Επτά εκατομμύρια πιάτα στα πόδια του, 35 χρόνια «βασιλιάς» στη νυχτερινή διασκέδαση των Ελλήνων, κυρίως στο Λονδίνο -κι ας μην είχε κυκλοφορήσει ποτέ του προσωπικό δίσκο-, με διάσημους φίλους-πελάτες από το διεθνές επιχειρηματικό τζετ σετ – ο Χάρης Γαλανός, ο «Μαρκήσιος Ντε Σαντ της νύχτας» που έγραψε ιστορία στο θρυλικό «Elysee» του Λονδίνου, πέθανε τελικά το μεσημέρι του Σαββάτου σε ΜΕΘ δημόσιου νοσοκομείου της Αθήνας, έχοντας ίσως ζήσει περισσότερα από όσα φανταζόταν ο ίδιος όταν έπαιζε μικρός στις αλάνες του Πειραιά.
«Γεννήθηκα στην αρχαία Ολυμπία. Ήμουνα μοναχογιός. Η μητέρα μου ήταν ακαδημαϊκός και ο πατέρας μου μικρομεσαίος. Σε πολύ μικρή ηλικία, πρέπει να ήμουνα δύο μηνών, μετακομίσαμε στην Αθήνα, σε γειτονιά του Πειραιά. Εκεί πέρασα τα παιδικά μου χρόνια· στις αλάνες. Όλοι τότε περνούσαμε καλά με το τίποτα. Όλη τη μέρα παίζαμε και το βράδυ, κατά τις εννιά η ώρα, πηγαίναμε πανευτυχείς για ύπνο. Ήταν “η διασκέδαση χωρίς κόστος”, αν θες. Μικρός ήθελα να γίνω πιλότος, αλλά μετά ανακάλυψα ότι είχα δυσχρωματοψία και έτσι δεν μπόρεσα να ασχοληθώ με αυτό που αγαπούσα. Από πιτσιρικάς, ωστόσο, μου άρεσε πολύ το διάβασμα· είμαι βιβλιοφάγος. Για να καταλάβεις, στο κομοδίνο μου τώρα έχω τέσσερα βιβλία και τα διαβάζω ταυτόχρονα – μου αρέσουν οι ιστορίες. Οι ανθρώπινες ιστορίες, κυρίως. Γενικά, έζησα πολύ ευτυχισμένα μπορώ να πω· μου έλειπαν πολλά αλλά αισθανόμουν σα να τα ‘χα όλα!».
«Όταν πήγα στο στρατό μπήκα σε κάποια ροκ γκρουπς· ήμουνα με τα μαλλιά μέχρι την πλάτη, καμία σχέση με το τι ακολούοησε – “αυτός από τους Πυξ Λαξ θυμίζει εσένα” μου λένε σήμερα όσοι με γνώριζαν τότε. Ο Γιώργος Κατσαρός ήταν αυτός που πήρε την κιθάρα από τα χέρια μου και με κατέβασε πρώτη φορά στην πίστα. Ήμασταν τότε στα “Αστέρια” της Γλυφάδας, την εποχή που ντρεπόσουν να μπεις στην είσοδο από τη χλιδή και από τους διάσημους που έρχονταν εκεί, τέλη της δεκαετίας του ‘70. Στη συνέχεια συνεργάστηκα με τον Τσιτσάνη – είχαμε πάει μαζί μέχρι και στη Θεσσαλονίκη κάποιο Καλοκαίρι. Ο Τσιτσάνης δεν ήταν ούτε συνθέτης, ούτε τραγουδιστής· ο Τσιτσάνης ήτανε φιλόσοφος – ήτανε ωραίο να κάθεσαι και να του μιλάς, να τον ακούς. Θυμάμαι που προσπαθούσα να του κάνω φιγούρα, να κάνω κάτι περίεργους λαρυγγισμούς, να πιάσω ψιλές νότες και αυτός μου έλεγε “το απλό είναι το δύσκολο, ρε μόρτη!”. Αυτό μου έμεινε για χρόνια και το ακολουθώ μέχρι τώρα. Κι αυτό λέω κι εγώ στους καινούργιους. Θυμάμαι πως όταν φεύγαμε από το μαγαζί για να πάει στο σπίτι του, περνούσαμε πρώτα από την Ομόνοια για να πάρει κουλουράκια και τυράκι τρίγωνο – γι’ αυτόν και για την εγγονή του. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ από τον Τσιτσάνη είναι που, ενώ θα μπορούσε στις 4 το πρωί που τελείωνε το πρόγραμμα να φύγει και να πάει κατευθείαν να ξεκουραστεί, με περίμενε άλλη μισή ώρα μέχρι να τελειώσω κι εγώ για να με πάει στο σπίτι μου γιατί εγώ δεν οδηγούσα τότε, δεν είχα αυτοκίνητο. Μια φορά μου είχε πει “δεν έχω φωνή απόψε ρε μόρτη, έκανε κάτι σουτζουκάκια η γυναίκα μου και μου κάθισαν στο λαιμό” και γυρνάω εγώ και του απαντάω αφελέστατα “γιατί, τις άλλες φορές είχες;”. Με κυνηγούσε σε όλο το μαγαζί! Ύστερα γέλαγε. Με αγαπούσε ο Τσιτσάνης».
«Μέχρι να φύγω και να πάω στο Λονδίνο, είχα ήδη δουλέψει παντού ως μουσικός, με τους καλύτερους τραγουδιστές, με τις καλύτερες ορχήστρες. Η συνεργασία μου με τον Τόλη Βοσκόπουλο θα μου μείνει αξέχαστη. Ήθελα να “κλέψω” κάτι από την αρχοντιά του, μου έκανε εντύπωση που καθότανε όρθιος την ώρα που τραγουδούσε για να μην τσακίσει το παντελόνι του. Κι ο Τόλης, δεν έπαιρνε όποιους κι όποιους στα μαγαζιά που τραγουδούσε. Μια φορά, θυμάμαι, είχε έρθει κάποια κοπέλα για οντισιόν, είπε δύο τραγούδια, κατέβηκε από την πίστα και της είχε πει: “Ωραία τα ‘πες κοπέλα μου, είσαι καλή, αλλά εδώ είναι Εθνική Ελλάδος. Καλύτερα να δουλέψεις πρώτα κάπου αλλού, να κάνεις το αγροτικό σου”. Έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα τότες».
«Το ‘82 με πήρε τηλέφωνο η Ρένα Βλαχοπούλου και μου λέει: “Ανοίγει μία φίλη μου ένα piano bar στο Λονδίνο, θέλεις να πας για κανένα μήνα;”. Δεν είχα κάτι να χάσω, το ρεπερτόριο μου ήταν μεγάλο και πήγα. Τη Ρένα τη γνώριζα μέσω φίλων μου ηθοποιών – είχα σχέση εγώ με κάποια ηθοποιό τότε, μας είχαν συστήσει και κάναμε παρέα. Στο Λονδίνο, εκείνη την εποχή, είχα δει μία κατάσταση όπου οι τραγουδιστές έλεγαν τραγούδια του τύπου “Μίλησέ μου, μίλησέ μου”, ενώ εγώ βγήκα επάνω και ξεκίνησα να λέω Πάριο, Βοσκόπουλο, Μαρινέλλα, Αλεξίου – λαϊκά τραγούδια, ωραία λαϊκά. Αυτό τους ενθουσίασε, μεταφέρθηκε από στόμα σε στόμα και όλοι ξεκίνησαν να αναρωτιούνται “ποιος είναι αυτός που προκαλεί τόσο κέφι;”. Γιατί μπορεί να έλεγαν κουλτουριάρικα τραγούδια, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι οι πελάτες είχαν ξεχάσει από πού κατάγονταν, τι είχαν στο αίμα τους από γεννησιμιού τους. Έρχονταν, λοιπόν, παρέες, κάθονταν πολλή ώρα, με άκουγαν και το μαγαζί γέμιζε. Κι έτσι είχα μείνει στο Λονδίνο παραπάνω από όσο υπολόγιζα. Περίπου τέσσερις μήνες μετά, επισκέφθηκαν εκείνο το μαγαζί οι Καραγιώργηδες, αυτοί που είχαν το “Εlysee” και με παρακολούθησαν την ώρα που τραγουδούσα. Μια επόμενη μέρα ξανάρθε ένας από αυτούς, με κοιτούσε καλά καλά και μου πρότεινε ένα βράδυ να πάω να τραγουδήσω στο μαγαζί τους, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν θρύλος – ιδρύθηκε το 1936, έπαιζε ελληνική μουσική από τη δεκαετία του ‘60 και το είχαν επισκεφθεί διασημότητες όπως οι Beattles, o Μοχάμεντ Άλι, η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Αγγλίας για το παγκόσμιο κύπελλο που κατέκτησε το 1966, πρίγκιπες, βασιλείς, πρωθυπουργοί, εφοπλιστές, βιομήχανοι, οι πάντες. Θυμάμαι πώς είχα ξεκινήσει να τραγουδώ στις 10 το βράδυ εκείνη τη μέρα, στο μαγαζί ήταν και ο Σάλαχ, ήθελε να του λέω το “όχι, όχι μην με παρατάς” συνέχεια, και έτσι το πήγα σερί μέχρι το πρωί. Κάναμε πάταγο από την πρώτη κιόλας βραδιά! Να μην στα πολυλογώ, εκείνο το βράδυ κράτησε, τελικά, 25 χρόνια. Σήμερα με τον σεΐχη είμαστε φίλοι πια, έχω πάει τρεις φορές στη Σαουδική Αραβία με το προσωπικό του τζετ για να τα πιούμε και είμαι από τους ελάχιστους ανθρώπους που ο ίδιος φιλάει στο στόμα. Διότι, για να φιλήσουν οι Άραβες κάποιον στο στόμα, πρέπει να είναι ή αδελφός τους ή να τους έχουν κάνει κάτι πολύ σπουδαίο στη ζωή τους. Εκείνος με φιλάει μπροστά στη γυναίκα του και στα παιδιά του!».
Ο ΧΑΡΗΣ ΓΑΛΑΝΟΣ ΛΕΕΙ:
«Όλο μου το σώμα είναι σημαδεμένο. Επτά εκατομμύρια πιάτα – τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα! Και όχι από τα πούστικα πιάτα, από αυτά που έβαζαν κάποιοι για να μην χαλάνε λεφτά· από τα κανονικά τα πιάτα, τα πορσελάνινα».
«Ο Εμπειρίκος ο εφοπλιστής που ερχόταν κάποιες φορές στο "Εlysee", μου είχε πει κάτι μια φορά για τα λεφτά που το κράτησα: "Αν δεν σέβεσαι την δραχμή, δεν θα κάνεις ποτέ εκατομμύριο!"».
«Ούτε από τον Γουλανδρή ζήτησα το παραμικρό,, ούτε από τον Λαιμό. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Δεν ζήτησα ποτέ χάρη από κανένανε! Άλλωστε, τους ξέρω όλους αυτούς από μωρά. Είμαι γι' αυτούς όλους "ο Χαρούλης"».
«Κάποτε ήταν τόσα πολλά τα πιάτα στην πίστα καθώς τραγουδούσα που, όταν έβγαινα δεύτερο πρόγραμμα, ανέβαινα σιγά σιγά επάνω στα πιάτα για να είμαι στο κέντρο του μαγαζιού και στηριζόμουν με το ένα μου χέρι στο ταβάνι. Τα κορίτσια που τραγουδούσαν μαζί μου, μού τσιμπούσαν τα πόδια για να μην στεγνώσει το αίμα».
«Λέω πάντα ότι είμαι στη δεκαετία των 60. Ακολουθώ σ' αυτό, εκείνο που μου έλεγε πάντα ο Τσιτσάνης: "Η γυναίκα είναι όσο φαίνεται, ο άντρας είναι όσο μπορεί". Και εγώ είμαι από την τελευταία γενιά των δεινοσαύρων που πάνε και για δεύτερη φορά».
«Ένα βράδυ είχε κάνει το bachelor party του στο "Εlysee" ο Παύλος, ο γιος του βασιλιά, και είχαμε κλείσει το μαγαζί μόνο γι' αυτούς – για τα πριγκιπόπουλα. Ήθελαν, θυμάμαι, εκείνο το βράδυ να φέρουν και μερικές κοπέλες για καλαμπούρι, αλλά την τελευταία στιγμή το ακύρωσαν για να μην προκαλέσουν».
«Όταν ξεκίνησα να εμφανίζομαι στο “Εlysee” έρχονταν εκεί οι πατεράδες εφοπλιστές και, μέχρι πρόσφατα που ήρθα στην Αθήνα, έρχονταν τα παιδιά τους για να διασκεδάσουν. Αυτό πήγε από στόμα σε στόμα, έλεγαν “είναι ένας παλαβός εκεί πέρα, το κάνει κόλαση το μαγαζί” και έρχονταν μαζικά – άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές ομάδες και όλων των ειδών τα πορτοφόλια. Έχουν συμβεί δε πράγματα και θαύματα όλα αυτά τα χρόνια που, αν δεν ήμουνα τόσο εχέμυθος, δεν θα έμπαινα στα σπίτια που μπαίνω. Αλλά δεν είμαι κουτσομπόλης. Λέω μόνο αυτά που πρέπει δημόσια. Θυμάμαι, για παράδειγμα, που ένα βράδυ είχε κάνει το bachelor party του στο “Εlysee” ο Παύλος, ο γιος του βασιλιά, και είχαμε κλείσει το μαγαζί μόνο γι’ αυτούς – για τα πριγκιπόπουλα. Ήθελαν, θυμάμαι, εκείνο το βράδυ να φέρουν και μερικές κοπέλες για καλαμπούρι αλλά την τελευταία στιγμή το ακύρωσαν, για να μην προκαλέσουν. Τελικά, την πλήρωσαν οι δύο κοπέλες τραγουδίστριες: Τις σήκωναν επάνω, τις κατέβαζαν, τις τρέλαναν. Την επόμενη μέρα χρειαστήκαμε συνεργείο για να ξαναφτιάξουμε το μαγαζί – είχε γίνει χαμός!».
«Οι περισσότεροι που έρχονταν στο μαγαζί είναι σήμερα φίλοι μου – και είναι φίλοι μου επειδή ποτέ δεν τους ζήτησα κάτι. Ούτε από τον Γουλανδρή ζήτησα το παραμικρό, ούτε από τον Λαιμό. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Δεν ζήτησα ποτέ χάρη από κανένανε! Άλλωστε, τους ξέρω όλους αυτούς από μωρά. Είμαι γι’ αυτούς όλους “ο Χαρούλης”».
«Κάποτε ήταν τόσα πολλά τα πιάτα στην πίστα καθώς τραγουδούσα που, όταν έβγαινα δεύτερο πρόγραμμα, ανέβαινα σιγά σιγά επάνω στα πιάτα για να είμαι στο κέντρο του μαγαζιού και στηριζόμουν με το ένα μου χέρι στο ταβάνι. Τα κορίτσια που τραγουδούσαν μαζί μου, μού τσιμπούσαν τα πόδια για να μην στεγνώσει το αίμα. Μια φορά μάλιστα είχα φορέσει κράνος εργοταξίου για να προστατέψω το κεφάλι μου από τα πιάτα που προσγειώνονταν στην πίστα του “Εlysee”. Στα χέρια και στα πόδια μου έχω τόσα χτυπήματα που μπορώ να σου πω μία μέρα πριν αν θα αλλάξει ο καιρός την επόμενη. Αυτό το παθαίνουν και οι ποδοσφαιριστές από τις κλοτσιές. Όλο μου το σώμα είναι σημαδεμένο. Επτά εκατομμύρια πιάτα – τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα! Και όχι από τα πούστικα πιάτα, από αυτά που έβαζαν κάποιοι για να μην χαλάνε λεφτά· από τα κανονικά τα πιάτα, τα πορσελάνινα».
«Το “Εlysee” ήταν το σπίτι μου. Αν ήμουνα στην Αθήνα μπορεί να είχα δέκα δίσκους, μία βίλα στο Λαγονήσι και πολλά λεφτά, αλλά μπορεί και να ήμουν ένας αποτυχημένος και να μην έκανα τίποτα. Ποιος ξέρει; Την ημέρα το μαγαζί λειτουργούσε ως εστιατόριο – και μάλιστα πέντε αστέρων. Να φανταστείς πως ο τότε αρχιεπίσκοπος και το προσωπικό της “Ολυμπιακής”, έτρωγαν εκεί. Στις 8 είχε μουσική φαγητού, στις 9 έπιανα εγώ το μικρόφωνο και στις 11 γινόταν καμπαρέ. Το “Εlysee” ήταν για πάρα πολλά το πιο φημισμένο μαγαζί της ελληνικής και κυπριακής παροικίας του Λονδίνου και βρισκόταν σε ένα κλασσικό τετραώροφο βρετανικό κτήριο. Νομίζω ήμουνα στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή. Δηλαδή, σκέψου το: Αν δεν τύχαινε να ήμουνα στο σπίτι τη μέρα εκείνη που με πήρε τηλέφωνο η Βλαχοπούλου και δεν το απαντούσα, δεν θα ήμουνα εγώ, θα ήτανε κάποιο άλλο παιδί. Θέμα τύχης είναι όλα στη ζωή».
«Από τους καινούργιους τραγουδιστές που έρχονταν στο Λονδίνο για να διασκεδάσουν, εγώ δεν ήξερα κανένα. Μια φορά είχε έρθει στο μαγαζί ο Αντώνης ο Ρέμος, μαζί με μία πολύ όμορφη ηθοποιό – κοπέλα του ήταν, νομίζω. Μου έλεγαν οι άλλοι “ο Ρέμος, ο Ρέμος” και εγώ τους έλεγα ότι δεν τον ξέρω – “ποιος είναι αυτός;”. Ύστερα έλεγαν κάποιοι “πήγε ο Ρέμος στο Εlysee και αυτός ο άξεστος δεν του έδωσε καν το μικρόφωνο!”. Αλλά, πού να τον ξέρω εγώ; Όταν ήρθα στην Αθήνα, πήγα στο μαγαζί που τραγουδάει και του απολογήθηκα. Γέλαγε».
«Δεν έχω βγάλει ποτέ δίσκο όλα αυτά τα χρόνια και δεν είχα κιόλας την ανάγκη να μπω στη δισκογραφία, δεν με ενδιέφερε. Αφού μου έλεγαν οι πελάτες ότι τα λέω πολύ καλά. Δεν υπήρχε λόγος. Να βάλω μπελάδες στο κεφάλι μου με τους παρατρεχάμενους;».
«Στην Αθήνα, όπου ζω πια, δεν οδηγώ, φοβάμαι – μπαίνω ανάποδα στους δρόμους, είμαι αφηρημένος. Στη ζωή μου είμαι επίσης πολύ αναβλητικός· αυτό είναι το μεγαλύτερό μου ελάττωμα. Είμαι της θεωρίας “μην κάνεις τίποτα σήμερα, αφού μπορείς να το κάνεις αύριο”. Ναι, έχω βγάλει πολλά λεφτά, δεν είμαι παραπονεμένος, αλλά δεν ήμουνα ποτέ υλιστής. Σκέψου ότι εάν τις πλήρωνα τις διακοπές μου, θα χρειαζόμουνα 15 χιλιάδες ευρώ κάθε μήνα. Αλλά έχω φίλους. Εδώ, ούτε ένα εσπρεσάκι δεν με αφήνουν να πληρώσω. Βάζω τα κλάματα από την αγάπη των φίλων μου. Το θέμα όμως δεν είναι αν τρως αστακομακαρονάδες ή όχι, το θέμα είναι η χημεία της παρέας – αυτό μετράει. Πληρώνεται με τίποτα η νεύρωση στομάχου από τα γέλια, από τα αστεία που λέω με τους φίλους μου; Κάποτε, θυμάμαι, μου είχαν κλέψει έξω από το μαγαζί μια μερσεντές, την οποία είχα αγοράσει από τον Διονύση Παπαδόγκονα, το γιο του ναυάρχου. Όλο το μαγαζί έσκαγε, εγώ γέλαγα. Για το μόνο που έκλαψα στη ζωή μου ήταν για τη συλλεκτική κιθάρα που είχα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου, την οποία δεν μπορούσα να την ξαναβρώ. Την έκλαψα αυτή την κιθάρα, όσο δεν μπορείς να φανταστείς – την πενθώ ακόμα. Για τη μερσεντές, χέστηκα! Ο Εμπειρίκος ο εφοπλιστής που ερχόταν κάποιες φορές στο “Εlysee”, μου είχε πει κάτι μια φορά για τα λεφτά που το κράτησα: “Αν δεν σέβεσαι την δραχμή, δεν θα κάνεις ποτέ εκατομμύριο!”
«Υπήρξα παντρεμένος, ύστερα χώρισα και έχω ένα γιο. Κανείς δεν παντρεύεται για να χωρίσει, αλλά έτυχε. Η πρώην κυρία μου είναι η καλύτερή μου φίλη τώρα. Αφού σκέφτομαι όταν μεγαλώσω λίγο ακόμα να την ξαναπαντρευτώ. Εδώ στην Αθήνα όπου μένω πια, ξυπνάω πρωί, βλέπω λίγο τις ειδήσεις στη ΕΡΤ -όπως είχα μάθει απ’ το Λονδίνο-, πάω γυμναστήριο, συναντώ φίλους και το βράδυ μπορεί να πάω σε κάποιο μαγαζί. Στην Πανεπιστημίου είχα ανοίξει και το αθηναϊκό, ας πούμε, “Εlysee”. Το πρόγραμμα ήταν χτισμένο επάνω μου, γιατί αν δεν τραγουδήσω εγώ όπου εμφανίζομαι, πάει, καήκαμε. Βγαίνω επάνω στην πίστα και τραγουδάω χωρίς πρόγραμμα – ποτέ μου, άλλωστε, δεν έφτιαξα ένα πρόγραμμα με τραγούδια που να το ακολουθώ. Εγώ βγαίνω και λέω ότι θέλω, ότι γουστάρω και ό,τι έχει διάθεση να ακούσει ο κόσμος – τον κόσμο υπηρετώ».
«Μην με ρωτάς την ηλικία μου· λέω πάντα ότι είμαι στη δεκαετία των 60. Ακολουθώ σ’ αυτό, εκείνο που μου έλεγε πάντα ο Τσιτσάνης: “Η γυναίκα είναι όσο φαίνεται, ο άντρας είναι όσο μπορεί”. Και εγώ είμαι από την τελευταία γενιά των δεινοσαύρων που πάνε και για δεύτερη φορά».