Γιορτάζοντας τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης κατά του οθωμανικού ζυγού, ας θυμηθούμε παλιότερες λέξεις που σχετίζονται με έναν άλλο ζυγό.
Οι παλιότεροι γνωρίζουν ασφαλώς την οκά, τη θυμούνται, καθότι ήταν μια λέξη που αφορούσε την καθημερινή ζωή τους. Παλαιότερα το βάρος όλων των προϊόντων (στερεών και υγρών), τα οποία διετίθεντο στο εμπόριο κυρίως χύμα, υπολογιζόταν σε οκάδες, αλλά και δράμια. Μία οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια (μάζας 3,2 γραμμαρίων), εξ ου και η παροιμιώδης φράση «τα 'χει τετρακόσια».
Ειδικότερα, η οκά (τουρκικό okka) ήταν μονάδα μέτρησης μάζας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όμως εξακολούθησε να παραμένει σε ισχύ εντός της επικράτειας των απελευθερωθέντων κρατών παράλληλα προς τις νέες μονάδες του μετρικού συστήματος που καθιερώθηκαν. Μάλιστα δεν ήταν παντού ίδια, αλλά ανά χώρα ποίκιλλε κατά περιόδους, ενώ στους ύστερους χρόνους της Τουρκοκρατίας ορίστηκε στα 1,282 χιλιόγραμμα (κιλά).
Επί Τουρκοκρατίας υπήρχε και το καντάρι (τουρκ. kantar), που ισοδυναμούσε με 44 οκάδες (= 56,44 χιλιόγραμμα), το οποίο ήταν και παραδοσιακή ζυγαριά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με τη μετατροπή της οκάς σε κιλό κερδισμένοι βγήκαν οι έμποροι και ζημιωμένοι οι καταναλωτές, καθώς οι τιμές παρέμειναν ίδιες για μικρότερου βάρους αγαθά (το κιλό αντιστοιχούσε σε 312 δράμια). Δηλαδή ακριβώς αυτό που έγινε με την αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ και τις στρογγυλοποιήσεις, φυσικά πάντα προς τα πάνω...
Ένα παράδοξο γεγονός είναι και τούτο: Η οκά έπαψε να χρησιμοποιείται στην Τουρκία το 1931 (επί Κεμάλ Ατατούρκ), μάλιστα στη γειτονική χώρα ονομαζόταν eski okka (παλαιά οκά), σε αντιδιαστολή προς τη yeni (νέα) okka, δηλ. το χιλιόγραμμο (κιλό). Κι όμως, στη χώρα μας η οκά καταργήθηκε επισήμως το 1959, μαζί με τα υπόλοιπα παλαιά μέτρα και σταθμά (όπως για παράδειγμα η οργιά και ο πήχης).
Αλλά και πάλι, η οκά επιβίωσε μέχρι και τη δεκαετία του 1990 στις συσκευασίες των αλκοολούχων ποτών, κυρίως του ούζου και του τσίπουρου. Όταν –για παράδειγμα– σε κάποιο μεζεδοπωλείο ζητάμε να μας σερβίρουν ένα «κατοσταράκι», στην πραγματικότητα ζητάμε το μπουκαλάκι που αντιστοιχούσε στα 100 δράμια της οκάς (320 γρ.), το «πενηνταράκι» μεταφράζεται σε 160 γρ. και το μικροσκοπικό «εικοσιπενταράκι» σε μόλις 80 γρ.!
Οι δύο λέξεις χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα στη νεοελληνική κοινή: «Ο Σπύρος μού έδειξε το ρολόι που αγόρασε. Δεν του το είπα, αλλά κάνει μπαμ ότι είναι της οκάς» (=ευτελές, κακής ποιότητας, σαν να αγοράστηκε με το κιλό), «Αυτή η φοβερή ρίγανη που μου έφερες απ' το χωριό σου θα έπρεπε να πουλιέται με το δράμι, αλλά πού να τη βρεις...». «Το γαρούφαλο είναι μαύρο, μόν' πουλιέται με το δράμι» (συχνά η αξία δεν συμβαδίζει με την εμφάνιση). «Δυο δράμια υπομονή, μια οκά μυαλό» (παροιμία).
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι με τη μετατροπή της οκάς σε κιλό κερδισμένοι βγήκαν οι έμποροι και ζημιωμένοι οι καταναλωτές, καθώς οι τιμές παρέμειναν ίδιες για μικρότερου βάρους αγαθά (το κιλό αντιστοιχούσε σε 312 δράμια). Δηλαδή ακριβώς αυτό που έγινε με την αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ και τις στρογγυλοποιήσεις, φυσικά πάντα προς τα πάνω...
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΤΩΡΑ και κάποιες λέξεις από το υπό έκδοση Ηπειρώτικο Λεξικό που αφορούσαν παλαιότερα στο ζύγισμα και στο βάρος:
Αλαφριά/αλαφρή: Η πλευρά της ζυγαριάς όπου ζύγιζαν τις μικρές ποσότητες (δράμια), ενώ από την άλλη τις οκάδες. Επίσης, η πλευρά του στατεριού που ζυγίζει τα μικρά βάρη, π.χ. μέχρι 10 οκάδες, σε αντίθεση με τις βαριές, από 10 οκάδες και πάνω. «Αυτός ζυγίζει απ' τις αλαφριές» (παροιμιώδης φράση για τους αφελείς, τους ανόητους).
Βαριά: η πλευρά της παλάντζας ή του στατεριού που ήταν για μεγαλύτερα βάρη.
Βεδούρα: ξύλινο δοχείο ως μέτρο υπολογισμού χωρητικότητας δημητριακών, δηλ. ήταν ογκομετρική μονάδα που αντιστοιχούσε σε 10 οκάδες. Δύο βεδούρες ήταν ένα πινάκι (20 οκάδες) και 70 οκάδες ένα ξάι. Η λέξη συναντάται και ως βεδούρι.
Δραμιάρα: ιδιοπαρασκευασμένο κυνηγετικό φυσίγγι με ποσότητα μπαρούτης και σκαγιών διπλάσια του μισόδραμου. Τη χρησιμοποιούσαν για το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων, π.χ. αγριόχοιρου.
Μισόδραμο: ποσότητα μπαρούτης και σκαγιών για ιδιοπαρασκευασμένα κυνηγετικά φυσίγγια που προορίζονται για κυνήγι άγριων πουλιών. «Τα παλιά τα χρόνια, ο κόσμος απ' τ'ν ανέχεια έφκιαναν μ'σόδραμα κι τ'φέκαγαν κοσσύφια».
Παλάντζα: κρεμαστή ζυγαριά, που έχει τη βαριά και αλαφριά πλευρά, δηλ. για ανάλογου βάρους πράγματα (παλιά ζύγιζε οκάδες, αργότερα κιλά). Μεταφορικά: «Ε, μουρέ Βαγγέλη, μην τα βάν'ς ούλα στ'ν παλάντζα...» (=μην τα παίρνεις τοις μετρητοίς).
Στατέρι: στατήρας, ζυγός, παλιά ζυγαριά, η χρήση της οποίας απαιτούσε τη συνεργασία δύο ανθρώπων, καθώς στο πάνω μέρος της προσάρμοζαν ένα ξύλο, οι δύο πλευρές του οποίου ακουμπούσαν στις πλάτες τους. «Τα 'χει (ενν. τα μήλα) ο μπέης (αφέντης) μετρημένα κι η κυρά λογαριασμένα, με της πόλης το στατέρι, με του νιόγαμπρου το χέρι» (γαμήλιο τραγούδι).
Φλουρόδραμο: η μικροσκοπική ζυγαριά, με την οποία ζύγιζαν τις χρυσές λίρες για να διαπιστώσουν αν ήταν γνήσιες. Επειδή ήταν ακριβείας, είχε πολύ μικρά βαρίδια. Η λέξη συχνά χρησιμοποιείται και με μεταφορική σημασία: «Ό,τι θέλου θα λέου! Τι... Μι του φλουρόδραμου θα τ'ς μιτρήσου τ'ς κ'βέντις;».
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας είναι φιλόλογος και επιμελητής εκδόσεων. Από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια κυκλοφορεί το βιβλίο του «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν».
σχόλια