Το ποσοστό των Ελλήνων που εμφανίζουν σωματική υποκινητικότητα λόγω καθιστικής ζωής αγγίζει το 68%, με την καθιστική ζωή να συνδέεται -μεταξύ πολλών άλλων- με μη μεταδοτικές ασθένειες, κοστίζοντας 130 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο.
«Η άναρχη αστικοποίηση του ελληνικού πληθυσμού αλλά και η βελτίωση της τεχνολογίας, έχουν συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση της σωματικής υποκινητικότητας. Το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία έχει αγγίξει το 68% (2018), με δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον. Αυτή όμως, η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας συνδέεται -μεταξύ πολλών άλλων- και με τη συχνότητα εμφάνισης όλων σχεδόν των μη μεταδιδόμενων ασθενειών», τονίζει ο Δρ Γιάννης Κουτεντάκης, ομότιμος καθηγητής και τ. πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου «Η Άσκηση είναι Φάρμακο-Ελλάς».
Η καθιστική ζωή κοστίζει 130 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο
«Επομένως, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον τα υψηλά επίπεδα υποκινητικότητας μεταφράζονται σε οικονομικό κόστος για τη χώρα», προσθέτει ο Δρ Ανδρέας Φλουρής, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Φυσιολογίας FAMELab στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Όπως εξηγεί, «πανελλαδική ανάλυση που έγινε στο εργαστήριό μας έδειξε το εν λόγω κόστος για τα έτη 2000-2010 ήταν 1.02 δισ ευρώ, ενώ την περίοδο 2011-2019 αυξήθηκε στα 1,17 δισ. ευρώ».
«Ο υπολογισμός των οικονομικών επιπτώσεων της υποκινητικότητας ήταν μια σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία», σημειώνει ο Σωτήρης Χαρμπάς, ένας από τους συντελεστές της μελέτης, με αφορμή την Παγκόσμια ημέρα Σωματικής Δραστηριότητας που γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 6 Απριλίου.
Πώς συνδέεται με τις 5 πιο σημαντικές μη μεταδοτικές ασθένειες
Όπως υπογραμμίζει, «ακολουθήσαμε μία αναγνωρισμένη διεθνώς μεθοδολογία, η οποία συνδέει την υποκινητικότητα με τις πέντε πιο σημαντικές μη μεταδοτικές ασθένειες, δηλαδή τις καρδιακές παθήσεις, τα εγκεφαλικά επεισόδια, τον διαβήτη, καθώς και τον καρκίνο του μαστού και του παχέος εντέρου. Κατά το έτος 1990 συνολικά 859.000 Έλληνες εμφάνιζαν τις ως άνω ασθένειες, ενώ ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στα περίπου 1,5 εκατ. άτομα το 2019».
Ο Δρ Φλουρής τονίζει επίσης, ότι «ενώ το ετήσιο κόστος της υποκινητικότητας στην ελληνική οικονομία για τις πέντε μη-μεταδιδόμενες ασθένειες που μελετήσαμε, ήταν 90 εκατ. ευρώ το έτος 2000 σταδιακά, αυξήθηκε φτάνοντας τα 131 εκατ. ευρώ το έτος 2019».
«H δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου Υποκινητικότητας κρίνεται απαραίτητη. Το εν λόγω παρατηρητήριο θα συλλέγει στοιχεία σε ετήσια βάση για τις οικονομικές επιπτώσεις της υποκινητικότητας και θα υλοποιεί δράσεις με σκοπό την εξάλειψή της», εξηγεί ο Δρ Κουτεντάκης, τονίζοντας ότι «το Παρατηρητήριο Υποκινητικότητας θα έχει σημαντικό όφελος στην ελληνική κοινωνία, επιτυγχάνοντας μείωση στη καθιστική συμπεριφορά η οποία, εν συνεχεία, θα μειώσει τη συχνότητα εμφάνισης των κορυφαίων μη μεταδοτικών ασθενειών».
Ο Δρ Φλουρής επισημαίνει ότι «αν κατά το έτος 2019 η υποκινητικότητα είχε εξαλειφθεί, η ελληνική οικονομία θα είχε επιπλέον οικονομικούς πόρους για να καλύψει αρκετές από τις ανάγκες της στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της εθνικής άμυνας. Για παράδειγμα, κάθε χρόνο θα μπορούσαν να καλυφθούν τα έξοδα για 39 νέα σχολεία, ή ένα νέο νοσοκομείο, ή 180 νέα κρεβάτια ΜΕΘ, ή 202 πυροσβεστικά οχήματα».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ