Στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη» ο επισκέπτης μπορεί να δει κατά τη διάρκεια της Αποκριάς τρεις από τις πιο όμορφες παραδοσιακές αποκριάτικες φορεσιές. Αυτοί είναι οι συμβολισμοί και οι ιστορίες που τις συνοδεύουν, μια και τίποτα πάνω τους δεν είναι τυχαίο.
Φορεσιά από τον Σοχό
Οι μεταμφιεσμένοι του Σοχού λέγονται «Καρναβάλια», με ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της φορεσιάς τους να είναι οι πολύχρωμες προσωπίδες, οι οποίες καλύπτουν ολόκληρο το κεφάλι, αφήνοντας μια σχισμή στα μάτια και μια στο στόμα. Πρόκειται για κατασκευή από μαύρο μάλλινο ύφασμα ή ακατέργαστο δέρμα μαύρου τράγου, με έντονη διακόσμηση από πολύχρωμα σχέδια, κυρίως γεωμετρικά, σε λεπτές ταινίες και σε συνδυασμό με χάντρες. Από καμία προσωπίδα, πάντως, δεν λείπει ο σχηματισμός του σταυρού, με κορδέλα στο μέτωπο, ως ένδειξη τιμής προς τον Άγιο Θεόδωρο, καθώς, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν εκείνος που με τους στρατιώτες του, ντυμένους με προβιές μαύρων τράγων, απελευθέρωσε τον Σοχό. Στην κορυφή της προσωπίδας δένονται πολύχρωμες κορδέλες, κομμάτια χαρτιού και μια ουρά αλεπούς, ενώ για να στέκεται όρθια, τοποθετούν στο εσωτερικό της κατασκευής ένα ξύλο, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι εντυπωσιακό. Επίσης, για μουστάκι χρησιμοποιούν λευκές ή μαύρες τρίχες από ουρά αλόγου. Η φορεσιά ανήκει στη Συλλογή του Λυκείου των Ελληνίδων.
Κορδελάτος από τη Νάξο
Οι Κορδελάτοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός περιοδεύοντος θιάσου, ο οποίος ονομάζεται «μπαϊράκι» και αποτελείται από τον αρχηγό του, τον μπαϊρακτάρη, έναν άνδρα μεγάλης ηλικίας, ο οποίος κρατά το λάβαρο της Αποκριάς, μια σημαία του χωριού που στην κορυφή της έχει έναν σταυρό κι ένα μήλο, από τους λεβέντες, νέους με στολή τσολιά που στην πλάτη τους κρέμονται πολύχρωμες κορδέλες και μαντήλια, τους ληστές, τους μοσκάρους και, τέλος, τα όργανα.
Οι Κορδελάτοι ή, αλλιώς, φουστανελάδες, αφού ετοιμαστούν στο χωριό τους, ξεκινούν μια περιοδεία στα γειτονικά χωριά με όλο το μπαϊράκι. Όταν η πομπή φθάσει σε κάποιο χωριό, οι Κορδελάτοι καλούν τον κόσμο στο καφενείο για να γλεντήσουν όλοι μαζί. Οι γυναίκες του χωριού φέρνουν φαγητά και ο χορός των Κορδελάτων ξεκινά, κάνοντας όλοι ταυτοχρόνως τις ίδιες φιγούρες. Στη συνέχεια χορεύουν με όλες τις κοπέλες του χωριού. Ο μπαϊρακτάρης, κατά τη διάρκεια αυτού του δρώμενου, κρατώντας το λάβαρο, «χαϊδεύει» τα κεφάλια όσων χορεύουν και, όπως λένε, τους καλύπτει με το λάβαρο της Αποκριάς.
Το έθιμο των Κορδελάτων σχετίζεται επίσης με τις νεόνυμφες του χωριού, που πηγαίνουν στο καφενείο κρατώντας ένα χρωματιστό μαντήλι, το οποίο παίρνει ο Κορδελάτος που θα θελήσει να χορέψει την κοπέλα. Στη συνέχεια, το μαντήλι ράβεται πάνω στο γιλέκο του. Έτσι, το μπροστινό μέρος της παραδοσιακής φορεσιάς του Κορδελάτου έχει πολλά ραμμένα χρωματιστά μαντήλια, ενώ στην πλάτη χρωματιστές κορδέλες. Η φορεσιά ανήκει στην Ιδιωτική Συλλογή Παραδοσιακών Ενδυμάτων «Ιμάτιο». [Πηγή]
Γιανίτσαροι και Μπούλες
Ξημερώνει προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς στη Νάουσα. Ο χτύπος του νταουλιού ακούγεται από μακριά να πλησιάζει αργά και ρυθμικά. Κάποιος ανοίγει ένα παράθυρο και φωνάζει : «Πηγαίνουν να μάσουν τους Γιανίτσαρους και τις Μπούλες». Το τελετουργικό της ημέρας έχει ξεκινήσει ήδη...
Ο Γιανίτσαρος, ντυμένος ήδη από το χάραμα, με το άκουσμα των οργάνων αποχαιρετά τους οικείους του που τον βοήθησαν να ντυθεί και βγαίνει στον δρόμο. Με ένα τίναγμα του κορμιού του κάνει τα πολλά νομίσματα του στήθους του να ηχήσουν παντού. Το μπουλούκι που τον περιμένει απαντά στον χαιρετισμό με τις ίδιες κινήσεις. Στην εξώπορτα θα κάνει τρεις φορές τον σταυρό του, θα ζευγαρώσει με κάποιον άλλο και ανά δύο θα συνεχίσουν για τον επόμενο Γιανίτσαρο.
Η Μπούλα έχει ετοιμαστεί ήδη κι αυτή από την οικογένεια του άνδρα που θα την υποδυθεί. Πριν αναχωρήσει, θα φιλήσει το χέρι των δικών της, όπως επίσης και αυτών που ήρθαν να την πάρουν. Η Μπούλα θα πάρει θέση ανάμεσα σε δύο «προστάτες» Γιανίτσαρους. Αυτοί θα την κρατήσουν από τα χέρια και, σχηματίζοντας μια τριάδα, θα ενταχθούν στη μέση περίπου του μπουλουκιού.
Τα ρούχα της φορεσιάς του Γιανίτσαρου και της Μπούλας είναι: Η κοντέλα, ένα είδος φαρδομάνικου πουκάμισου. Η φουστανέλα, που είναι το βασικότερο κομμάτι της φορεσιάς, με 250-400 πιέτες. Το πισλί, ένα βελούδινο γιλέκο. Το μοραΐτικο ζωνάρι, στολισμένο με άσπρες και λιλά ρίγες. Το σελάχι, φτιαγμένο από πολλά στρώματα δέρματος με κέντημα, το οποίο χρησιμοποιούν ως πορτοφόλι ή θήκη για κουμπούρι ή μαχαίρια. Οι μπέτσφες, είδος μάλλινης κάλτσας για τα πόδια με βοδέτες που τις συγκρατούν και, βέβαια, τα τσαρούχια, που κατασκευάζονται από δέρμα και καταλήγουν σε μια πυκνή, μαύρη φούντα. Ο θώρακας είναι στολισμένος με δεκάδες ασημένια νομίσματα, ενώ η πλάτη στολίζεται με το πλουσιότερο κόσμημα της φορεσιάς, το κιουστέκι.
Το σημαντικότερο, όμως, στοιχείο της φορεσιάς του Γιανίτσαρου είναι ο πρόσωπος. Κατασκευάζεται από χονδρό πανί, πάνω στο οποίο μπαίνει γύψος και βάφεται άσπρος, συμβολίζοντας τη νέκρωση της φύσης. Τα μάγουλα, όμως, βάφονται κόκκινα, συμβολίζοντας το ζωντάνεμα που δεν θ’ αργήσει να έρθει. Η εσωτερική πλευρά αλείφεται με γνήσιο κερί, ώστε να κρατά δροσιά σ’ αυτόν που το φορά όλη μέρα. Το τσιγκελωτό μουστάκι στο πρόσωπο γίνεται από αλογότριχα και κατράμι, ενώ η σύνθεση των χρωμάτων έχει ως βάση το αυγό. Τα μάτια και το στόμα δημιουργούνται με μικρές σχισμές. Ο πρόσωπος στερεώνεται στο κεφάλι με το ταράμπουλο, ένα ζωνάρι φτιαγμένο από καθαρό μετάξι.
Η Μπούλα είναι άντρας ντυμένος γυναίκα, με φαρδύ, λουλουδάτο φόρεμα του τύπου της ναουσαίικης γυναικείας φορεσιάς, χωρίς σιδερωμένες πιέτες. Φοράει το λιμπαντί, ένα βελούδινο κεντητό γιλέκο με μανίκια, ολομέταξες τραχηλιές στο στήθος, φλουριά και ζώνη με σκαλιστές πόρπες, τα κολλάνια. Η μάσκα που φοράει στο πρόσωπο είναι κατασκευασμένη με τον ίδιο τρόπο, όπως αυτή του Γιανίτσαρου. Είναι πάλλευκη, έχοντας όμως κατακόκκινα χείλη και έντονα βαμμένα μάγουλα. Το κεφάλι της είναι στολισμένο με λουλούδια, τούλια και κορδέλες, σαν της νύφης. Οι φορεσιές ανήκουν στην Ιδιωτική Συλλογή Παραδοσιακών Ενδυμάτων «Ιμάτιο».