Παναγιώτης Μπεχράκης
Πνευμονολόγος-εντατικολόγος και επικεφαλής της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για την εφαρμογή του νόμου
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο νόμος έχει αρχίσει ήδη να εφαρμόζεται ομαλά, κάτι που οφείλεται κυρίως στη σαφή πολιτική βούληση που εκδηλώνεται με προσωπική πρωτοβουλία του πρωθυπουργού της χώρας, o oποίος τον ανέδειξε σε υψίστης προτεραιότητας θέμα στην ατζέντα της κυβέρνησης και του υπουργού Υγείας και ενεργοποίησε αποτελεσματικά όλους τους μηχανισμούς για την εφαρμογή του. Ο νόμος είναι αποδεκτός από την κοινωνία και η εφαρμογή του αποτελεί εθνική επιταγή, δεδομένου ότι προστατεύει τη δημόσια υγεία και τα δικαιώματα των παιδιών, των εργαζομένων και των ευπαθών ομάδων (εγκύους, ασθενείς με χρόνια νοσήματα κ.ά.), εκφράζει τη βούληση του κοινωνικού συνόλου και το πνεύμα της νέας γενιάς και, τέλος, αποτελεί διεθνή συμβατική υποχρέωση της χώρας, όπως ορίζει το Σύμφωνο-Πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Η ολοκληρωτική και επιτυχής εφαρμογή του πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Ανδρέας Ξανθός
Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, πρ. υπουργός Υγείας
Με δεδομένη και αδιαμφισβήτητη τη βλαπτικότητα του καπνίσματος και την ανάγκη αυστηρού περιορισμού του στους κλειστούς δημόσιους χώρους, στηρίζουμε το restart στην καθολική εφαρμογή του νόμου, χωρίς εξαιρέσεις και προσχηματικές αντιδράσεις. Το μεγάλο στοίχημα, όμως, δεν είναι μόνο η προστασία των μη καπνιστών (70% του πληθυσμού) από το παθητικό κάπνισμα αλλά και η συνολική υποχώρηση της κουλτούρας του καπνίσματος σε επίπεδο κοινωνικό, ιδιαίτερα στη νέα γενιά. Δηλαδή, δεν φτάνει ο σεβασμός στα δικαιώματα των μη καπνιστών. Οφείλουμε να ενισχύσουμε την πρωτογενή πρόληψη του καπνίσματος και την προαγωγή της υγείας του πληθυσμού από τη μια, και την απόπειρα διακοπής τους καπνίσματος (με τα ειδικά ιατρεία στα νοσοκομεία) όσων θέλουν πραγματικά να βοηθηθούν στη δύσκολη προσπάθεια απεξάρτησης από μια ισχυρή εθιστική ουσία όπως η νικοτίνη, από την άλλη. Επιπλέον, απαιτούνται νέο θεσμικό πλαίσιο για την πάταξη του λαθρεμπορίου τσιγάρων (κύρωση του ειδικού πρωτοκόλλου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας) και αυστηρός έλεγχος της καπνοβιομηχανίας για την αποτροπή της παράνομης διαφήμισης καπνικών προϊόντων, συχνά στο όνομα της «μείωσης της βλάβης». Χρειαζόμαστε, με άλλα λόγια, μια κοινωνία με λιγότερη εξάρτηση από τη νικοτίνη. Αυτός πρέπει να είναι ο τελικός στόχος και αυτή είναι η ουσιαστική επένδυση στη δημόσια υγεία.
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Ηθοποιός-σκηνοθέτης
Υπήρξα καπνιστής πάνω από 20 χρόνια. Στα χρόνια που κάπνιζα, από κάποια στιγμή και μετά σταμάτησα να φωτογραφίζομαι με τσιγάρο, ακριβώς για να μη δίνω τροφή στο προβληματικό αρχέτυπο. Τώρα είμαι όμηρος του ατμίσματος. Θεωρώ τον νόμο αυτόν σωστό, αντιλαμβάνομαι ότι, σε περίπτωση που αφηνόταν στη διακριτική ευχέρεια των καταστηματαρχών, δεν θα εφαρμοζόταν ποτέ και πουθενά, καθώς δεν θα τους συνέφερε. Όπως με κάθε νόμο στη χώρα μας, το στοίχημα είναι η εφαρμογή του.
Διονύσης Σιμόπουλος
Επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου
Κάπνιζα αρειμανίως από τα 17 μου και περίπου επί μισό αιώνα. Ούτε οι φίλοι μου αλλά ούτε κι εγώ πίστευα πως θα μπορούσα να το κόψω το ρημάδι, αφού βασικά δεν ήθελα. Κι ήρθε εκείνο το ελαφρύ εγκεφαλικό πριν από 8 χρόνια για να μου χτυπήσει το καμπανάκι! Αλλά ούτε και τότε πίστευα πως θα μπορούσα να το κόψω. Σχεδίαζα, μάλιστα, πως το πρώτο που θα έκανα βγαίνοντας από το νοσοκομείο θα ήταν να ανάψω 2-3 απανωτά, για να κερδίσω τον χαμένο χρόνο. Όμως, δεν το έκανα. Κι αυτό γιατί θυμήθηκα τον πεθερό μου που το εγκεφαλικό του τον είχε καταντήσει σχεδόν σαν φυτό επί 18 ολόκληρα χρόνια. Κι όταν κάθε δύο χρόνια τον επισκεπτόταν η κόρη του, τα δάκρυά του έτρεχαν βουβά και απαρηγόρητα, επειδή δεν μπορούσε να της μιλήσει και να της πει δύο, έστω, λέξεις. Ένας άνθρωπος φυλακισμένος στον ίδιο του τον εαυτό. Και τότε το έκοψα, αν και η επιθυμία για τσιγάρο παραμένει ζωντανή. Δεν πρόκειται όμως να το ξαναβάλω στο στόμα μου, γιατί, παρότι δεν φοβήθηκα ποτέ τον θάνατο, τρομοκρατήθηκα με την ιδέα της αποτρόπαιης εκείνης «φυλακής».
Φώφη Τσεσμελή
DJ
Με όλο τον σεβασμό στον αντικαπνιστικό νόμο και στα οφέλη του για την υγεία αλλά και στην αδιαμφισβήτητη λογική πίσω από την ψήφισή του, θεωρώ πως έπρεπε να δοθεί η επιλογή στα νυχτερινά μαγαζιά να επιλέξουν ανάλογα με το πελατολόγιό τους. Να υπάρχει ειδική σήμανση στους χώρους που αποφασίζουν να επιτρέψουν το κάπνισμα ή μη, ώστε να γνωρίζει από πριν ο πελάτης πού και αν θέλει να πάει. Ήδη στα κλαμπ είναι εμφανέστατο το ότι οι επιχειρηματίες έχουν να παλέψουν την πτώση της προσέλευσης, τη μείωση της κατανάλωσης και το «σπάσιμο» (οι πιο πολλοί κάθονται έξω, το ατέρμονο μπες-βγες) μαζί με την κρίση. Ήδη μαθαίνουμε πως έχουν κλείσει αρκετές επιχειρήσεις και σίγουρα θα ακολουθήσουν κι άλλες. Τώρα, το ζήτημα της «ρουφιανιάς» μέσω τηλεφώνου το αφήνω ασχολίαστο... Δεν είναι λίγες οι φορές που το τσιγάρο είναι το πρόσχημα και όχι ο πραγματικός λόγος κλήσης.
Νικόλας Σεβαστάκης
Kαθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Ταξίδι σε έναν άκαπνο κόσμο. Οι πολιτικές μας ζωές έχουν και ένα φορτίο παραλογισμού και συναισθημάτων που μοιάζουν να αυθαιρετούν τελείως, ενώ συγχρόνως είναι συναισθήματα απολύτως πραγματικά. Διακρίνω, ας πούμε, πίσω από την αντίδραση στο «άκαπνο» την αίσθηση ορισμένων ότι το άκαπνο είναι αντιδραστικό και νεοφιλελεύθερο (η δικτατορία της αυτοπροστασίας) και ότι, κατά κάποιον τρόπο, συνδέεται στενά με κάποιον δεξιό αυταρχισμό που επιτίθεται στις κοινωνικές-λαϊκές αξίες συλλήβδην. Αλλά το παράδοξο και εντυπωσιακό είναι ότι σε ένα τμήμα του νέου αντικαπνιστικού πάθους κυριαρχεί σχεδόν η εξίσωση της καπνισμένης Ελλάδας με την αριστερο-μεταπολιτευτική φάση, η ταύτιση του τσιγάρου και του «κομμουνισμένου» έθνους. Σπάνια λέγονται ευθέως αυτοί οι παραλογισμοί, αισθάνομαι όμως ότι και σε αυτό το θέμα πάει να αναδυθεί πάλι ένα σκληρό σύνορο μεταξύ εκσυγχρονιστών-στραμμένων στο μέλλον και νοσταλγών-αντιστασιακών. Οι μεν αποκαλούν τους δε «κολλημένους» και οι δε απαντούν με την κατηγορία του μεταμελημένου, του προδότη ή του «ρουφιάνου». Δεν ξέρω αν σε άλλη χώρα έχει χωρέσει, έστω έμμεσα, μια τέτοια ιδεολογική προβολή και οι αντίστοιχες φαντασιώσεις. Μάλλον όχι. Νομίζω ότι εδώ –το έχω ξαναγράψει με άλλες αφορμές– κάποια πολιτικά πάθη έγιναν με τόσο έντονο τρόπο μέρος της προσωπικής, ενδόμυχης ταυτότητας πολλών ανθρώπων, ώστε να μην μπορούν να διανοηθούν ότι η συζήτηση για το τσιγάρο δεν χωράει, βρε αδελφέ, στο δίπολο δεξιά-αριστερά, καθεστωτικοί-αντικαθεστωτικοί κ.λπ. Κι έτσι, κάποιος φιλελεύθερος πρώην αριστερός σαν να ζητάει τώρα να καθαρίσει από την τσιγαρίλα εκείνο το αρχαίο πουλόβερ που φόρεσε σε συνδιασκέψεις, ταβέρνες, ραντεβού «πολιτικής ζύμωσης». Αντί να παραδεχτεί ότι αυτό το ρούχο θα μείνει εσαεί με τις μυρουδιές εκείνων των καπνισμένων ημερών, αγωνιά για την έσχατη αυτοκάθαρσή του. Και οι άλλοι, όσοι θεωρούν την άκαπνη πραγματικότητα συνώνυμη της πειθαρχημένης νεοφιλελεύθερης ζωής, σαν να φοβούνται ότι το «σύστημα» επιχειρεί να τους απαγορέψει τα όνειρα σε αυτήν τη νέα φάση της εξόδου από τον καπνικό κανόνα. Όλο αυτό είναι μαζί αστείο, συγκινητικό, ανθρώπινο και πολιτικά ανερμάτιστο. Λες και δεν κάπνιζαν όλοι, δεν καπνίζαμε και οι βοσκοπουλικοί και οι θεοδωράκειοι και οι ροκάδες και οι λέσχες του Κολωνακίου και τα μπαρ με απόστρατους και τα μπαρ της Καλλιδρομίου και της Μεθώνης. Έτσι, όμως, έχει το ασυνείδητο της πολιτικής και καπνικής μας ιστορίας. Και μάλλον κάτι θα βρεθεί για να το συνεχίσουμε. (Έκοψα μαχαίρι το τσιγάρο το 2014 και δεν μου έλειψε ποτέ.)