Στις αρχές του 20ού αιώνα η πλατεία Αγίας Ειρήνης ήταν γεμάτη λουλούδια. Μια σειρά από «λουλουδάδικα» άρχισαν να στήνουν τα πόστα τους κατά μήκος της εκκλησίας, δημιουργώντας ένα flower market με ελληνικά φυτά που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα αντίστοιχα των σύγχρονών του ευρωπαϊκών πόλεων.
Η περιγραφή του Εμμανουήλ Λυκούδη στο διήγημά του «Ο απόστρατος μουσικός» που γράφτηκε εκείνη την περίοδο δίνει έντονα το κλίμα της πλατείας:
«Ήταν πρωί, εννιά η ώρα. Απ' όξω από την Αγία Ειρήνη σ' έφτανε η μυρουδιά του μοσχολίβανου, σε ξεκούφαιναν οι ζητιάνοι αράδα και οι λούστροι με τις εφημερίδες, σε πιτσίλιζαν με λάσπη από την κορυφή ως τα νύχια, τρέχοντας, αμάξια, και σε πολιορκούσαν οι Πατησιώτες περιβολάρηδες που επουλούσαν τα μπουκέτα για τους Αντώνηδες, καμωμένα από τα λουλουδάκια του καιρού, μενεξέδες και ζαμπάκια και κάπου-κάπου εκείνα τα ξέθωρα τριαντάφυλλα τα χειμωνιάτικα, κλειστά μπουμπούκια, αμύριστα, που τα ξεραίνει η παγωνιά πριν ανοίξουν».
Για να καταλάβεις πόσο μεγάλη είναι η αλλαγή, παλιότερα πουλάγαμε φάρμακα για τους κήπους, για τα φυτά, για τις ντομάτες, τώρα πουλάμε για τις κατσαρίδες, διότι είναι τόσο πυκνοκατοικημένη η Αθήνα που έχουμε γεμίσει κατσαρίδες και κοριούς.
Στα «Αθηναϊκά Νέα» του 1934, την εποχή που τα ανθοπωλεία είναι περισσότερα από ποτέ ‒28(!)‒, η πλατεία Αγίας Ειρήνης περιγράφεται ακόμα πιο γλαφυρά:
«Ημπορούμεν να είμεθα πλέον βέβαιοι ότι οι Αθηναίοι –διότι αυτούς έχομεν υπό την άμεσον επιτήρησιν‒ αγαπούν και λατρεύουν μάλιστα το πράσινον. Και την βεβαιότητα αυτήν μας την παρέχει το κυριακάτικο θέαμα που παρουσιάζεται εις την πλατείαν της Αγίας Ειρήνης.
(...) Σήμερον εις την πλατείαν αυτήν γίνεται κάθε Κυριακήν το μεγαλείτερο παζάρι ανθέων, δένδρων και φυτών που είδε ποτέ η πρωτεύουσα. Όλοι οι Αθηναίοι κηπουροί, όλοι οι ανθοπώλαι, οι δενδροκόμοι, οι γεωπόνοι, όλοι οι εγκατεστημένοι εις πολυτελή ανθοπωλεία επιστήμονες και πρακτικοί ανθοκόμοι, θεωρούν απαραίτητον να συμμετέχουν εις το παζάρι των ανθέων της Αγίας Ειρήνης. Και ωσάν να μη έφθανον αυτοί, που έρχονται από όλα τα αθηναϊκά περίχωρα, καταφθάνουν κάθε Κυριακήν και επαρχιώται κηπουροί με τα δένδρα των και τα φυτά των και τους θάμνους των. Δια να έρχωνται εις την πλατείαν αυτήν της οδού Αιόλου τόσοι παραγωγοί σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός πελατών, οι οποίοι ικανοποιούν τους εμπόρους των φυτών. Και πράγματι. Δεν ημπορεί κανείς να κυκλοφορήση. Είνε η εποχή της φυτεύσεως. Ο καθένας φροντίζει διά τον κήπον του, διά τα δένδρα του που θα ανθίσουν σε λίγους μήνες και διά τους θάμνους που θα του πρασινίσουν τον κήπον του, διά τα λουλούδια του που θα γεμίσουν την γην του με την άφθαστον ποικιλίαν του χρωματισμού των. Πατείς με, πατώ σε, λοιπόν, όλοι εις την πλατείαν της Αγίας Ειρήνης την Κυριακήν.
(...) Ένα σωρό διακοσμητικαί μιμόζες με τα τρεμάμενα φυλλώματά των και τους χρυσούς κόμπους της αδιακόπου ανθήσεώς των, λοφάντες, ακακίες αειθαλείς με τα ψαλιδισμένα φύλλα των, ευκάλυπτοι που πλαταγίζουν τις χλωμές των φούντες εις τον άνεμον και ευκάλυπτοι φαρμακευτικοί με φύλλα μιας παλάμης πλάτους και αρώματος μεθυστικού. Ράμνοι που ψαλιδίζονται και σχηματίζουν φράκτας πρασίνου, αγγελικές με την σμαραγδένιαν στιλπνότητά των, μηλαλεύκες που είνε ωσάν έργον δεξιοτέχνου δαντελλοποιού. Εις την άσφαλτον παρατάσσονται κατόπιν τα κασόνια των ανθοκόμων. Ρίζες από όλα τα λουλούδια της αττικής παραγωγής, έτοιμες να φυτευθούν, αφού εμεγάλωσαν εις τα φυτώρια και έδωσαν ένα ψωμομένον μίσχον. Βιόλες διπλές, άσπρες, κόκκινες, ροζ, μπέλες θαύματα πυκνότητος και ζωηρότητος, γαρυφαλιές και ο προλετάριος των ανθέων, το γεράνι, εις όλα τα χρώματα. Υπάρχουν χιλιάδες ειδών λουλουδιών με ονόματα που δεν λέγουν τίποτε εις τους αμυήτους εις την ανθοκομίαν. Αλλά είνε τόσον ελκυστικά εις τους επισκέπτας της ανθοκομικής αυτής αγοράς της πλατείας Αγίας Ειρήνης, ώστε δεν υπάρχει κανείς που θα περάση από εκεί χωρίς να αγοράση κάτι διά τον κήπον του ή δια την γλάστρα του (...)»
Σήμερα, στην πλατεία Αγίας Ειρήνης τα ανθοπωλεία έχουν δώσει τη θέση τους στα café και στα φαγάδικα και το μόνο ανθοπωλείο που έχει απομείνει για να θυμίζει κάτι από εκείνη την εποχή είναι το μαγαζί του κ. Αφεντούλη. Αυτό, και ένα κιόσκι στο κέντρο της πλατείας.
Ο κ. Γιώργος Αφεντούλης είναι τρίτη γενιά που διαχειρίζεται το μαγαζί και επιμένει να το διατηρεί, παρ' όλες τις δυσκολίες που του δημιουργούν η κατάσταση στην περιοχή, η νομοθεσία και ο θάνατος του εμπορίου στο κέντρο.
«Το χειρότερο απ' όλα είναι ότι χάθηκε τελείως η εμπορική δραστηριότητα, δεν υπάρχει» λέει. «Αν έρθετε το Σάββατο, ο κόσμος στέκεται όρθιος, γιατί δεν έχει τραπέζια να κάτσει. Παρ' όλα αυτά, στο μαγαζί μου και στο κιόσκι της κοπέλας με τα φυτά μπροστά δεν πατάει κανένας.
Σου λέει ο άλλος "πολύ ωραία τα φυτά, αλλά πού να τα κουβαλήσω;", ενώ παλιά έμπαινε έστω και ένα αυτοκίνητο για να φορτώσει κάτι. Οι προμηθευτές μας έρχονται πλέον στην Αθηνάς και τα υλικά τα κουβαλάω με τα καρότσια. Έχει δυσκολέψει το πράγμα.
Το μαγαζί μας είναι σχεδόν 120 χρόνων, παραδοσιακό, αλλά έχει βαριά πράγματα. Ούτε το μηχανάκι δεν μπορώ να έχω έξω, γιατί "τρώω" συνέχεια κλήσεις! Το πιο άδικο είναι αυτό που γίνεται με τα φυτά. Μου έβαλε πρόστιμο η Δημοτική Αστυνομία 10.000 ευρώ επειδή έχω φυτά έξω στο πεζοδρόμιο! Ο νόμος λέει ότι εντός του εμπορικού τριγώνου απαγορεύεται η έκθεση οποιουδήποτε εμπορεύματος.
Δες τι γίνεται όμως τριγύρω, στα στενά, όχι εδώ που είναι πλατεία. Είναι δυνατό να ζήσουν τα φυτά μέσα στο μαγαζί; Πρέπει να τα δει ο ήλιος, πρέπει να τα ποτίσω. Με τόσο μεγάλο πρόστιμο είναι σαν να θέλουν να με αναγκάσουν να το κλείσω το μαγαζί.
Ο γιος μου, που είναι επίσης γεωπόνος, είναι η τέταρτη γενιά. Το μαγαζί το άνοιξε ο παππούς μου το 1903 ‒είναι αυτός με το πούρο στη φωτογραφία‒, μετά το πήρε ο πατέρας μου με τον αδερφό του και μετά εγώ. Είναι μια οικογενειακή επιχείρηση και το παλεύουμε.
Όλα τα προβλήματα τα αντιμετωπίζουμε, αλλά είμαστε πια σε λάθος σημείο. Πού να πάει όμως ένας μαγαζί 120 χρόνων; Είμαι 60 χρονών, δεν μπορώ πια να πάω αλλού. Εξάλλου, είναι το τελευταίο μαγαζί σε μια πλατεία που ήταν flower market, ιστορική.
Το φοβερό είναι ότι έρχονται εδώ άνθρωποι από το εξωτερικό με τον οδηγό στο χέρι που αναφέρει την πλατεία Αγίας Ειρήνης ως "flower market". Και βρίσκουν μόνο την κοπέλα με το κιόσκι κι εμένα, που δεν μ' αφήνουν να βγάλω έξω φυτά ‒ αν με άφηναν, θα μπορούσα να γεμίσω με φυτά όλη την πλατεία.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 ήταν μια πλατεία γεμάτη λουλούδια, από πάνω μέχρι κάτω, με μια πιάτσα ταξί στη μέση και στους γύρω δρόμους υφασματάδικα.
Τα πόστα ήταν κατά μήκος της εκκλησίας, 28 άνθρωποι, και το δικό μας ήταν απέναντι, στη γωνία με την Αιόλου, που τότε δεν ήταν ακόμα πεζόδρομος. Όλοι οι έμποροι έφερναν τα φυτά τους στην πλατεία Αγίας Ειρήνης.
Μετά μειώθηκαν τα πόστα, έφυγε η αγορά από δω και πήγε στο Γαλάτσι ‒ έγινε πεζόδρομος η Αιόλου και μίκρυνε ο χώρος, δεν μπορούσαν να κινηθούν φορτηγά και μεγάλα οχήματα. Μετά έφυγε και από το Γαλάτσι και πήγε στους Θρακομακεδόνες, όπου είναι ακόμα σήμερα. Ήταν λογικό να μετατοπιστεί, αλλά θα μπορούσαν να μείνουν τα παραδοσιακά πόστα, γιατί ο δήμος ήταν αυτός που τα έβγαλε.
Ο παππούς μου ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν άρχοντες τότε αυτοί. Σπούδασε γεωπόνος στη Γαλλία και ήταν ανθοκόμος εκείνη την εποχή, αλλά στα χαρτιά γράφει "σπερματέμπορος". "Σπερματεμπορικός οίκος" ήταν το μαγαζί.
Μεγάλη ιστορία, εκείνοι είχαν λεφτά, δεν ήταν σαν κι εμάς που παλεύουμε για την επιβίωση. Είχε, μάλιστα, κάποια στρέμματα στην Κάτω Κηφισιά, κάτω απ' το τρένο, τα οποία τα καλλιεργούσε. Ευτυχώς, μας έμειναν και σήμερα έχουμε από ένα σπίτι ο καθένας.
Το αρχικό μαγαζί ήταν απέναντι, στη γωνία με Αιόλου, και ανήκε στο Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα, ένα ίδρυμα κοντά στο Ολυμπιακό Στάδιο, και όταν πέρασε σ' εμένα, μετά τον πατέρα μου, είχα απίστευτα προβλήματα γιατί ήταν ετοιμόρροπο ‒ τώρα έχει ανοίξει. Έτσι έφυγα και ήρθα εδώ.
Ήρθα εδώ ακριβώς όταν το μαγαζί έκλεινε τα 100 χρόνια του, πριν από 15 χρόνια, το 2003. Είναι κρίμα τα ιδρύματα να έχουν τέτοια κτίρια και να μην ασχολείται κανείς με την επισκευή τους.
Τώρα το κέντρο γέμισε με μαγαζιά για ποτό και φαγητό, κατεβαίνεις πια μόνο για να διασκεδάσεις. Αλλάζει τελείως, το εμπόριο φεύγει. Η πελατεία μου, όμως, είναι σταθερή και έρχεται απ' όλη την Αθήνα.
Είμαστε δικτυωμένοι και ξέρουν ότι το μαγαζί είναι αμιγώς γεωπονικό, σε έναν τελείως ακατάλληλο χώρο πια, αλλά προσπαθούμε να είμαστε όσο γίνεται καλύτεροι.
Έχουμε υπάλληλο γεωπόνο με μεταπτυχιακό, παλεύουμε να ενημερωνόμαστε και να συμβουλεύουμε τον κόσμο, δεν στέκεσαι αλλιώς.
Ο κόσμος που μαζεύει η πλατεία είναι απίστευτος. Έχω ένα τραπεζάκι έξω με δύο καρέκλες και πάνω στον χαμό έρχεται κόσμος και ρωτάει "να κάτσουμε στο τραπεζάκι;".
Δεν ξέρω πώς αναπτύχθηκε τόσο πολύ η πλατεία, ξαφνικά, πριν από οχτώ χρόνια. Το ίδιο έγινε και στην πλατεία Καρύτση, αλλά σήμερα εκείνη είναι πασέ. Η Αγίας Ειρήνης θεωρώ ότι δεν θα πέσει γιατί είναι δίπλα στην Ερμού, είναι απόλυτα κέντρο και υπάρχει όλο και μεγαλύτερη τουριστική ανάπτυξη. Όλα τριγύρω θα γίνουν ξενοδοχεία, με το Airbnb γίνεται χαμός.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που λέμε "downtown" ήταν πάντα ανεπτυγμένο στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πόλεις, εδώ δεν ήταν ποτέ. Ξαφνικά ήρθε η άναρχη ανάπτυξη και έφερε ένα σωρό προβλήματα.
Στο μαγαζί πουλάμε συγκεκριμένα πράγματα, σπόρους, βολβούς, λιπάσματα, φάρμακα. Στους βολβούς είμαστε ειδικοί, δεν υπάρχει άλλο μαγαζί με τέτοια συλλογή βολβών στην Ελλάδα. Αυτό συνεπάγεται μεγάλο κόστος, γιατί όσοι βολβοί δεν πουληθούν πρέπει να πεταχτούν.
Έχει αλλάξει πολύ η κατάσταση πάντως. Για να καταλάβεις πόσο μεγάλη είναι η αλλαγή, παλιότερα πουλάγαμε φάρμακα για τους κήπους, για τα φυτά, για τις ντομάτες, τώρα πουλάμε για τις κατσαρίδες, διότι είναι τόσο πυκνοκατοικημένη η Αθήνα που έχουμε γεμίσει κατσαρίδες και κοριούς.
Δεν θέλω να παρακμάσω, να πούνε "τον φουκαρά, είναι κι αυτός εδώ", γιατί είμαστε πολύ δυναμικοί, το παλεύουμε. Κάνουμε delivery, τρέχουμε, έχουμε ένα ωραίο site με πολλή πληροφορία. Προσπαθούμε να έχουμε προϊόντα με δικά μας ονόματα (μας δείχνει έναν χούμο με δική στους ετικέτα).
Έβγαλα τα φυτά από τον δρόμο και ο κόσμος νόμισε ότι φτώχυνα και δεν έχω λεφτά να φέρω φυτά! Ήρθε και πάλι ο δήμος, μετά το πρόστιμο, και μετά μου είπαν: "Δεν πειράζει, βγάλε μερικά φυτά έξω, γιατί ερήμωσε ο δρόμος"!
Όλο και πιο πολύς κόσμος έχει αρχίσει να ασχολείται με τα φυτά, παλιότερα ασχολούνταν κυρίως παππούδες. Βέβαια, δεν υπάρχει χώμα κενό για να φυτέψεις, εννοώ χώρος, μόνο στενά μπαλκόνια. Πρέπει να βάλουν, όμως, δυο ντομάτες, δυο πατάτες, για να δουν πώς είναι.
Εκτός του ότι θα έχουν ωραίο ντεκόρ, μπορούν να εκπαιδεύσουν τα παιδιά, να μη νομίζουν ότι η πατάτα είναι ένα ψηλό φυτό που έχει τους καρπούς του πάνω του, να ξέρουν ότι γίνεται μέσα στο χώμα. Δεν έχει σημασία πόση παραγωγή θα έχεις, τα φυτά είναι όμορφα και σε φέρνουν σε επαφή με τη φύση».
Αφεντούλης, Πλατεία Αγίας Ειρήνης 3, 210 3223220, 210 3254525, https://www.afentoulis-geo.gr/