Την ενοχή του δολοφόνου της Δώρας Ζέμπερη, το 2017 μέσα στο Β’ νεκροταφείο Αθηνών, ζήτησε η εισαγγελέας της έδρας στη δίκη σε δεύτερο βαθμό.
«Η Δώρα Ζέμπερη πρόσφατα είχε χάσει έναν καλό της φίλο, με τον οποίο τη συνέδεαν πολλά, αποφάσισε να επισκεφθεί τον τάφο του. Ακολούθησε μια διαδρομή που ακολουθούσε για μήνες. Έμελλε εκείνο το απόγευμα που τον επισκέφθηκε, να το τελευταίο απόγευμα για τη ζωή της. Ο κατηγορούμενος βρισκόταν ανάμεσα στα μνήματα, της επιτέθηκε. Δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς συνθήκες, αλλά το κίνητρο φαίνεται πως ήταν να της πάρει την τσάντα. Από αυτά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία τής επιτέθηκε και εκείνη δεν θέλησε να της πάρει την τσάντα. Όσα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος είναι αλληλοσυγκρουόμενα. Φαίνεται πως ακολούθησε πάλη μεταξύ του. Ο κατηγορούμενος είπε -στην πιο πιθανή κατ’ εμένα εκδοχή- ότι έπεσαν κάτω και για να μπορέσει να απεμπλακεί τις κατάφερε μαχαιριές. Δεκατέσσερα πλήγματα. Δεν ήταν όλα θανατηφόρα. Αυτό στην καρδιά και στους πνεύμονες ήταν. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Αυτά τα λέει ο κατηγορούμενος γιατί μάρτυρες δεν υπήρχαν. Ο δράστης πέταξε το μαχαίρι και το πουκάμισο της σε δυο διαφορετικούς κάδους, την τσάντα της σε παρακείμενο οικόπεδο και πούλησε το κινητό της στην Ομόνοια» επεσήμανε η εισαγγελική λειτουργός.
Εν συνεχεία αναφέρθηκε στην οικονομική στήριξη που παρείχε το θύμα στην οικογένειά του. «Η Δώρα ήταν το οικονομικό στήριγμα της οικογένειας της μητέρας, του πατέρα της αλλά και των μικρών αδελφών της. Έπαιρνε δάνεια για να εξοφλεί τα χρέη του καταχρεωμένου πατέρα της. Πολύ συχνά έφταναν στο σπίτι τοκογλύφοι, λόγω των χρεών του πατέρα της. Η Δώρα εκδήλωνε φοβίες για τη δουλειά της. Φοβόταν μήπως κάνει κάποιο λάθος. Ήταν νέα υπάλληλος, της ανάθεταν απλές υποθέσεις και είχε την καθοδήγηση του προϊσταμένου της. Η Δώρα έκανε επαλήθευση των προστίμων και επέβαλε τους φόρους. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή στη Σάμο, επιβλήθηκαν πρόστιμα εκατομμυρίων ευρώ. Αυτές είναι βαριές υποθέσεις».