Στοιχεία για τα ναρκωτικά και τη χρήση τους αποκαλύπτουν τα αποτελέσματα ανάλυσης δειγμάτων από λύματα σε υπονόμους της Αθήνας και 72 ακόμη ευρωπαϊκών πόλεων παρουσίασε ο πανευρωπαϊκός όμιλος SCORE σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για τα Ναρκωτικά (EMCDDA).
Η νέα μελέτη για τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν το 2018 δείχνει αύξηση της ανίχνευσης αμφεταμινών, κοκαΐνης και MDMA συγκριτικά με τα στοιχεία του 2017.
Η νέα έρευνα για τη χρήση ναρκωτικών στην Ευρώπη αναδεικνύει το Μπρίστολ ως την «πρωτεύουσα της κοκαΐνης».
Η παρουσία του μεταβολίτη βενζοϋλεκγονίνη ήταν καθοριστική για να βρεθούν τα ίχνη της κοκαΐνης, καθώς είναι η ουσία που παράγει το σώμα μετά τη χρήση και τη διάσπαση της κοκαΐνης.
Η έρευνα αποκάλυψε ότι το μέσο ημερήσιο επίπεδο της ΒΕ στα υδατικά λύματα του Μπρίστολ ήταν περίπου 969,2mg ανά 1.000 άτομα το 2018, από 754.7mg το 2017. Το Άμστερνταμ κατέγραψε το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό το 2018, με 932.4mg, ακολουθούμενο από τη Ζυρίχη με 856.0mg.
Τα δείγματα ελήφθησαν τον Μάρτιο του 2018 προκειμένου να ερευνηθούν οι συνήθειες των κατοίκων στη λήψη τεσσάρων παράνομων ναρκωτικών ουσιών, συγκεκριμένα σε αμφεταμίνη, κοκαΐνη, MDMA (έκσταση) και μεθαμφεταμίνη.
Από την Λισαβόνα ως την Αθήνα και από την Κοπεγχάγη ως την Μαδρίτη, η έρευνα ανέλυσε δείγματα λυμάτων από περίπου 46 εκατομμύρια άτομα. Με τη νέα μέθοδο, οι επιστήμονες είναι πλέον σε θέση να υπολογίσουν την ποσότητα ναρκωτικών που γίνεται χρήση σε μια κοινότητα, μετρώντας τα επίπεδα παράνομων ουσιών στους μεταβολίτες που εκκρίνονται στα ούρα.
Ειδικότερα, διαπιστώθηκαν τα εξής:
Κοκαΐνη: Στις πόλεις με δεδομένα για τα λύματα για τα έτη 2017 και 2018, τα τελευταία στοιχεία αποκαλύπτουν αύξηση στα ίχνη κοκαΐνης, επιβεβαιώνοντας την ανοδική τάση που αναφέρθηκε το 2017. Τα κατάλοιπα κοκαΐνης στα λύματα ήταν υψηλότερα σε πόλεις της δυτικής και νότιας Ευρώπης, όπως η Ολλανδία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η ανάλυση δείχνει πολύ χαμηλά επίπεδα χρήσης κοκαΐνης στην πλειοψηφία των πόλεων της ανατολικής Ευρώπης, αλλά τα πιο πρόσφατα στοιχεία παρουσιάζουν ενδείξεις αυξήσεων.
Αμφεταμίνη: Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν πως οι περισσότερες πόλεις ανέφεραν αύξηση των καταλοίπων αμφεταμινών, ενώ τα στοιχεία των προηγούμενων επτά εκστρατειών παρακολούθησης δεν έδειξαν σημαντικές αλλαγές. Τα φορτία αμφεταμίνης που ανιχνεύθηκαν στα λύματα ποικίλλουν σημαντικά, με τα υψηλότερα ποσοστά να αναφέρονται σε πόλεις της Βόρειας και Ανατολικής Ευρώπης. Η αμφεταμίνη βρέθηκε σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα στις πόλεις της Νότιας Ευρώπης.
MDMA: Τα στοιχεία του 2018 δείχνουν αυξημένα ίχνη MDMA στις περισσότερες πόλεις, συγκριτικά με μια σταθεροποιητική τάση το 2017. (Κατά την περίοδο 2011-16 παρατηρήθηκαν έντονες αυξήσεις του MDMA).
Μεθαμφεταμίνη: Παραδοσιακά συγκεντρωμένη σε Τσεχία και Σλοβακία, η μεθαμφεταμίνη πλέον εμφανίζεται επίσης στην Κύπρο, στα ανατολικά της Γερμανίας, στην Ισπανία και στη Βόρεια Ευρώπη (π.χ. Φινλανδία και Νορβηγία).
Όταν εξετάστηκε η χρήση ναρκωτικών σε εβδομαδιαία βάση, διαπιστώθηκε πως στις περισσότερες πόλεις τα επίπεδα κοκαΐνης και MDMA (έκσταση) αυξήθηκαν έντονα τα Σαββατοκύριακα.
Το αξιοσημείωτο για το 2018 είναι πως παρατηρήθηκε παρόμοιο μοτίβο για την αμφεταμίνη (υποδηλώνοντας ψυχαγωγική χρήση), ενώ παλαιότερα τα ίχνη έδειχναν να κατανέμονται πιο ομοιόμορφα καθ 'όλη τη διάρκεια της εβδομάδας. Την ίδια στιγμή, τα ίχνη μεθαμφεταμίνης βρέθηκαν να κατανέμονται ομοιόμορφα σε όλη τη διάρκεια της εβδομάδας.
Τα ναρκωτικά στους υπονόμους της Αθήνας
Τα στοιχεία της φετινής έκθεσης για την Αθήνα δεν περιλαμβάνουν δεδομένα για κοκαΐνη και μεθαμφεταμίνες. Ωστόσο η Αθήνα όπως όλες οι ευρωπαϊκές πόλεις, παρουσιάζει αυξημένη χρήση ναρκωτικών κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου.
Από την επεξεργασία για την έκθεση προκύπτει πως η ημερήσια κατανάλωση για το MDMA ήταν περίπου 4,7 mg ανά 1.000 άτομα. Το 2017 η μέτρηση ήταν λίγο χαμηλότερα στα 2,5 mg ανά 1.000 άτομα.
Τα Σαββατοκύριακα το ποσοστό φτάνει στα 5,7 mg ανά 1.000 άτομα.
Τα ποσοστά της αμφεταμίνης είναι αρκετά υψηλότερα καθώς η έκθεση δείχνει 8,6 mg ανά 1.000 άτομα.
Τα Σαββατοκύριακα το ποσοστό φτάνει στα 10,5 mg ανά 1.000 άτομα ενώ το 2017 ο μέσος όρος ήταν μόλις 2,2 mg ανά 1.000 άτομα.
σχόλια