Αδελφός πρώην αντιδημάρχου της Αθήνας και η 43χρονη «Νάνσυ» ήταν οι επικεφαλής του κυκλώματος εκβιαστών, που δρούσε με συγκεκριμένη μέθοδο, αποσπώντας χιλιάδες ευρώ από επιχειρηματίες στην Αθήνα.
Μαζί με τη 43χρονη γυναίκα που συστηνόταν ως «Νάνσυ» στους επιχειρηματίες που προσέγγιζε για να εκβιάσει, ρόλο διευθυντή της οργάνωσης είχε ένας άντρας, ηλικίας 64 ετών σήμερα, που είναι αδελφός πρώην αντιδημάρχου στον δήμο της Αθήνας. Ο βασικός ρόλος του άντρα αυτού ήταν η επικοινωνία και η καθοδήγηση του τμηματάρχη δημοτικού αστυνομικού τμήματος που δρούσε υπό τις οδηγίες του, στο πλαίσιο της οργάνωσης. Μέσω αυτού, ο 64χρονος ήταν σε θέση να γνωρίζει τους επικείμενους ελέγχους της Δημοτικής Αστυνομίας σε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος και από κοινού με την «Νάνσυ» ειδοποιούσαν τους καταστηματάρχες που είχαν υποκύψει στον εκβιασμό του κυκλώματος, ώστε να προετοιμαστούν καταλλήλως.
Μαζί, επίσης, αποφάσιζαν, σε ποια καταστήματα θα πραγματοποιηθούν ή όχι έλεγχοι, αναλόγως με το πώς θα εξυπηρετηθούν οι σκοποί της εγκληματικής οργάνωσης. Στην περίπτωση δε που γινόταν κάποιος έλεγχος που δεν ήταν εις γνώσιν τους, φρόντιζαν είτε να βεβαιωθούν ελαφρύτερα πρόστιμα είτε ακόμα και να ματαιωθεί.
Ειδικά ο 64χρονος φαίνεται πως ήταν εξαιρετικά προσεκτικός με τις κινήσεις του, αφού στις επικοινωνίες του με τα άλλα μέλη του κυκλώματος χρησιμοποιούσε αποκλειστικά διαδικτυακές εφαρμογές ώστε να μην μπορούν να καταγραφούν στο πλαίσιο της άρσης του απορρήτου. Για τις μετακινήσεις του δε, ο ίδιος χρησιμοποιούσε δίκυκλο το οποίο ανήκε σε φιλανθρωπικό ίδρυμα που είχε ιδρύσει ο αδελφός του, ενώ δεν δίσταζε να οδηγεί αντίθετα σε μονόδρομους ώστε να μην μπορεί κάποιος να τον παρακολουθήσει εύκολα.
Τα μέλη του κυκλώματος έδειχναν ιδιαίτερη προσοχή στις συνομιλίες με τους δημοσίους υπαλλήλους, στις οποίες απέφευγαν να αναφέρονται σε χρηματικά ποσά και πάντα τους υποδείκνυαν να μιλήσουν είτε δια ζώσης, είτε μέσω διαδικτυακών εφαρμογών, όπου ως επιπλέον μέτρο προστασίας χρησιμοποιούσαν μηνύματα που διαγράφονται αυτόματα μετά την παρέλευση χρονικού ορίου.
Το Modus Operandi της εγκληματικής οργάνωσης
Το κύκλωμα των εκβιαστών δρούσε με συγκεκριμένες μεθόδους και τρόπο λειτουργίας. Οι δύο επικεφαλής, η Νάνσυ και ο 64χρονος έδιναν τις εντολές και είχαν την απαιτούμενη πληροφόρηση. Αρχικά, «έστελναν» τους δωροδοκημένους υπαλλήλους να ελέγξουν την επιχείρηση στην οποία στόχευσαν και να βεβαιώσουν παραβάσεις. Αφού είχαν βεβαιωθεί πράγματι παραβάσεις, η Νάνσυ ήταν εκείνη που προσέγγιζε τους επιχειρηματίες, πείθοντάς τους ότι μπορούσε, χάριν των γνωριμιών της, να τους «βοηθήσει» - με το αζημίωτο, φυσικά. Στην περίπτωση που ο επιχειρηματίας αρνούνταν τον εκβιασμό, τότε η επιχείρηση δεχόταν άμεσα νέο έλεγχο με αποτέλεσμα το κατάστημα να κινδυνεύει με σφράγισμα.
Υπήρξαν δε και περιπτώσεις κατά τις οποίες ιδιοκτήτες καταστημάτων, ξενοδοχείων και εν γένει κτιρίων (ολοκληρωμένων ή και υπό κατασκευή), γνωρίζοντας τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης και τις δυνατότητες της, επιδίωκαν με δική τους πρωτοβουλία να ζητήσουν τις «υπηρεσίες» της, προκειμένου είτε να αποφύγουν τη βεβαίωση παραβάσεων, είτε να διευθετήσουν έτερα θέματα που ενέπιπταν στην αρμοδιότητα δημοσιών υπηρεσιών και αφορούσαν στις επιχειρήσεις τους.
Προκειμένου να παρέχουν πράγματι στους επιχειρηματίες που εκβίαζαν, τις υπηρεσίες που τους υπόσχονταν, τα διευθυντικά στελέχη προσέγγιζαν και στρατολογούσαν υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών που ελέγχουν καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ξενοδοχεία και οικοδομικές εργασίες (Δήμοι, Δημοτική Αστυνομία, Υπηρεσίες Δόμησης, Διευθύνσεις Υγειονομικού Ελέγχου, Υπουργείο Πολιτισμού κ.λπ.). Οι υπάλληλοι αυτοί είχαν κομβικό ρόλο στη λειτουργία της οργάνωσης, καθόσον ήταν αδύνατο να αναπτύξει την παράνομη δραστηριότητα της, χωρίς τη συνδρομή τους - και για τον λόγο αυτό, πληρώνονταν αδρά.
Συγκεκριμένα, οι υπάλληλοι, λόγω της θέσης που κατείχαν στον δημόσιο τομέα, γνώριζαν και παρείχαν πληροφορίες που αφορούσαν σε επικείμενους ελέγχους καταστημάτων και ακολούθως αυτοί ενημέρωναν τους καταστηματάρχες – πελάτες τους, ώστε να είναι πάντοτε προετοιμασμένοι για τον έλεγχο διορθώνοντας τυχόν συνήθεις παραβάσεις τους (τραπεζοκαθίσματα, κάπνισμα, μουσική κ.λπ.).
Επίσης, οι δημόσιοι υπάλληλοι λάμβαναν χρηματικά ποσά προκειμένου να μην βεβαιώνουν παραβάσεις ή να τις θέτουν στο αρχείο ή να βεβαιώνουν ελαφρύτερες παραβάσεις από τις πραγματικές. Μεταξύ των «αρμοδιοτήτων» τους ως μελών της οργάνωσης ήταν και το να βεβαιώνουν ψευδώς γεγονότα σε δημόσια έγγραφα, προβαίνοντας καθ’ αυτό τον τρόπο στην παράνομη έκδοση αδειών και λοιπών εγγράφων που αφορούν στη λειτουργία των καταστημάτων.
Πολλές φορές, για να εξυπηρετήσουν την οργάνωση, οι υπάλληλοι δεν μετέβαιναν για την διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων, ενώ στη συνέχεια συνέτασσαν ψευδώς εκθέσεις ότι πραγματοποίησαν κανονικά τους σχετικούς ελέγχους.
Αντίθετα, όποτε οι επικεφαλής της οργάνωσης το έκριναν απαραίτητο, οι υπάλληλοι διενεργούσαν ελέγχους με βάση τις οδηγίες τους, που αφορούσαν όχι μόνο το πού θα γίνει ο έλεγχος αλλά και το ποιες ακριβώς παραβάσεις θα βεβαιώσει. Στόχος τους ήταν να εκφοβίσουν και να εξαναγκάσουν τους καταστηματάρχες να απευθυνθούν στην οργάνωση, καταβάλλοντας χρηματικά ποσά για την προστασία τους και τη δωροδοκία των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και για την αποπληρωμή τυχόν χρωστούμενων ποσών στην οργάνωση.
Σε περιπτώσεις που οι καταστηματάρχες δεν δέχονταν να ενταχθούν υπό την προστασία της οργάνωσης, τα διευθυντικά στελέχη τους απειλούσαν ότι θα διενεργηθούν εκ νέου έλεγχοι στις επιχειρήσεις τους και θα τους βεβαιωθούν παραβάσεις, ενώ εάν και πάλι δεν ενέδιδαν στην απειλή, έδιναν τότε εντολή στους αρμόδιος υπαλλήλους - μέλη να προβούν, όπως προαναφέρθηκε, στους σχετικούς ελέγχους.
Εάν πάλι, υπάλληλοι που δεν συμμετείχαν στο κύκλωμα, έκαναν ελέγχους σε καταστήματα που πλήρωναν την εγκληματική οργάνωση, τότε τα διευθυντικά στελέχη της συζητούσαν ακόμα και το να αλλάξουν θέση στους υπαλλήλους αυτούς.