[Από τον Θοδωρή Αντωνόπουλο]
«The Bitch is Dead!» (Η Σκύλα Πέθανε!), πανηγύριζαν χιλιάδες Βρετανοί το απόγευμα της 8ης Απριλίου, αμέσως μόλις ανακοινώθηκε πως «η βαρόνη Θάτσερ απεβίωσε από εγκεφαλικό». Τα αυτοσχέδια street party σε Μπρίξτον, Λίβερπουλ, Γκλασκώβη και αλλού με ταμπούρλα και σαμπάνιες κατέδειχναν τον βαθύ εθνικό διχασμό που κληρονόμησε η 11χρονη πρωθυπουργία της σε μια κοινωνία που φημίζεται για το φλέγμα της. Οι αντίπαλοί της τής σέρνουν τα εξ αμάξης στα ΜΜΕ, τα social media και αλλού, συχνά σε γλώσσα ασυνήθιστα σκληρή. Οι αρχές έχουν εξαγγείλει δρακόντεια μέτρα ασφαλείας για την κηδεία της, φοβούμενες επεισόδια. Εγώ ωστόσο την... νοσταλγώ τη μακαρίτισσα! Για την ακρίβεια όχι την ίδια αλλά την εποχή της, που συνέπεσε με τη ρομαντική όσο και οργισμένη εφηβεία (και μετεφηβεία) μεγάλου κομματιού της γενιάς μου.
Αφότου η «Σιδηρά Κυρία» διάβηκε το κατώφλι της Downing Street τον Μάιο του 1979 έγινε «κόκκινο πανί» για τη βρετανική και τη διεθνή Αριστερά, καθώς και για όλους όσοι ακούγαμε παρόμοιες μουσικές και μοιραζόμασταν παρεμφερείς ανησυχίες ακόμα κι εδώ, στην Ελλάδα της όψιμης ακόμα τότε μεταπολίτευσης. Τότε που είχαμε Ε.Ε. αλλά όχι Ευρώ, ηλεκτρικό αλλά όχι Μετρό, τηλέφωνα μόνο σταθερά, ραδιόφωνο και τηλεόραση κρατικά αλλά που την έβγαζες άνετα τρεις μέρες με ένα κατοστάρικο (δραχμές, εννοείται) και σου περίσσευαν και ρέστα για σινεμά και μπίρα πιο μετά. Που αντί για Παγκοσμιοποίηση είχαμε Ψυχρό Πόλεμο, ήδη όμως μέσα από τα βινύλια, τα μουσικά περιοδικά και τον εναλλακτικό Τύπο (σπανιότερα τα ταξίδια) αναπτυσσόταν μια κοινή νεολαιίστικη αντικουλτούρα που αυτή τη φορά δεν θα μας άφηνε «απέξω», όπως συνέβη λόγω χούντας στα 60's. Ήταν η εποχή της έκρηξης του πανκ, του new wave και των διαφόρων παραφυάδων τους. Ρομαντικές, σκοτεινές, χαοτικές ή/και έντονα πολιτικοποιημένες, οι νέες μουσικές αντικατόπτριζαν την ταραγμένη κοινωνικοπολιτική κατάσταση καθώς και την αρνητική -για τους μη προνομιούχους, τουλάχιστον- ψυχολογία που χαρακτήριζε την περίοδο Θάτσερ.
Η αυταρχική, αλαζονική, ανάλγητη Μάγκι υπήρξε ο προσφιλής στόχος μιας μεγάλης γκάμας καλλιτεχνών, τόσο της underground όσο και της mainstream μουσικής σκηνής: Από τους αναρχοπασιφιστές Crass (που την είχαν περιλάβει γενεές δεκατέσσερις σε σειρά δίσκων και παραγωγών), τους Specials (Maggie's Farm, Ghost Town) και τους Iron Maiden (που τη «δολοφόνησαν» κιόλας στο λογοκριμένο εξώφυλλο ενός LP) μέχρι τον Elvis Costello (Ship Building), τον Boy George (Law 28) και τον Morrissey που την ήθελε στην γκιλοτίνα (Margaret on the Guillotine). Χώρια πόσα κομμάτια συμπαράστασης είχαν γραφεί για τον αγώνα των ανθρακωρύχων που σημάδεψε την πρώιμη θητεία της (Billy Brag, Paul Weller, Robert Wyatt, Chumbawamba, The The, New Model Army, Test Department, U2...). Ένας αγώνας ηρωικός πλην μάταιος -οι νεότεροι πήραν μια μυρουδιά από την ταινία Billy Elliot- που όμως, μέσα κι από τη μουσική, αποτέλεσε σημείο αναφοράς και για τη δική μας πολιτικοποίηση. Και δεν ήταν το μόνο – υπήρχαν επίσης ο Μπόμπι Σαντς και οι άλλοι εννέα νεκροί απεργοί πείνας του IRA (1981), ο πόλεμος των Φόκλαντς (1982), τα εκατομμύρια των ανέργων, οι χιλιάδες άστεγοι στους λονδρέζικους δρόμους που σκόνταφτες πάνω τους αν δεν πρόσεχες (ακόμα θυμάμαι πόσο με είχε σοκάρει η εικόνα, ανύπαρκτη στην Αθήνα τότε), οι αντιπυρηνικές κινητοποιήσεις της CND. Η πολυετής αντίσταση των γυναικών του Greenham Common ενάντια στην εγκατάσταση των πυραύλων Κρουζ (1982-2000), η συσπείρωση της LGBT κοινότητας ενάντια στον νόμο 28 (1988) που απαγόρευε τη «προώθηση» της ομοφυλοφιλίας από σχολεία και δημοτικές αρχές (κάτι αντίστοιχο, στο πιο χάρντκορ βέβαια, εφαρμόζεται εσχάτως στη Ρωσία) και βέβαια η παλλαϊκή διαδήλωση της πλατείας Τραφάλγκαρ ενάντια στον λεγόμενο κεφαλικό φόρο (31/3/90) που εξελίχθηκε σε μια από τις χειρότερες ταραχές στην ιστορία του Λονδίνου, επιταχύνοντας την πτώση της (θυμάμαι να χαζεύουμε με την παρέα τα σκηνικά στην τηλεόραση, ακούγοντας καπάκι το London Calling των Clash).
Η παραμορφωμένη ανάλογα με την έμπνευση του εκάστοτε σχεδιαστή φιγούρα της κόσμησε δίσκους, CD, αφίσες, κονκάρδες, έγινε κολάζ, t-shirt ακόμα, μεταβάλλοντας και την ίδια σε pop icon που ίσως θα έπρεπε να είχε απαθανατίσει ένας Άντι Γουόρχολ - το έκαναν, ωστόσο, καλλιτέχνες όπως οι Ρίτσαρντ Στόουν και Πιτ Μέισον. Μαζί με τον προσφιλή της Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν (1981-89) συνέθεταν το «τρομερό δίδυμο» του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού, αντιπροσωπεύοντας το Απόλυτο Κακό για κάθε επαναστατημένο νιάτο της εποχής. Συχνά, άλλωστε, σατιρίζονταν μαζί. Ο «Μπόνζο» (που ήταν ισχυρότερος, μάλλον αντιπαθέστερος και σίγουρα λιγότερο ευφυής από την Μάγκι), είχε βέβαια επίσης στοχοποιηθεί πολιτικά και χλευαστεί μουσικά (από Dead Kennedys, Ramones, Minutemen, The Damned κ.ά.), όμως η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν εκείνη που πραγματικά λάτρευες να μισείς. Αφενός γιατί ήταν γυναίκα (άρα τής ήταν διπλά ασυγχώρητη η «ηγεμονική», «ετεροσεξιστική» ματιά στα πράγματα), αφετέρου γιατί ήταν ένας αντίπαλος που σε ανάγκαζε να τον υπολογίζεις. Κάτι ο «αέρας» της, κάτι η συνέπεια στην -όσο απεχθή- πολιτική της, κάτι ο υπερφίαλος τσαμπουκάς της, κάτι οι αμίμητες ατάκες της σε έκαναν να της αναγνωρίζεις τουλάχιστον μια κάποια αξία. Σε σύγχρονες αντιστοιχίες, τον Μπάρακ Ομπάμα δύσκολα τον αντιπαθείς ακόμα και στα χειρότερά του (άσε που καμία σχέση με τον Τεξανό καουμπόι), ενώ η Άνγκελα Μέρκελ διαθέτει μεν κάτι από την ψυχρότητα και το γαϊδουρινό πείσμα της Θάτσερ, υστερεί όμως σαφώς σε πολιτικό εκτόπισμα, τουπέ κι ευφράδεια.
Ομολογώ ότι μέχρι κι εγώ, που γαλουχήθηκα με τόνους αντιθατσερισμού, τη λυπήθηκα όταν την είδα να σέρνεται καταρρακωμένη από το Αλτσχάιμερ στα τελευταία της, καθώς και για τη «σκύλευση» που υφίσταται μετά θάνατον. Πολύ λιγότερο ευαίσθητους είδα τους Βρετανούς φίλους μου (που δεν θα μπορούσαν παρά να είναι αντιθατσερικοί) – ούτε για τον χαμό ενός αιμοσταγούς δικτάτορα δεν θα κάνανε τέτοιες χαρές. «Εμάς κυβέρνησε, ξέρουμε καλύτερα!», ήταν η κοφτή απάντηση ενός σε σχετική παρατήρησή μου. Ο Morrissey τη χαρακτήρισε, μάλιστα, «προσωποποιημένο τρόμο δίχως ούτε το ελάχιστο μόριο ανθρωπιάς». Φυσικά, δεν είναι όλοι στα βρετανικά νησιά εχθροί της – κάθε άλλο. Οι υποστηρικτές της πλέκουν διθυράμβους για την «πρωτοφανή» οικονομική ανάπτυξη και ευημερία της διακυβέρνησής της, την «τόνωση» της εθνικής αυτοπεποίθησης, το «άνοιγμα» της αγοράς, την «κοινωνική κινητικότητα», τη συμβολή –μ' όλο τον ύστερο σκεπτικισμό της- στην ευρωπαϊκή ιδέα, ενώ δημοσκοπήσεις φέρουν τον μισό πληθυσμό να εκτιμά θετικά το έργο της. Στον αντίποδα τής προσάπτουν ότι διέλυσε την αγορά εργασίας, την εργατική τάξη, τα συνδικάτα, το κοινωνικό κράτος, διατηρούσε «σχέσεις στοργής» με τη Ν. Αφρική του απαρτχάιντ και τα δικτατορικά καθεστώτα σε Χιλή και Ινδονησία, αδιαφόρησε για το AIDS σε κρίσιμα χρόνια, «δίωξε» την γκέι κοινότητα (παρότι το '67 ως βουλευτίνα είχε ψηφίσει υπέρ της αποποινικοποίησης της ομοφυλοφιλίας). Όμως σκοπός μου εδώ δεν είναι ένας αυστηρός πολιτικός απολογισμός. Η ιστορία θα κρίνει καλύτερα απ' όλους -το κάνει ήδη, νομίζω- τόσο την ίδια, όσο και την κοσμοθεωρία της. Μένει να δούμε αν και πόσο θ' απαξιωθούν οι πολιτικές της παρακαταθήκες, που παραμένουν ζωντανές και όχι μόνο στη Γηραιά Αλβιόνα, αν δηλαδή ένας άλλος κόσμος είναι πράγματι εφικτός - γιατί περί αυτού τελικά πρόκειται.
Η Μάγκι εξακολουθεί, πάντως, να κάνει επιτυχίες: Πέρσι «χάρισε» ένα Όσκαρ στην πρώην φανατική πολέμιό της Μέριλ Στριπ, ενώ το τραγουδάκι της Τζούντι Γκάρλαντ The Witch is Dead (Η Μάγισσα είναι Νεκρή) από τον Μάγο του Οζ, που παραπέμπει, εννοείται, σε εκείνη, είναι πρώτο αυτές τις μέρες σε κατεβάσματα στο Amazon.com και δεύτερο στο iTunes! Από τη μια το σιγοτραγουδώ και λικνίζομαι επίσης στο ρυθμό του, από την άλλη νιώθω πράγματι σαν να έχασα έναν αχώνευτο πλην «κοντινό μου» άνθρωπο, μια «κακιά γειτόνισσα» που όμως είχε χαρακτήρα, ενώ επιπλέον χρησίμευε ως μέτρο σύγκρισης για την αξιοσύνη και της υπόλοιπης γειτονιάς. Οι κατάρες που τη συνόδευαν και τη συνοδεύουν είναι, βέβαια, πολλές – οι δαίμονες ας τη συγχωρέσουν.
σχόλια