο χρήσιμοι και απαραίτητοι κι αν είναι οι αιτηματικοί - ενδιάμεσοι αγώνες για την ώσμωση των εκμεταλλευόμενων, στη σημερινή συγκυρία έχουν φανεί ξεκάθαρα ανίκανοι να αντέξουν την αδιαλλαξία της εκάστοτε κυβέρνησης. Γι’ αυτό και οι κοινωνικοί και ταξικοί αγώνες ηττήθηκαν, γι’ αυτό και το πετσόκομμα των μισθών και συντάξεων, τα εκατομμύρια των ανέργων, το κλείσιμο των σχολειών και των νοσοκομείων, γι’ αυτό και η διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων και κεκτημένων. Η ταξική σύγκρουση έχει φτάσει σ’ ένα οριακό σημείο απ’ τη στιγμή που τίθεται ζήτημα επιβίωσης και απ’ τις δυο ιστορικά αντιμαχόμενες πλευρές. Απ’ τη μια η επιβίωση του καπιταλισμού και απ’ την άλλη η επιβίωση των λαών. Ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη ζωτικής σημασίας σύγκρουση που διεξάγεται στην εποχή μας, με ξεκάθαρη κατίσχυση των συμφερόντων του κεφαλαίου έναντι των δικών μας, εν είδει έλλειψης ενός επαναστατικού κινήματος, είναι που το πρόταγμα της οργάνωσης για την επαναστατική προοπτική παύει να είναι ιδεαλισμός και γίνεται καθήκον, το μοναδικό όπλο για την επιβίωση μας.
Το «επαναστατικό πρόταγμα»
Το επαναστατικό πρόταγμα σήμερα κερδίζει έδαφος και επιχειρήματα πρώτα απ' όλα απ’ τα ίδια τα δεινά που επιφέρει ο κλυδωνισμός του καπιταλιστικού συστήματος. Η κρίση που παρουσιάζεται σήμερα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού κάνει πρόδηλες όχι μόνο τις ενδογενείς αντιθέσεις του ίδιου του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής, αλλά κυρίως τις συνέπειές του σε πλανητική κλίμακα πια. Η αδυναμία αναπαραγωγής του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου που έχει ξεχειλώσει κάθε επενδυτικό όριο πάνω στον πλανήτη σημαίνει μια απαραίτητη καταστροφή μέρους αυτών των επισφαλών κεφαλαίων, που με τη σειρά της σημαίνει περαιτέρω φτωχοποίηση των λαών, χρεοκοπίες χωρών, ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των κρατών για μεγαλύτερο μερίδιο στη υπό διαμόρφωση νέα αγορά, σημαίνει τελικά πόλεμο.
Όμως, ακόμα κι αν οι ίδιες οι συνέπειες της κρίσης τροφοδοτούν το επαναστατικό πρόταγμα με επιχειρήματα υπέρ της κοινωνικής αναγκαιότητας για ανατροπή, αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό. Οι ιδεολογικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί, η απορρόφηση των κοινωνικών αντιστάσεων απ’ τη συστημική ή ρεφορμιστική εξωκοινοβουλευτική αριστερά, η ανάπτυξη των αντιδραστικών δυνάμεων της αντεπανάστασης όπως τα νεοφασιστικά μορφώματα είναι μερικοί απ’ τους μηχανισμούς που οχυρώνουν το καθεστώς μέχρι να βρει τον απαραίτητο χρόνο για να ανασυγκροτηθεί. Όμως, πέρα και πριν απ’ όλους αυτούς τους μηχανισμούς που κάθε επανάσταση συνάντησε ως εμπόδιο μπροστά της, υπάρχει σήμερα η αδυναμία έκφρασης ενός επαναστατικού προτάγματος, αδυναμία που ταλανίζει το σύνολο του επαναστατικού κινήματος. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η κοινωνική επανάσταση δεν είναι μια ακαριαία πράξη. Αντίθετα είναι μια πολύπλοκη και επίπονη διαδικασία που χρειάζεται να καταφέρει πολλές μικρές νίκες μέχρι να εξαπλωθεί, ώστε να δώσει την οριστική μάχη και να επικρατήσει.
Θεωρούμε, λοιπόν, πως ένα επαναστατικό πρόταγμα χωρίς ενδιάμεσους απτούς στόχους είναι δύσκολο να υιοθετηθεί απ’ το σύνολο των ριζοσπαστικών δυνάμεων και της κοινωνίας αφού από μόνο του ένα στείρο πρόταγμα χωρίς στάδια, χωρίς επί μέρους αγώνες και νίκες, αποτελεί μια κενή, αόριστη συνθηματολογία. Άλλωστε η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι οι επαναστάσεις που ξεκίνησαν απ’ τους λαούς, τους φυσικούς δηλαδή φορείς των ιστορικών αλλαγών, δεν ξεκίνησαν στο όνομα της ιδεολογίας αλλά ως συλλογική ανάγκη να περιφρουρηθούν τα κοινωνικά - ταξικά συμφέροντα έναντι του εκάστοτε εχθρού. Η Παρισινή κομμούνα, ο Ρώσικος Οκτώβρης, η Κούβα, η αντίσταση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, που αποτελούν μερικά απ’ τα πιο λαμπρά στιγμιότυπα της ανθρωπότητας, δεν ξεκίνησαν ως μέτωπα μεταξύ ιδεολογικών στρατοπέδων, αλλά ως γενικευμένη λαϊκή αντίσταση στον πόλεμο, στη φτώχεια, στη δικτατορία, στην κατοχή. Μέσα σ’ αυτά τα δίκαια λαϊκά αιτήματα και την ώσμωση που επέφεραν ανάμεσα στο λαό και στους επαναστάτες, κατάφεραν οι πρωτοπορίες να δείξουν το δρόμο (άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι) προς τη συνολική ρήξη με τη καθεστηκυία τάξη της εκάστοτε εποχής, να δείξουν το δρόμο προς την κοινωνική επανάσταση. Έτσι και σήμερα το ουσιαστικό επίδικο της κοινωνικής επανάστασης δεν πρέπει να οριοθετείται σ’ έναν αόριστο αντικαπιταλιστικό λόγο, αλλά να σχηματοποιεί συγκεκριμένους, άμεσους στόχους που να συμπυκνώνουν την κριτική μας στον καπιταλισμό ως απόλυτο ένοχο των κοινωνικών δεινών και ταυτόχρονα να συγκεντρώνουν τη γενικευμένη λαϊκή οργή. Οι ένοπλες επιθέσεις μας (πρέπει να) εδράζονται ακριβώς σ’ αυτού του είδους άσκηση επαναστατικής πολιτικής.
«Συνολική ρήξη»
Προερχόμενοι απ’ τη μαρξιστική ανάλυση του καπιταλισμού και της κρίσης, όπως την περιγράψαμε στο πρώτο μας κείμενο, γνωρίζουμε ότι είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός σαν σύστημα που έχει επιφέρει τη σημερινή κοινωνική τραγωδία. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως τα μνημόνια, οι ιμπεριαλιστικοί σχηματισμοί και τα νομίσματά τους δεν είναι τα απόλυτα σημεία που θα καθορίσουν την έκβαση της ταξικής πάλης προς την επανάσταση. Καπιταλιστική βαρβαρότητα υπάρχει και χωρίς μνημόνια, χωρίς ευρώ, χωρίς Ε.Ε. Όμως, οι παραπάνω μηχανισμοί αποτελούν τα ιδιαίτερα σημεία αναφοράς πάνω στα οποία σχηματοποιούνται οι σύγχρονοι ταξικοί συσχετισμοί.
Η υιοθέτηση λοιπόν σ’ ένα επαναστατικό πρόταγμα των τακτικών στόχων της εξόδου της Ελλάδας απ’ το ευρώ, την Ε.Ε. και τα μνημόνια δεν πρέπει να αποτελεί μια ρεφορμιστική πολιτική που υπονοεί την επιστροφή στην προηγούμενη φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης. Κάτι τέτοιο ισχύει για τη συστημική αριστερά που εκφράζει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και για τις λοιπές «αντιμνημονιακές» δυνάμεις που αγγίζουν μέχρι και την ακροδεξιά. Η αντιμνημονιακή και αντιευρωπαϊκή πολιτική ή θα είναι ταξική - αντικαπιταλιστική ή δεν θα είναι τίποτα. Για εμάς λοιπόν η υιοθέτηση αυτών των αιτημάτων αποτελεί την προϋπόθεση για τη συγκρότηση ενός δυναμικού λαϊκού ταξικού μετώπου, οπού κατά τη διάρκεια της εξέλιξής του τα πρωτοπόρα τμήματά του θα το οδηγήσουν απ’ το μερικό στο γενικό, στον αγώνα δηλαδή για την κοινωνική επανάσταση. Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος μιας επαναστατικής πρωτοπορίας. Να στοχοποιεί και να αποσταθεροποιεί τα σχέδια του εχθρού για κοινωνική λεηλασία και να μπολιάζει τα δίκαια λαϊκά αιτήματα μ’ αυτό της επανάστασης.
Σ’ αυτά τα πλαίσια, της αναγκαιότητας δημιουργίας ενός λαϊκού - επαναστατικού μετώπου και στο πνεύμα του αντιμπεριαλιστικού αγώνα που πρέπει να δώσει ο Ελληνικός λαός ενάντια στο ευρώ, στην Ε.Ε. και στα μνημόνια ήταν και οι ένοπλες επιθέσεις μας. Οι ενέργειες πραγματοποιήθηκαν σκόπιμα πάνω στην έναρξη της Ελληνικής προεδρίας, ώστε να σηματοδοτήσουν το έναυσμα για γενικευμένη λαϊκή έκφραση αντίστασης. Για την έκφραση και την προώθηση μιας γενικευμένης άρνησης του Ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, και δη του Γερμανικού, για να δώσει δηλαδή ο λαός το αγωνιστικό του στίγμα επισκιάζοντας την εξάμηνη προεδρία της χώρας. Τα επιπλέον φώτα της δημοσιότητας, τα οποία είναι στραμμένα στην Ελλάδα λόγω της προεδρίας, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για το λαό να ξαναβγεί στο προσκήνιο ως ο απόλυτος ρυθμιστικός παράγοντας των εξελίξεων, να διεκδικήσει μαζικά την έξοδο απ’ την Ευρώπη των αρπακτικών και να μεταδώσει το εναρκτήριο μήνυμα αντίστασης και στους υπόλοιπους χειμαζόμενους λαούς της Ευρώπης. Είναι εδώ, σήμερα, τώρα που πρέπει να συσπειρωθούν οι ριζοσπαστικές δυνάμεις και να συστρατευθούν κάτω από ένα αντικαπιταλιστικό - αντιμπεριαλιστικό πρόγραμμα μάχης που θα εντάξει στις δικές του γραμμές την ήδη υπάρχουσα κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στην ντόπια και ξένη ελίτ που κατασπαράζει τη χώρα.
Τα σαπισμένα και διεφθαρμένα πολιτικά κόμματα εξουσίας, τα πλήρως αποτυχημένα μνημόνια της υποταγής και η απόλυτη αποτυχία της Ε.Ε., η οποία υποτίθεται θα εξασφάλιζε στο διηνεκές την ασφάλεια και την ευημερία των λαών, αποτελούν πλέον κοινή πεποίθηση μέσα στην κοινωνία. Αυτή την πεποίθηση πρέπει να αφουγκραστούν οι επαναστάτες για να μην απορροφηθεί απ’ την προδοτική - ρεφορμιστική αριστερά ή ακόμα κι απ’ τους νεοφασίστες. Ειδικότερα οι τελευταίοι ασκούν κριτική στην Ε.Ε., όχι στο όνομα των λαών, αλλά στο όνομα τμημάτων της αστικής τάξης των οποίων τα συμφέροντα πλέον πλήττονται λόγω της κρίσης εντός του Ευρωπαϊκού χώρου. Οι νεοφασίστες συστρατεύονται στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό μεταξύ κρατών και όχι στον αγώνα των λαών. Είναι λοιπόν η στιγμή, καθώς η κρίση αποσταθεροποιεί όχι μόνο την οικονομία, αλλά και τις κοινωνικές σταθερές για την πίστη απέναντι στο σύνολο των θεσμών, οι ριζοσπαστικές δυνάμεις να μετατρέψουν την ακατέργαστη κοινωνική οργή σε συνολική ρήξη με τον καπιταλισμό και τους φυσικούς εκπροσώπους του. Αυτό είναι το ιστορικό μας χρέος, αυτό είναι και το πολιτικό μας καθήκον.
Κατά Ε.Ε. και Μάαστριχτ
Ο αγώνας ενάντια στην Ευρωπαϊκή ένωση είναι αγώνας ενάντια στην ιμπεριαλιστική δικτατορία του κεφαλαίου. Η Ε.Ε. δεν ιδρύθηκε ως μια σύμπραξη αλληλέγγυων χωρών, αλλά ως ένας ιμπεριαλιστικός μηχανισμός εξυπηρέτησης των Ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση, που ξεκίνησε να εφαρμόζεται από το 1951 (Ευρωπαϊκή κοινότητα άνθρακα και χάλυβα) και κυρίως απ' το 1957 (συνθήκη της Ρώμης), ήταν η επιλογή για την ισχυροποίηση της θέσης του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για τον καταμερισμό των αγορών. Στα 35 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την τελική ενοποίηση των Ευρωπαϊκών αγορών (συνθήκη του Μάαστριχτ, 1992) η οικονομική πολιτική που ακολουθούσαν τα κράτη ήταν βασισμένη πάνω στο δόγμα του Άγγλου οικονομολόγου Τζων Κέινς, που ορμώμενος απ’ το κραχ του 1929 μιλούσε για αναδιανομή του πλούτου και τόνωση της αγοράς ως συνταγή εξόδου απ’ τις κρίσεις, εδραίωση του κράτους πρόνοιας και ρύθμιση της παραγωγής μέσω κρατικών ελέγχων.
Η πολιτική αυτή, που υιοθετήθηκε απ’ το σύνολο των κρατών μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, έφτασε σε τέλμα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Οι δυο πετρελαϊκές κρίσεις, η ανάπτυξη των πολυεθνικών και η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου που πλέον ασφυκτιούσε στα στενά όρια των εθνικών οικονομιών έφεραν στο παγκόσμιο προσκήνιο την αναγκαιότητα των ελίτ για μια ολική μεταστροφή στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Συγκεκριμένα στην Ευρώπη οι εξελίξεις αυτές ανέκοψαν τους ρυθμούς ανάπτυξης, ενίσχυσαν την ανεργία και τον στασιμοπληθωρισμό ενώ ταυτόχρονα έθεσαν το κομβικό ζήτημα για το δυτικοευρωπαϊκό κεφάλαιο όσο αναφορά τη μείωση της ισχύος του απέναντι στους κύριους ανταγωνιστές του, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Η απάντηση των ελίτ απέναντι σ’ αυτά τα δεδομένα ήταν η υιοθέτηση, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, των αρχών της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, καθώς ήταν ορατός ο κίνδυνος ξεσπάσματος μιας κρίσης αντίστοιχης με τη σημερινή.
Ο νεοφιλελευθερισμός, αντίθετα με την αφήγηση της συστημικής αριστεράς, δεν εφαρμόστηκε κάτω απ’ την πίεση κάποιων κύκλων της οικονομικής ελίτ, αλλά σαν απαραίτητη συνταγή για την εξομάλυνση και την επανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ήταν λοιπόν η εν γένει τάση - ανάγκη του κεφαλαίου για επέκταση, που δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει ο κεϊνσιανισμός, αυτή που έκανε επίκαιρο το νεοφιλελευθερισμό ώστε αρχικά να απελευθερώσει τα λιμνάζοντα κεφάλαια, καταργώντας τα εθνικά σύνορα που τα εγκλώβιζαν, μετατρέποντας ουσιαστικά τον πλανήτη σ’ ένα απέραντο πεδίο επενδύσεων και κερδοφορίας. Ταυτόχρονα, μέσω της συμπίεσης των μισθών στο εσωτερικό των καπιταλιστικών μητροπόλεων, ο νεοφιλελευθερισμός ήταν αυτός που θα ισχυροποιούσε ξανά τις οικονομίες (κυρίως τις εξαγωγές, αφού οι χαμηλοί μισθοί κρατούσαν σταθερές τις τιμές των εξαγόμενων προϊόντων), των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών κρατών απέναντι στον οξυμένο ανταγωνισμό των ελεύθερων πια αγορών.
Ήταν λοιπόν μέσα σ’ εκείνο το ιστορικό πλαίσιο, με τις νέες επιταγές της οικονομίας να απελευθερώνουν το κεφάλαιο από κάθε έλεγχο, που ο Ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός έπρεπε να επιταχύνει τις διαδικασίες ολοκλήρωσής του. Έτσι, στο Ευρωπαϊκό συμβούλιο του Φοντενεμπλό το 1984 επικυρώθηκε η οριστική συμφωνία μεταξύ των Ευρωπαϊκών κρατών για άσκηση νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ενώ τρία χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1987, με την Ενιαία Πράξη Αγοράς ήρθε ακόμα πιο κοντά το άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών για την ελεύθερη διακίνηση προϊόντων, κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού, των λεγόμενων δηλαδή τεσσάρων ελευθεριών. Ταυτόχρονα τέθηκαν οι βάσεις για τη συρρίκνωση των αρμοδιοτήτων των εθνικών κοινοβουλίων καθώς το δικαίωμα του βέτο ενός κράτους αντικαταστάθηκε απ’ την «αρχή αποφάσεων κατά πλειοψηφία» που θα επικύρωνε αποφάσεις απ’ ευθείας απ' το Ευρωπαϊκό συμβούλιο υπουργών.
Η τελική συμφωνία πάνω στην οποία σχεδιάστηκε το οριστικό άνοιγμα των αγορών της Ευρώπης και η υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος έγινε στο Μάαστριχτ με τη γνωστή συνθήκη του, το 1992. Ουσιαστικά με τη συνθήκη του Μάαστριχτ τα Ευρωπαϊκά μονοπώλια περνούν σε μια νέα φάση επεκτατικής ανάπτυξης ενώ οι λαοί μετατρέπονται σε μια απρόσωπη μάζα υποτιμημένων εργατών και καταναλωτών. Με τη συνθήκη αυτή οι Ευρωπαϊκές χώρες, και δη οι πιο υποανάπτυκτες, υπογράφουν μέσω των προδοτικών τους κυβερνήσεων την εσαεί εξάρτηση των λαών τους απ’ τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης και κυρίως τη Γερμανία. Αυτό έγινε εξ αρχής ξεκάθαρο αφού για τις τεράστιες αποκλίσεις ανάμεσα στις οικονομίες των κρατών του Ευρωπαϊκού νότου και αυτών του βορρά όχι μόνο δεν θεσμοθετήθηκαν τρόποι για να συρρικνωθούν, αλλά αντίθετα αποτέλεσαν την προϋπόθεση για την εξασφάλιση της κυριαρχίας των οικονομικά ισχυρών κρατών.
Έτσι η ηγέτιδα Γερμανία καθόρισε την κατάταξη των κρατών εντός της τότε Ε.Ε. και τον βαθμό εξάρτησής τους από την ίδια, αφού, όχι μόνο αντιστάθηκε σθεναρά σε οποιαδήποτε απόπειρα κοινοτικής στήριξης των οικονομιών του νότου, αλλά επέβαλε μια άκρως αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή πάνω στους κανόνες του Μάαστριχτ (3% έλλειμμα, 3% πληθωρισμός, 60% του ΑΕΠ σε χρέος), κανόνες που έτσι κι αλλιώς η ίδια είχε θεσμοθετήσει. Με αυτό τον τρόπο οι καθυστερημένες οικονομικά χώρες του νότου με την ισχνή η ακόμα και ανύπαρκτη βιομηχανία τους έγιναν έρμαια των δημοσιονομικών εκτροχιασμών τους, άρα και εξαρτημένες απ’ τα δάνεια που προέρχονταν απ’ τα πλεονάσματα του βορρά. Τα δάνεια αυτά λειτούργησαν ενισχυτικά προς μια αναιμική ανάπτυξη και προς μια ονομαστική αλλά όχι πραγματική σύγκλιση στους κανόνες του Μάαστριχτ, αλλά κυρίως λειτούργησαν ενισχυτικά στις εξαγωγές του βορρά, αφού μέσω αυτών των δανείων αυξήθηκε η καταναλωτική δυναμική, άρα και η απορρόφηση κυρίως των Γερμανικών προϊόντων απ’ το νότο. Ο ιμπεριαλιστικός σχηματισμός της Ε.Ε. δεν είναι λοιπόν ένας απόλυτα ενιαίος φορέας άσκησης επεκτατικής πολιτικής, αλλά είναι ένας σχηματισμός που βρίθει στο εσωτερικό του απ’ τις ενδογενείς αντιθέσεις λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης των κρατών μελών του.
«Εργαλείο ελέγχου το ευρώ»
Αυτή η ανισόμετρη ανάπτυξη καθιστά την Ευρώπη ένα μηχανισμό δυο ταχυτήτων αφού στο εσωτερικό της συνυπάρχουν μη αρμονικά δυο άνισες δυνάμεις, αυτή του κέντρου των ισχυρών οικονομιών, με ναυαρχίδα τη Γερμανία, και αυτή της περιφέρειας των πιο αδύναμων και εξαρτημένων κρατών, όπως η Ελλάδα. Οι συνέπειες αυτού του διπολικού χαρακτήρα της Ευρώπης και συγκεκριμένα οι συνέπειες της ένταξης της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό μηχανισμό, πλέον, γίνονται πιο ξεκάθαρες από ποτέ. Σήμερα η κατάρρευση του μύθου της ανάπτυξης και της ευδαιμονίας, που υποτίθεται θα εγγυόταν η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη, είναι η πιο ισχυρή απόδειξη της προπαγανδιστικής απάτης που έστησε η ντόπια ελίτ για να εξαπατήσει τον λαό και να τον αιχμαλωτίσει στο κάτεργο των Ευρωπαϊκών μονοπωλίων. Η ντόπια ελίτ εισχώρησε στην Ε.Ε. όχι για να εξασφαλίσει ευημερία στον λαό, αλλά για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της και να διεκδικήσει το δικό της μερίδιο στην ελεύθερη αγορά. Το εισιτήριο για να εκπληρώσει αυτές της τις βλέψεις ήταν να εξασφαλίσει την απόλυτη υποταγή και την παράδοση της χώρας στις επιταγές του διεθνούς κεφαλαίου.
Σημείο αναφοράς αυτής της προδοσίας ήταν η υιοθέτηση του ευρώ, αφού η χώρα έχασε το πλέον βασικό όπλο άσκησης αυτόνομης οικονομικής πολιτικής, άρα έχασε και την αυτονομία της ως οντότητα. Το κοινό νόμισμα ήταν το καθοριστικό πέρασμα της χώρας στην εξάρτηση απ' τους ισχυρούς της Ευρώπης αφού η Ελληνική οικονομία πριν την ένταξη είχε τη δυνατότητα απέναντι στο φαινόμενο των χαμηλών εξαγωγών και των υψηλών εισαγωγών, λόγω της μη ανταγωνιστικότητας που είχαν τα ακριβά προϊόντα της, να υποτιμήσει το εθνικό νόμισμα που είχε τότε, τη δραχμή. Η υποτίμηση του νομίσματος ήταν ένα εργαλείο για την έμμεση και βραχυπρόθεσμη τόνωση της οικονομίας, αφού από τη μια επέφερε μείωση στους μισθούς, όμως από την άλλη μείωνε τις τιμές των προϊόντων τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και στις εξαγωγές κάνοντάς τα έτσι πιο ανταγωνιστικά.
Όμως, με το άνοιγμα των Ευρωπαϊκών αγορών, που σήμαινε και την ακραία έξαρση του διεθνή ανταγωνισμού, η Ελληνική ελίτ στην αναγκαιότητα να εναρμονιστεί με το νέο περιβάλλον ταύτισε τα συμφέροντά της μ’ εκείνα των ισχυρών δυτικοευρωπαϊκών κρατών προσφέροντας της υπηρεσίες της ως ένας χρήσιμος και υποτελής σύμμαχος. Έτσι η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος επικύρωσε τη πρόθυμη συναίνεση της ντόπιας ελίτ για τη στρατηγική ισχυροποίησης του Γερμανικού κεφαλαίου, αφού το ευρώ αποτελούσε το εργαλείο για τον απόλυτο νομισματικό έλεγχο της Ευρώπης. Μέσω αυτού του ελέγχου η Γερμανία μετέτρεψε την Ελλάδα σε νέου τύπου προτεκτοράτο επιβάλλοντας και επιβλέποντας την οικονομική της πολιτική, αφού οι αποφάσεις για τη διαχείριση του ευρώ παίρνονταν απ’ ευθείας απ’ την ΕΚΤ και όχι από την τράπεζα της Ελλάδας, εξαγοράζοντας μέσω ιδιωτικοποιήσεων τον κοινωνικό της πλούτο και μετατρέποντάς την σε δέσμιο καταναλωτή μέσω των υπέρογκων δανείων για να την ενίσχυση των εξαγωγών της στη χώρα.
Οι θριαμβολογίες λοιπόν τόσο του Καραμανλή με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ όσο και του Σημίτη με την ένταξη στην Ευρωζώνη όχι μόνο αποδεικνύονται φαιδρές, αλλά αποτελούν και ιστορικές προδοσίες εις βάρος του Ελληνικού λαού. Αυτό έγινε σαφές απ’ την αρχή την αρχή της ένταξης της χώρας, οπού φάνηκε ο ξεκάθαρα αντιλαϊκός χαρακτήρας της Ευρώπης των ενιαίων αγορών. Τη δημοσιονομική πειθαρχία που επέβαλε η Γερμανία ήταν δεδομένο ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να την πετύχει, αφού η πλήρης αποβιομηχάνιση, η ανυπαρξία καινοτομιών στο πεδίο της τεχνολογίας και η γενικότερη αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας χάριν της νεοφιλελεύθερης πολιτικής συρρίκνωσε ακόμα περισσότερο την οικονομία εκτροχιάζοντας έτσι τα δημοσιονομικά της. Ταυτόχρονα η συμφωνία του κοινού νομίσματος, αντίθετα με τις εξαγγελίες τις τότε ντόπιας ελίτ, δεν έφερε επενδύσεις στην παραγωγή, με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη συμπίεση των μισθών ως προϋπόθεση για την όποια μείωση του εκτροχιασμού των δημοσιονομικών αλλά και την απόπειρα προσέλκυσης ξένων επενδυτών μέσω της παροχής ενός φτηνού εργατικού δυναμικού. Ήταν δηλαδή η αντιλαϊκή πολιτική αυτή που προσάρμοζε την Ελληνική οικονομία στον «παράδεισο» της καπιταλιστικής Ευρώπης.
Ακόμα, με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρώπη, συμβαίνουν μια σειρά από διαρθρωτικές αλλαγές που επέβαλε η νεοφιλελεύθερη πολιτική της εποχής. Αρχικά, με την είσοδο στην τότε ΕΟΚ μεταλλάσσεται άρδην ο παραγωγικός χαρακτήρας της χώρας με αφετηρία την πλήρη εκμηδένιση της έτσι κι αλλιώς ασθενικής βιομηχανίας της χώρας αφού με το άνοιγμα των αγορών καταργήθηκαν οι δασμοί που ενίσχυαν τη μικρή εγχώρια βιομηχανία. Η αποβιομηχάνιση που συνέβαινε παράλληλα και στα άλλα καπιταλιστικά κέντρα της Ευρώπης είχε την ιδιαιτερότητα για την Ελλάδα ότι, ενώ οι ισχυρές χώρες (Γερμανία, Γαλλία) μετέφεραν προς την Ασία τα εργοστάσιά τους μετατρέποντας μέσω των πολυεθνικών τις μητροπόλεις τους σε διευθυντήρια της παραγωγής, διατηρούσαν ταυτόχρονα παραγωγικές μονάδες και εντός των συνόρων τους ώστε να έχουν μια παραγωγική αυτονομία. Αντίθετα στην Ελλάδα η πλήρης αποβιομηχάνιση σήμαινε από τη μια την πλήρη απώλεια παραγωγικής αυτάρκειας και ταυτόχρονα τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας.
Η απάντηση που δόθηκε τότε ήταν η υπερδιόγκωση του τριτογενή τομέα για να απορροφηθεί το εργατικό δυναμικό που προερχόταν απ’ τα εργοστάσια αλλά και να δημιουργηθεί μια πλατιά κοινωνική συναίνεση μέσω των αθρόων προσλήψεων από την τότε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Όμως, οι προσλήψεις αυτές αλλά και η γενικότερη «φιλολαϊκή» πολιτική του ΠΑΣΟΚ του ’80 αποτέλεσε μια απ’ τις ιστορικότερες απάτες εις βάρος του Ελληνικού λαού αφού η υπερδιόγκωση του δημόσιου τομέα και η ενίσχυση του κράτους πρόνοιας προέρχονταν απ' τα δάνεια των Ευρωπαίων τα οποία ουσιαστικά υποθήκευαν το μέλλον του Ελληνικού λαού. Απ’ τα μέσα λοιπόν της δεκαετίας του ’80 ο τριτογενής τομέας απασχολούσε περίπου το 40% του ενεργού πληθυσμού δημιουργώντας μια πλήρως αντιπαραγωγική οικονομία, ενώ ένα 30% απασχολούσε ο βασικός πυλώνας της τότε Ελληνικής οικονομίας, αυτός της αγροτικής παραγωγής. Όμως, η αντιλαϊκή πολιτική της Ευρώπης ισοπέδωσε κυριολεκτικά και αυτόν τον βασικό πυλώνα της οικονομίας της χώρας προς όφελος των αγροτικών μονοπωλίων του βορρά.
Με την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) ο αγροτικός πληθυσμός υπέστη καθίζηση αφού το 2008 το ποσοστό των αγροτών είχε πέσει στο 8% του ενεργού πληθυσμού σε σχέση με το 30% που ήταν στην αρχή της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ. Επίσης, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το 15% του ΑΕΠ της χώρας προερχόταν από την αγροτική παραγωγή, ενώ το 2008 το ποσοστό αυτό είχε πέσει στο 4%. Συνολικά μέσα σε 40 χρόνια, δηλαδή, από το 1961 μέχρι το 2001 χάθηκε ένας αγροτικός πληθυσμός περίπου 1,5 εκατομμυρίων ανθρώπων. Με την απελευθέρωση των αγορών χάθηκε κάθε έλεγχος και προστασία του φτωχού αγροτικού πληθυσμού, ενώ η ρύθμιση της αγοράς βρέθηκε στα χέρια του διεθνούς ανταγωνισμού, μέσα στον οποίο μπορούσαν να επιβιώσουν αλλά και να υπερκερδοφορήσουν μόνο τα μονοπώλια και τα καρτέλ των πολυεθνικών και των τεραστίων αγροτικών συνεταιρισμών.
Οι τιμές των εγχώριων αγροτικών προϊόντων προφανώς και δεν μπόρεσαν να αντέξουν τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών, οι οποίες μέσω της δυνατότητας να ρίχνουν τις δικές τους τιμές μονοπωλούσαν στις αγορές μετατρέποντας τους φτωχούς αγρότες σε μια εξαρτημένη απ’ τις επιδοτήσεις μάζα. Η καταστροφή της εγχώριας γεωργίας και η παράδοσή της στις ορέξεις των μονοπωλίων και των καρτέλ έγινε ξεκάθαρο απ’ το εξωφρενικό, για μια κατά τα άλλα γόνιμη, αγροτική χώρα, ελλειμματικό αγροτικό ισοζύγιο το οποίο είχε οκταπλασιαστεί απ’ τη στιγμή της ένταξης της χώρας στην Ευρώπη. Απ’ την κατάντια δηλαδή μια χώρα σαν την Ελλάδα να εισάγει περισσότερα αγροτικά προϊόντα απ’ αυτά που εξάγει. Τελικά, το πρόβλημα της διάλυσης της εγχώριας αγροτικής παραγωγής δεν είναι ένα στενά οικονομικό ή συντεχνιακό θέμα, αλλά ένα ζωτικό ζήτημα για την ποιότητα και την ποσότητα της τροφής, εν τέλει δηλαδή για το ίδιο το βιοτικό επίπεδο τoυ λαού.
Ο γερμανικός «δούρειος ίππος»
Το ευρώ αποτέλεσε τον δούρειο ίππο του Γερμανικού ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη αφού ίδια η δημιουργία του κοινού νομίσματος εξυπηρετούσε πρώτα απ’ όλα τον πυρήνα της Γερμανικής οικονομίας, τις εξαγωγές. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 εγκαταλείφθηκε, χάριν της όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού και της κυριαρχίας των ΗΠΑ, η συμφωνία του Bretton Woods, η οποία προέβλεπε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, τα εθνικά νομίσματα άρχισαν να αποκτούν μια κατά το δοκούν «ελαστικότητα» σε σχέση με την τιμή και την ποσότητα της κυκλοφορίας τους ώστε να μπορέσουν τα κράτη να προσαρμοστούν ή να κατισχύσουν έναντι άλλων στο περιβάλλον των πλήρως ελεύθερων αγορών που δημιουργούνταν τότε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Γερμανία, με την πτώση του τείχους και την ενοποίησή της, ισχυροποιείται ακόμα περισσότερο οικονομικά, όμως ταυτόχρονα αντιμετωπίζει πρόβλημα πληθωρισμού λόγω της αυξανόμενης εσωτερικής ζήτησης που επέφερε η προσάρτηση του ανατολικού τμήματός της.
Η αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, που ήρθε ως απάντηση στον εκτροχιασμό του πληθωρισμού, αλλά κυρίως η νομισματική κρίση κερδοσκοπίας απέναντι στα ισχυρά Ευρωπαϊκά νομίσματα (λίρα, λιρέτα, πεσέτα), που είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμησή τους, έκαναν το Γερμανικό μάρκο ένα ακριβό, άρα και αποτρεπτικό για εξαγωγές νόμισμα. Η Γερμανία λοιπόν μπροστά στον κίνδυνο ενός ισχυρού κλυδωνισμού στη καρδιά της οικονομίας της, λόγω του ασταθούς νομισματικού περιβάλλοντος της Ευρώπης, έπρεπε να εξασφαλίσει και ταυτόχρονα να ισχυροποιήσει τη θέση της σαν ηγέτιδα δύναμη μέσω της δημιουργίας ενός νέου νομισματικού συστήματος εξυπηρέτησης των συμφερόντων της. Αυτό το νέο σύστημα έπρεπε να χαλιναγωγήσει τη νομισματική απελευθέρωση που συνέβη μετά την κατάρρευση του Bretton Woods, η οποία έδινε τη δυνατότητα στα κράτη να υποτιμούν τα εθνικά τους νομίσματα και να κάνουν τα προϊόντα τους πιο ανταγωνιστικά. Ακριβώς αυτή τη δυνατότητα ήθελε να καταργήσει η Γερμανία αφού μέσω των υποτιμήσεων τα κράτη έκαναν πιο ακριβές τις εισαγωγές τους, άρα δυνητικά μείωναν την απορρόφηση των Γερμανικών προϊόντων.
Ουσιαστικά, για να ξεπεραστεί το εμπόδιο αυτό, η Γερμανία έπρεπε να επιβάλει στα κράτη την απώλεια άσκησης αυτόνομης νομισματικής πολιτικής, έπρεπε δηλαδή τα κράτη να καταργήσουν τα εθνικά τους νομίσματα και να τα αντικαταστήσουν από ένα ενιαίο, Γερμανοκίνητο νόμισμα. Έτσι η στρατηγική του Γερμανικού ιμπεριαλισμού προέβλεπε, μέσω του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, τη σταδιακή σύγκλιση των νομισμάτων των χωρών της Ευρώπης, σε σχέση με την αξία του λεγόμενου τότε ΕCU. Ουσιαστικά το ECU αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία ρυθμίστηκαν οι αποκλίσεις των εθνικών νομισμάτων ώστε τελικά να επιτευχθεί η μετέπειτα νομισματική ολοκλήρωση με την υιοθέτηση και κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος, του ευρώ. Όμως αυτές οι αποκλίσεις ρυθμίστηκαν με βάση τα συμφέροντα της Γερμανίας αφού η αξία του ECU πάνω στην οποία θα προσαρμόζονταν τα Ευρωπαϊκά νομίσματα προσδιοριζόταν σκανδαλωδώς απ’ την αξία του Γερμανικού μάρκου και μόνο.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι το όραμα του κοινού νομίσματος δεν είχε σε καμία περίπτωση σαν στόχο την αλληλεγγύη και τη συρρίκνωση των αποκλίσεων ανάμεσα στις οικονομίες των χωρών της Ευρώπης, όπως ευαγγελίζονταν οι ελίτ, αλλά αντίθετα στόχος ήταν η επικύρωση της ηγεμονίας του δυτικοευρωπαϊκού κεφαλαίου και κυρίως του Γερμανικού, πάνω στην κερδοφόρα ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά. Άλλωστε στη συνθήκη του Μάαστριχτ, στην οποία συμφωνήθηκε η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, έγινε σαφής ο ρόλος του ευρώ, αφού σκόπιμα όχι μόνο δεν προβλέφθηκε καμία ρύθμιση για την εξόφθαλμη αντίθεση, που υπέσκαπτε τα ίδια τα θεμέλια της Ευρώπης, για το γεγονός δηλαδή ότι ήταν αδιανόητο χώρες με τόσο μεγάλες διαφορές στις οικονομίες τους να έχουν ισότιμη σχέση μέσα στο κοινό νόμισμα, αλλά αντίθετα επιβλήθηκαν και κυρώσεις στις χώρες που δεν θα συμμορφώνονταν με τη δημοσιονομική πολιτική που επέβαλαν οι Γερμανοί.