Ένας τραυματιοφορέας, ένας πρώην ναυτικός και ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, ένας ταξιτζής και μία pole dancer «συναντιούνται» σε άλλες ζωές, τα βράδια.
Ρεπορτάζ: Γιώργος Ψωμιάδης
Τη στιγμή που κλείνουμε τα παντζούρια μας, ανοίγουν τα μάτια τους. Το ξυπνητήρι τους κουδουνίζει κάπου στη Θεσσαλονίκη. Το τηλέφωνο χτυπάει. Είναι βράδυ. Λίγο αργότερα ο Δημήτρης κοιτάει στα μάτια τον πρώτο ασθενή της βάρδιας, ο Μπάμπης σηκώνει το τηλέφωνο και ακούει συγγενείς που του μιλούν με αναφιλητά, ο Βασίλης σβήνει το τσιγάρο του μπαίνοντας στο ταξί για την πρώτη κούρσα και η Σωτηρία φοράει τα ρούχα της λίγο πριν από το δικό της pole show. Μπορεί οι ζωές τους να διαφέρουν, όμως εκτυλίσσονται λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα. Στην ίδια πόλη. Την ίδια νύχτα. Καθεμία είναι ξεχωριστή.
Ο Δημήτρης Δουμάνης είναι τραυματιοφορέας, συγγραφέας, έχει μεταπτυχιακό στη Θεολογία και ανήκει οργανικά στη νοσηλευτική υπηρεσία του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου. Ο ίδιος δουλεύει στη νύχτα από δώδεκα χρονών. Από σερβιτόρος και μπάρμαν μέχρι DJ και ταξιτζής. Όταν παντρεύτηκε αποφάσισε ότι η νύχτα δεν είναι για παντρεμένους. Όπως μου λέει, τα τελευταία εννιά χρόνια που εργάζεται ως τραυματιοφορέας, οι βραδινές βάρδιες που κάνει ορισμένες φορές δεν συγκρίνονται με αυτές των υπόλοιπων επαγγελμάτων.
«Σε όλες τις δουλειές που έκανα το μόνο που χρειαζόμουν το πρωί για να κοιμηθώ ήταν μια ζεστή σουπίτσα. Τώρα θέλεις πολύ περισσότερα» μου λέει σε μια άδεια αίθουσα του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου.
«Αυτό που κάνουμε μερικοί συνάδελφοι, όταν γυρνάμε σπίτι, είναι να καθόμαστε σε μια πολυθρόνα για ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά, προσπαθώντας να σκεφτούμε και να αποφορτιστούμε, ή επιστρέφουμε σπίτι με το αυτοκίνητο και, αντί να κάνουμε ένα τέταρτο, κάνουμε μισή ώρα γιατί πάμε με σαράντα. Προσπαθείς να καταλαγιάσεις. Υπάρχει αυτό το πράγμα μετά τη βάρδια στα Επείγοντα. Ειδικά όταν η βάρδια είναι νύχτα, που υπάρχει και σωματική κούραση, εκεί πέφτουν και οι ψυχολογικές άμυνες. Αλλιώς αντιμετωπίζεις ένα περιστατικό στις εννιά το πρωί, ξεκούραστος, έχοντας πιάσει δουλειά στις 7, ή στις 12 και στη 1, που είσαι μεν κουρασμένος, αλλά πέρασες τη νύχτα στο σπίτι σου, κι αλλιώς στις τρεις τα ξημερώματα».
«Αυτά που μένουν»
«Τα περιστατικά που συνήθως μας μένουν είναι αυτά που αφορούν μικρά παιδιά, επειδή οι περισσότεροι είμαστε γονείς. Αυτά είναι πάρα πολύ δύσκολα διαχειρίσιμα. Δεν μπορείς να το καταλάβεις αν δεν το ζήσεις. Να βλέπεις ένα παιδί που έχει την ηλικία κάποιου από τα παιδιά σου να έρχεται εδώ είτε νεκρό είτε σχεδόν νεκρό. Παρ’ όλα αυτά, το αντιμετωπίζουμε σαν να είναι ένα παιδί που κάτι θα κάνουμε και θα το επαναφέρουμε στη ζωή.
Όταν μετακινείς έναν άνθρωπο που έρχεται από ένα τροχαίο, είναι πολυτραυματίας, έχει πέσει από τον τρίτο όροφο, έχει πάθει έμφραγμα, ανακοπή ή οτιδήποτε άλλο, εσύ είσαι εσύ αυτός που είναι από πάνω του, που τον βλέπεις όταν τον σπρώχνεις με το φορείο, που βοηθάς να του βάλουν τα καλώδια και το μόνιτορ, που τον κουβαλάς. Κι αυτός εσένα κοιτάζει στα μάτια συνέχεια και σε ρωτάει: “Ρε φίλε, ρε μεγάλε, βρε αγόρι μου, θα ζήσω; Θα πεθάνω; Κάνε κάτι”. Τι να κάνεις εσύ; Τραυματιοφορέας είσαι. Τι να κάνει και ο νοσηλευτής! Πόσα μπορεί να κάνει και ο γιατρός ακόμα, έτσι;
Αυτά που μένουν είναι τα άσχημα και από αυτά μένει η συναίσθηση. Πολλές φορές δεν σου μιλάνε, το βλέπεις στα μάτια τους. Ειδικά άνθρωποι που έρχονται και τους τρέχεις με τη “σκούπα” γιατί είναι πολυτραυματίες. Τον πας στον αξονικό, τον πας για ακτινογραφίες και τελικά τον πας στο χειρουργείο με όλα τα καλώδια, με το οξυγόνο, και τον βλέπεις που σε κοιτάει και σου πιάνει το χέρι γιατί τις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορεί να σου μιλήσει. Του λες να μη στενοχωριέται, του μιλάς με το μικρό του όνομα: “Μη στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά, θα σε περιμένω όταν βγεις”. Αυτό που βλέπεις στα μάτια του δεν περιγράφεται. Και είναι αυτές οι στιγμές που σε κρατάνε και σου δίνουν κουράγιο για να συνεχίσεις».
Η νύχτα και τα περιστατικά της
Τη νύχτα στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών θα δεις την κάθετη επιτομή της κοινωνίας. Θα δεις τον άστεγο που μπορεί να κάτσει εδώ και όλη τη νύχτα. Θα δεις ανθρώπους που είναι μόνοι στη ζωή, πίνουν και έρχονται εδώ. Θα δεις φοιτητές που είναι από άλλη πόλη και οι γονείς τους είναι μακριά, θα δεις ζευγάρια που σκοτώνονται. Ο ένας από τους δύο πάει, τα πίνει, πέφτει, χτυπάει, έρχεται, παίρνει τον άλλον και τον παρακαλάει κλαίγοντας μπροστά σου. «Είμαι στα επείγοντα του Παπαγεωργίου, σε παρακαλώ, έλα να με πάρεις». Και ο άλλος να του κλείνει το τηλέφωνο. Ανθρώπους μοναχικούς που έρχονται εδώ με εγκεφαλικά, με ανακοπές και δεν έχουν κανέναν. Αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα. Εκεί ξέρεις ότι πρέπει να είσαι δίπλα του. Να καταφέρεις αυτήν τη μοναξιά που έχει έξω από το νοσοκομείο να μην τη νιώθει εδώ μέσα. Και το κάνουν όλοι οι συνάδελφοι αυτό και στα ΤΕΠ και στις κλινικές.
Το βράδυ δεν μπορείς να το διαχειριστείς, είσαι κουρασμένος. Και να μη δούλευες καθόλου του πρωί, το βιολογικό σου ρολόι εκείνη την ώρα σού λέει να κοιμηθείς. Όσους καφέδες και να πιεις, όσο και να έχεις ξεκουραστεί, θα πας μέχρι τις 12, 1. Και συνήθως, όταν έχει δουλειά ‒και έχει πολλή δουλειά πλέον τις νύχτες‒, κάνουμε το οκτάωρο σαν να είναι απόγευμα. Σπάνια θα πούμε ότι έχουμε μια χαλαρή νύχτα και όταν λέμε “χαλαρή”, σημαίνει ότι θα σχολάσω το πρωί, θα μπω στο αυτοκίνητό μου και θα πάω άφοβα σπίτι μου. Τη νύχτα που δεν είναι χαλαρή κάνεις τον σταυρό σου, μπαίνεις στο αυτοκίνητο και λες: “Θεέ μου, φύλαξέ με να οδηγήσω μέχρι το σπίτι”».
Ένα κράτημα από το χέρι
«Ήμασταν σε εφημερία, νύχτα, κατακαλόκαιρο. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε κάθε φορά την ευχή να είναι αυτή η καλή εφημερία. Δεν έχει καλές εφημερίες πλέον, πολύ σπάνια. Παρασκευή βράδυ, λοιπόν, εφημερία, πάρα πολλή δουλειά. Σχολάγαμε στις 8 ‒ στις 7:30 αρχίζεις να χαλαρώνεις σιγά-σιγά, ξημερώνει και Σαββάτο, είναι και καλοκαίρι, λες “θα πάω σπίτι, να κοιμηθώ κάνα-δυο, τρεις ώρες, και μετά θα πάμε θάλασσα, θα κάνουμε καμιά βουτιά με την οικογένεια”. Οχτώ παρά είκοσι χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει η συντονίστρια, γουρλώνει τα μάτια. Κλείνει. “Παιδιά, έγινε τροχαίο με παιδιά και έρχονται εδώ”. Μας φέρνουν μια Σέρβα μάνα. Είχε τουμπάρει το αυτοκίνητο. Απ’ ό,τι μας έλεγε με σπαστά αγγλικά, είχε πάρει τον μπαμπά ο ύπνος. Έφυγε το αυτοκίνητο, ντεραπάρισε. Έτρεξαν τα πληρώματα του ΕΚΑΒ. Έσπευσαν κυριολεκτικά. Έβγαλαν τη μάνα και τα δύο παιδιά. Ένα 8 και ένα 6 χρονών. Επειδή, όμως, τον μπαμπά τον είχε πλακώσει το αυτοκίνητο, δεν μπόρεσαν να τον βγάλουν αμέσως. Έτσι έφεραν τη μαμά και τα δύο τα παιδιά σ’ εμάς και τον μπαμπά, επειδή τον απεγκλώβισαν στις 8:10, τον πήγαν στο Ιπποκράτειο. Φαντάσου τώρα να έχεις τη μάνα εδώ με τα δυο παιδιά και να μην ξέρει πού είναι ο άντρας της. Δεν μπορώ να σ’ το περιγράψω. Το αγοράκι έκλαιγε συνέχεια. Φώναζε. Εκεί, φυσικά, δεν υπάρχει ούτε κούραση ούτε υπερωρία. Δεν σκέφτεσαι τίποτα. Το πήγαμε με τη συνάδελφο, τη συντονίστρια, να του κάνουμε υπέρηχο και ο τρόπος που φώναζε τον πατέρα του έκανε και τον γιατρό κι εμένα και τη συνάδελφο να συγκινηθούμε πάρα πολύ.
Το αγοράκι μού έσφιγγε το χέρι με δύναμη τριαντάχρονου άντρα. Θέλεις δεν θέλεις, σκέφτεσαι ότι εκείνη την ώρα το παιδί κάνει κάποιες συγκεκριμένες αναγωγές και στο πρόσωπό σου βλέπει κάποιον άλλον που θα έπρεπε να είναι εκεί και δεν είναι».
Ο Μπάμπης Μπουρσανίδης είναι συνηθισμένος στην απώλεια και στον θάνατο. Σ’ εκείνους που θα «έπρεπε» να είναι εκεί, αλλά έχουν φύγει. Όσο μου μιλάει, βράδυ, στο εσωτερικό του γραφείου τελετών όπου δουλεύει τα τελευταία χρόνια, το μυαλό του τρέχει στο παρελθόν, όταν στα είκοσί του μπάρκαρε στα καράβια ως λοστρόμος, γυρνώντας όλο τον κόσμο. Αυτά που έζησε είναι και ο λόγος που ο θάνατος δεν τον επηρεάζει τόσο. Άλλωστε, όπως μου εξομολογήθηκε, ήρθε κοντά του αρκετές φορές.
Δύο ιστορίες που ο θάνατος τού έγνεψε νύχτα
«Έχω έρθει τουλάχιστον πέντε φορές αντιμέτωπος με τον θάνατο» αρχίζει, και βλέπω τα μάτια του να πηγαινοέρχονται, ζωγραφίζοντας στο πάτωμα αναμνήσεις.
«Η μία ήταν το ’76, στο Μπουένος Άιρες, με τη χούντα του Βιντέλα. Εκεί υπήρχαν τρία μπουζουξίδικα ‒ όλοι οι Έλληνες τυχοδιώκτες ήταν εκεί. Σάββατο βράδυ. Ήταν τότε που ρίχνανε τους αντιφρονούντες από τα ελικόπτερα, μέσα σε τσουβάλια, στον Ρίο ντε λα Πλάτα. Μπαίνουμε σε ένα ταξί με δυο κοπελιές, φοιτήτριες από την Ουρουγουάη. Καλοκαίρι. Ο δρόμος ήσυχος. Φεύγουμε από το μπουζουξίδικο με το ταξί να πηγαίνει σιγά-σιγά. Κοιτάω έξω. Μου λένε: “Μην κοιτάς, μας ακολουθούν αστυνομικοί”. Μας κάνουν φώτα και ο ταξιτζής σταματάει. “Κατεβείτε”. Βλέπω τον έναν να οπλίζει το Τόμιγκαν στο χέρι. Μας λέει να κάτσουμε στον τοίχο. Ήξερα ότι σκοτώνανε στην ψύχρα για οτιδήποτε. Η κυκλοφορία απαγορευόταν μετά τις 12. Οι κοπέλες πάνε και μιλάνε μαζί τους καστιλιάνικα. Ακούω τον έναν να λέει στα ελληνικά “μαλάκα”. Λέω “τώρα θα μας ρίξουν”. Ήθελαν από εκατό δολάρια ο καθένας. Ήταν τέσσερις. Τους δώσαμε τριακόσια και φύγαμε. Με αυτά μπορεί να γλιτώσαμε τη ζωή μας.
Μια άλλη φορά κουβαλούσαμε κοντέινερ, με φορτηγά-καράβια. Τα πηγαίναμε από τη Νορβηγία στο Λάγος, στη Νιγηρία. Τα δέσαμε με συρματόσχοινα επάνω στις μάπες που είχαν οι κουπαστές των καραβιών. Τη νύχτα ένα κοντέινερ στράβωσε. Η θάλασσα, γερή. Βγαίνω από την κουπαστή, από τη μεριά της θάλασσας, για να σφίξω τον γρύλο, νύχτα, με τον φακό στο στόμα. Πάω να τον σφίξω και το ένα μου χέρι φεύγει, φεύγει και η καβίλια και κρέμομαι στη θάλασσα. Μαύρη νύχτα. Ούτε που θα το καταλάβαιναν, αν έπεφτα. Δεν ακούγομαι από τον θόρυβο του κύματος και από τον αέρα που σφυρίζει. Οι βελόνες από το συρματόσκοινο έχουν μπει στο χέρι. Είμαι τραυματισμένος, κρέμομαι από ένα χέρι και με τον φακό στο στόμα προσπαθώ να πιάσω το άλλο. Ένα δεκάλεπτο κράτησε. Έβαλα το πόδι από κάτω, σε ένα άνοιγμα. Αυτό με έσωσε. Περίμενα με την πρώτη ευκαιρία, με το κούνημα, να πιάσω το άλλο. Τελικά, το έπιασα. Νύχτα θα έφευγα και θα χανόμουνα».
Από τη νύχτα στο κατάστρωμα, με θέα τα λιμάνια που πλησίαζαν, κάθε φορά και αλλιώτικα, στη νύχτα της Θεσσαλονίκης και στο δωμάτιο ενός γραφείου τελετών, οι διαφορές είναι μεγάλες. Όμως ο θάνατος εξακολουθεί να έχει τη δική του επίδραση. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε, είναι πολλοί οι θάνατοι που τον έχουν επηρεάσει, αλλά ο ίδιος με τον καιρό σκλήρυνε.
«Εγώ ήμουν συνηθισμένος από πριν. Θυμάμαι, στις Ινδίες, τα ποτάμια τους να κατεβάζουν από πλημμύρες πτώματα κι εμείς να χαζεύουμε από πάνω. Όχι, δεν είχα πρόβλημα με τον θάνατο».
Η νύχτα σε ένα γραφείο τελετών
«Τώρα τελευταία τα νυχτερινά έχουν λιγοστέψει λόγω της κρίσης. Όλοι βάζουν το τηλέφωνο έξω από την πόρτα. Έρχονται πλέον το πρωί στις 6 στο γραφείο. Τύχαινε όμως, μόλις πήγαινες να κοιμηθείς, στη 1, να χτυπάει το τηλέφωνο και να σου λένε “είμαστε οι τάδε, ελάτε”. Εμείς με τα τηλέφωνα δουλεύουμε. Γύριζες, έκανες μιάμιση-δύο ώρες τη δουλειά που ήταν να κάνεις και κατά τις 4, εκεί που ήταν να κοιμηθείς, το τηλέφωνο χτυπούσε ξανά. Σε ένα βράδυ μπορεί να σε ξυπνούσαν τρεις φορές. Ήταν τελείως απρόβλεπτα. Όταν σε παίρνουν τηλέφωνο τα παρατάς όλα και φεύγεις. Είναι πολύ δύσκολη δουλειά, δεν έχει Πάσχα, Χριστούγεννα, τίποτα. Κάνουμε και τα ψυχικά. Δεν έχει ο άλλος να σε πληρώσει και λες τα βασικά θα τα κάνω, δεν θα πληρωθώ. Στα παιδάκια δεν παίρνουμε χρήματα».
Δύο εικόνες που έμειναν
«Ήταν ένας πατέρας που εκείνα τα χρόνια η γυναίκα του τον άφησε, πήρε τα δυο κορίτσια κι έφυγε. Αυτός καθόταν εκεί. Όλη η γειτονιά είχε καλή ιδέα γι’ αυτόν. Η μία κόρη πήγε στο εξωτερικό, η άλλη έμεινε εδώ. Όταν πέθανε ο πατέρας, η κόρη από το εξωτερικό είχε πει να μην τον θάψουν αν δεν έρθει. Ήταν χειμώνας. Έκανε δύο εικοσιτετράωρα για να έρθει. Πήγαμε πάνω στα κοιμητήρια του Ευόσμου. Αρχίζει να πλακώνει τον πατέρα της στα χαστούκια, μέσα στο φέρετρο. “Ρε μαλάκα, σ’ αγαπάω, ρε μαλάκα”. Χαστουκίζει ξανά τον πεθαμένο, μέσα στην εκκλησία. Τον ρήμαξε στο ξύλο. Του το ’χε ταγμένο. Ποιος ξέρει τι έγινε! Μετά, πάλι, τον αγκάλιαζε. “Α, ρε μπαμπάκα” έλεγε.
Η άλλη ήταν μια γυναίκα μαζί με ένα αγοράκι. Ο ομφάλιος λώρος ήταν ενωμένος. Μπαίνω στο νεκροτομείο και τη βλέπω. Την “έφαγε” ο γιατρός, ο γυναικολόγος, και την κοπάνησε με τη νοσοκόμα. Tο είχαν πάνω της. Κάποιο λάθος έγινε και πέθανε από αιμορραγία. Οι συγγενείς περίμεναν απ’ έξω. Ακόμα το θυμάμαι».
Προτού φύγω, και ενώ κλείδωνε την πόρτα του γραφείου τελετών, όσο εγώ απομακρυνόμουν, με φώναξε.
«Αφού γράφεις για τη νύχτα, να γράψεις και για το Τόκιο» μου λέει και πλησιάζει με χαρά μικρού παιδιού. «Είμαι στο Τόκιο, στην Κίνζα Στριτ, μια κακόφημη συνοικία. Εκεί ήταν ένας “Μπρους Λι”. Είχε ένα μαγαζάκι με εφημερίδες και καφέ. Ήμουν τριάντα πέντε, βλέπω έναν εξηντάρη δίπλα μου. Ήταν μισοπιωμένος. Ο “Μπρους Λι” τον δείχνει και μου λέει: “Girisha είναι. Έλληνας”. Τον κοιτάζω. Αυτός χρόνια έξω, άνθρωπος της Χονολουλού που έφυγε από ένα χωριό της Πελοποννήσου. Μου είπε την ιστορία του, του είπα κι εγώ τη δική μου. Τα ήπιαμε. Μετά χαθήκαμε.
Είναι ένα τραγούδι που λέει “Στο Σου Μιτζού κάποια βραδιά έχασα όλα τα κλειδιά και γύρευα λιμάνι… βρήκα στο μπαρ έναν Ρωμιό, είπα να ξομολογηθώ, μα ήτανε πιωμένος”.
Ήταν ακριβώς αυτό που έζησα εκεί. Όποτε ακούω το τραγούδι αυτό θυμάμαι εκείνη τη βραδιά στο Τόκιο. Εκείνη τη νύχτα».
Τις νύχτες που περνάει καθημερινά στο ταξί του τα τραγούδια είναι απαραίτητη συντροφιά. Το ίδιο και το ραδιόφωνο, η μεγάλη του αγάπη. Ο Βασίλης Γενιτσαριώτης οδηγεί δέκα χρόνια και τον τελευταίο χρόνο κάνει βραδινές βάρδιες. Όπως μου λέει μπροστά από το παρκαρισμένο του όχημα, πιπιλίζοντας ένα στριφτό τσιγάρο όση ώρα διαρκεί η κουβέντα μας, το κάνει από επιλογή.
«Οι ώρες της νυχτερινής βάρδιας είναι περισσότερες. Το πρωί η δουλειά, όσο να πεις, αργεί να πάρει μπρος, οπότε μένουν λίγες ώρες μέχρι το κλείσιμο της βάρδιας και στον οδηγό αυτό δεν συμφέρει. Στο βραδινό βγαίνεις 3 τα ξημερώματα και έξω έχει αμέσως κόσμο. Έχει παραπάνω δουλειά».
Ο ταξιτζής είναι ψυχολόγος
«Το πρωί οι άνθρωποι είναι πιο σφιχτοί, πιο αγχωμένοι. Τρεις στους πέντε θα σου πουν “γρήγορα”. Το βράδυ είναι πιο χαλαρά. Είναι πιο ομιλητικοί και είναι απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα. Κι εσύ επικοινωνείς περισσότερο με τον πελάτη. Ο άλλος, χωρίς να σε ξέρει, ανάλογα με το πόσο συμπαθής τού είσαι, εκείνη τη στιγμή μπορεί να σου πει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει, να σε βάλει στη συζήτηση και να σου ζητήσει βοήθεια. “Εσύ πώς το βλέπεις;” θα σου πει, “έκανα αυτό”. Θέλοντας και μη, γίνεσαι κι εσύ ένα πρόσωπο της συζήτησης. Ο ταξιτζής είναι ψυχολόγος από αυτά που βλέπει καθημερινά. Την ψυχολογία την έχει σπουδάσει, χωρίς να την έχει σπουδάσει. Εμείς που δουλεύουμε σε ραδιοταξί παίρνουμε και πελάτες που είναι καθημερινοί, με τους οποίους έχουμε μια άνεση. Έχεις ανθρώπους που τους ξέρεις με το μικρό τους όνομα. Που έχεις συζητήσει και πεντέξι προβλήματα στις διάφορες κούρσες που τους έχεις εξυπηρετήσει».
Τα «πηγαδάκια»
«Η ώρα το βράδυ περνάει παρέα με τους συναδέλφους στις πιάτσες, τα λεγόμενα “πηγαδάκια” που έχουν οι ταξιτζήδες, περιμένοντας τη σειρά τους. Όταν ανεβαίνεις στο ταξί δεν γνωρίζεις κανέναν και ως διά μαγείας, σε λίγο καιρό, έχεις γνωρίσει τόσο κόσμο που δεν φαντάζεσαι. Είναι η καθημερινή συναναστροφή. Σε βλέπω κάθε μέρα, σου κορνάρω στη διασταύρωση, σε χαιρετάω στην πιάτσα. Αν μη τι άλλο, αποκτάς πολύ μεγάλους φιλικούς κύκλους. Καλαμπούρι, ιστορίες, καθημερινά προβλήματα, νεύρα, να κάτσει να σου εξιστορήσει το κακό δρομολόγιο, τον πελάτη που τον σύγχυσε. Άλλες φορές τον πελάτη από τον οποίον δεν πληρώθηκε. Έτσι περνάει η ώρα».
Οι πελάτες
«Έχεις να αντιμετωπίσεις, ειδικά Παρασκευή, Σαββάτο και Κυριακή, τους μεθυμένους πελάτες. Τρεις στους δέκα θα είναι μεθυσμένοι. Φυσικά, ανάλογα με το πότε είναι το δρομολόγιο. Μετά τις 3, 4, 5, το ποσοστό των μεθυσμένων είναι πολύ μεγάλο. Υπάρχει ο κίνδυνος να μην είναι καλά. Εκεί είναι πρόβλημα για τον ταξιτζή. Έχει συμβεί σε όλους. Είναι κι αυτό μέρος της δουλειάς. Θα πρέπει να εξυπηρετήσεις και αυτόν τον πελάτη. Φυσικά, η νομοθεσία σού λέει ότι δεν είναι υποχρεωτικό να παραλάβεις μεθυσμένο, μόνο εφόσον υπάρχει συνοδεία από έναν νηφάλιο φίλο του.
Πολλές φορές μπορεί να μου πει ο πελάτης ότι δεν έχει χρήματα. Αν μου το πει εκ των προτέρων, άνθρωπος είμαι κι εγώ, θα τον πάω στο σπίτι του. Εδώ γυρνάμε το βράδυ και κάνουμε τόσα χιλιόμετρα να βρούμε έναν πελάτη, δεν θα με πειράξει να τον πάω σπίτι του. Αλλά είναι περιπτώσεις που δεν θα σ’ το πει, παρά μόνο στο σπίτι. Αυτός είναι ο άσχημος τρόπος. Κατά τ’ άλλα, και ο ταξιτζής είναι άνθρωπος και καταλαβαίνει. Μπορεί να ήταν το παιδί μου, η γυναίκα μου, ο γιος μου.
Όσον αφορά την επικινδυνότητα, όλοι μας έχουμε να αντιμετωπίσουμε ανά πάσα στιγμή τον κακό πελάτη. Είναι αυτός που θέλει να σου κάνει κακό. Είτε να σε κλέψει είτε να σε απομονώσει από τον κεντρικό δρόμο. Έχουμε πολύ μεγάλη βοήθεια από το ραδιοταξί. Πλέον, μέσω των συστημάτων, το κέντρο ανά πάσα στιγμή βλέπει και ελέγχει όλα τα ταξί, πού βρίσκομαι και ποια είναι η πορεία μου. Με κάποιον μυστικό κώδικα επικοινωνίας που έχουμε ως ραδιοταξί το κέντρο μπορεί να καταλάβει ότι βρισκόμαστε σε κίνδυνο, να μας παρακολουθήσει και να μας στείλει βοήθεια άλλους συναδέλφους στο σημείο όπου βρισκόμαστε για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Μέσα στη νύχτα αυτό για εμάς είναι σωτήριο».
«Εμάς δεν μας βλέπει ο ήλιος»
«Το νυχτερινό πρόγραμμα με επηρεάζει στην προσωπική μου ζωή. Θα προτιμούσα να έχω την πρωινή βάρδια, αλλά λόγω του ότι είμαι οδηγός και επειδή τα έσοδά μου είναι λιγότερα στην πρωινή βάρδια, μόνο και μόνο γι’ αυτό έχω επιλέξει τη νυχτερινή. Έχει αντίκτυπο και στην υγεία. Εμάς δεν μας βλέπει ο ήλιος. Αν κάνουμε μια αιματολογική εξέταση, που λέει ο λόγος, θα μας λείπει η βιταμίνη D. Αν μη τι άλλο, ο άνθρωπος τον ήλιο θέλει. Τη ζωή».
«Μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς τον χορό;» τη ρωτάω πριν από ένα ακόμα pole show της.
«Ρεαλιστικά μιλώντας, θα μπορούσα, αλλά δεν θα ήθελα ποτέ να αναγκαστώ να το κάνω. Για μένα το pole είναι ελευθερία. Ταυτόχρονα, είναι ένα σπίτι, μια οικογένεια που μοιράζεται τις ίδιες ανησυχίες, ένας έρωτας άφθαρτος» μου απαντάει.
Η Σωτηρία Φίλη είναι pole dancer instructor και χορογράφος, ιδρύτρια της ομάδας χορού Les Felines και μέλος της ομάδας DaDa Dolls. Μερικά βράδια του μήνα ανεβαίνει για το δικό της pole show στην Αίγλη Γενί Χαμάμ. Είναι η στιγμή της και η ίδια απολαμβάνει κάθε δευτερόλεπτο. Όμως η δουλειά που χρειάζεται για να έχει ένα άρτιο αποτέλεσμα δεν περιορίζεται σε μία νύχτα.
«Η προετοιμασία ξεκινάει αρκετές ημέρες πριν και περιλαμβάνει κουστούμι, hair and make up, χορογραφία. Tην ημέρα του show, κατά το απόγευμα, στήνουμε τον εξοπλισμό pole stage, έναν ειδικό, αυτοφερόμενο στύλο σε μια βάση και ελέγχουμε αν όλα έχουν συναρμολογηθεί σωστά. Κάποιες ώρες πριν από το show κάνω το μακιγιάζ, τα μαλλιά, μελετάω τη χορογραφία και κάνω ένα warm up, φοράω τα ρούχα, το κουστούμι μου και αναχωρώ για το μαγαζί. Όταν πια έχω μισή ώρα για την εμφάνιση, μου αρέσει να λαμβάνω το vibe του πάρτι και του κόσμου. Μιλάω με φίλους, διασκεδάζω και συγκεντρώνομαι. Τότε έρχεται η στιγμή μου. Γεμάτη περηφάνια και αυτοπεποίθηση ξεκινάω να χορεύω και πραγματικά απολαμβάνω κάθε δευτερόλεπτο. Στόχος μου είναι να προσφέρω στον κόσμο ένα άρτιο αποτέλεσμα για το οποίο μόνο καλά σχόλια θα κάνουν κι αυτό έρχεται αμέσως μετά, με το χειροκρότημα, τα θετικά σχόλια, τις δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις ερωτήσεις και τα μπράβο. Θα έλεγα πως είμαι τυχερή γι’ αυτήν τη συνεργασία αλλά και γι’ αυτό το κοινό. Εύχομαι σε όλους τους καλλιτέχνες να έχουν τέτοια ανταπόκριση».
Το pole dancing τότε και τώρα
«Στα πρώτα μου βήματα οι κριτικές του κόσμου ήταν αρνητικές και δημιουργούσαν προβλήματα, τόσο στην οικογένειά μου όσο και στον κοντινό μου περίγυρο. Βλέπεις, το 2012 το pole dancing στην Ελλάδα είχε πολύ λιγότερους υποστηρικτές. Ευτυχώς για μένα, αυτός ο πόλεμος με πείσμωσε ακόμα περισσότερο και αποτέλεσε κίνητρο για να δείξω σε όλους αυτό που νιώθω, πως πρόκειται για μια τέχνη αξιοθαύμαστη. Σήμερα ο κόσμος έχει αποδεχτεί σε μεγάλο βαθμό το pole dance ως χορό, άθλημα και τέχνη, με αποτέλεσμα στο πέρασμα του χρόνου αυτό να έχει όλο και περισσότερους οπαδούς. Ο αγώνας, λοιπόν, να αποδείξουμε, όλο το pole community, πως πρόκειται για μια τέχνη συνεχίζεται, αλλά πλέον εστιάζει περισσότερο στην προσφορά, στο pole dance, στην εξέλιξή του και όχι στην αναγνώριση της αξίας του και στην αποδοχή του, όπως παλιότερα».
«Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω χορεύτρια»
«O χορός για μένα αποτελεί μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης, ένα μέσο ελευθερίας και έκφρασης. Από παιδί είχα αυτό το όνειρο: “Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω χορεύτρια”. Σύμφωνα με τους γονείς μου, λάτρευα τη μουσική και τον ρυθμό που αυτή δίνει στο ανθρώπινο σώμα. Ήμουν χορευταρού. Για καλή μου τύχη είχα εξαιρετικούς δασκάλους και προπονητές από τα πρώτα μου βήματα».
Από τεσσεράμισι-πέντε χρονών, όταν οι γονείς της την έγραψαν στον σύλλογο ρυθμικής γυμναστικής της πόλης της, μέχρι την τζαζ, τον μοντέρνο χορό, το μπαλέτο και το Tae Kwon Do με τα οποία ασχολήθηκε ως την ενηλικίωσή της, τα βήματα της Σωτηρίας της έδωσαν μια πιο ολοκληρωμένη κατάρτιση σε επαγγελματικό και αγωνιστικό επίπεδο αντίστοιχα, μέχρι το πρώτο έτος φοίτησης στη σχολή, οπότε και ήρθε σε επαφή με τον σύγχρονο χορό και με μία από τις καλύτερες ομάδες σύγχρονου χορού της Θεσσαλονίκης.
«Λίγο αργότερα ήρθα σε επαφή με το pole dancing. Η συμμετοχή μου σε ένα μάθημα, το 2012, κατάφερε να με πείσει πως το pole είναι για μένα. Δύο χρόνια μετά, έχοντας μια πολύ δυνατή ομάδα και δασκάλα στο πλευρό μου, αποφάσισα να ασχοληθώ με το pole σε διαγωνιστικό επίπεδο . Την περίοδο εκείνη η ελληνική pole κοινότητα άρχισε να διοργανώνει όλο και περισσότερους διαγωνισμούς για την προώθηση του pole ως τέχνης, δίνοντάς μας την ευκαιρία να μοιραστούμε εμπειρίες, να εξελιχθούμε, να γνωριστούμε και να παρακολουθήσουμε σεμινάρια με παγκοσμίου φήμης pole dancers. Μετά από ένα διάστημα σκληρής προπόνησης, η υπεύθυνη της σχολής, με την οποία συνεργάζομαι μέχρι σήμερα, μου έκανε την τιμητική πρόταση να αναλάβω τμήματα pole tricks αρχαρίων, exotic pole και ευλυγισίας με την καθοδήγηση και τη βοήθειά της. Η πρόκληση για μένα ήταν μεγάλη, αλλά η θέλησή μου να επιτύχω σε αυτό ήταν μεγαλύτερη. Έτσι, με σταθερά βήματα κατάφερα να είμαι βασική δασκάλα της σχόλης Cloud 9 Poledancing, μέλος των DaDa Dolls και ιδρύτρια της πρώτης ομάδας exotic pole dance, των Les Felines».
Η μαγεία του Pole
«Αυτή κρύβεται στον τρόπο που τα κάνεις όλα να φαίνονται τόσο εύκολα». Πρόκειται για μια σχέση αφοσίωσης, θα έλεγα, είναι το αγαπημένο μου χόμπι, η πιο δημιουργική και ευχάριστη δουλειά και το μεγαλύτερο σχολείο. Το pole dance είναι ένα είδος τέχνης που συνδυάζει χορό, ακροβατική, θέατρο και πολλά άλλα, δίνοντάς σου την ελευθερία να το προσεγγίσεις και να το ερμηνεύσεις σύμφωνα με το προσωπικό σου γούστο. Ως instructor παρατηρώ ότι μέσα από το pole dance πολύς κόσμος βρίσκει μια πιο αυτόνομη πλευρά του εαυτού του, γεμίζει χαμόγελο, χαρά, περηφάνια, αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση και αποδέχεται το σώμα του και τον εαυτό του.
Δυστυχώς, τα pole shows στα μαγαζιά είναι ελάχιστα και σπάνια, πράγμα που τα κάνει πρωτοποριακά. Το pole dance είναι μια τέχνη που συνεχώς εξελίσσεται και συνδυάζεται με όλο και περισσότερα είδη χορού και μουσικής, με αποτέλεσμα να καθιερώνεται σε περισσότερα μαγαζιά, χοροθεατρικές παραστάσεις και άλλα» μου λέει κλείνοντας την κουβέντα μας, λίγο πριν ξεκινήσει το show.
Οι ζωές τους είναι διαφορετικές. Οι διαδρομές τους μέσα στη νύχτα αλλιώτικες. Όμως, καθώς ξημερώνει, όλοι βγαίνουν στο φως. Ο Δημήτρης οδηγεί λίγο πιο αργά στον δρόμο για το σπίτι μετά την εφημερία, ο Μπάμπης αποχαιρετά έναν ακόμα κλαμένο συγγενή, ο Βασίλης λέει «καλημέρα» στον τελευταίο πελάτη του ταξί και η Σωτηρία βγάζει το make up, περήφανη για το show της. Σε λίγο κλείνουν τα μάτια τους, κάπου στη Θεσσαλονίκη. Κι εμείς ανοίγουμε τα παντζούρια μας.