Η αλλαγή είναι ότι από «ιδιωτικός» που ήταν ο λογαριασμός της Sherman στο Instagram τον ρύθμισε ξαφνικά, προ 15 ημερών περίπου, ώστε να είναι «δημόσιος». Αυτό σημαίνει ότι ενώ μέχρι τότε θα έπρεπε να της στείλει κάποιος αίτημα και εκείνη να τον αποδεχτεί ως ακόλουθο, ώστε να μπορεί ο αιτών να βλέπει τις αναρτήσεις της, τώρα δεν απαιτείται αυτή η έγκριση. Συγχρόνως, άλλαξε την ονομασία του λογαριασμού της σε @_cindysherman , ενώ μέχρι τότε ήταν κάπως «κρυπτογραφημένος», ως @misterfriedas_mom (δηλαδή, η «μαμά του Μίστερ Φρίντας», που είναι το όνομα του παπαγάλου της).
Το αποτέλεσμα αυτών των μεταβολών ήταν να εκτιναχθεί στα ύψη ο αριθμός των ανθρώπων που την παρακολουθούν. Ήδη την πρώτη εβδομάδα «μετά την απελευθέρωση», οι ακόλουθοί της είχαν φτάσει τις 90.000. Έκτοτε αυξάνονται σταθερά, με ρυθμό μεγαλύτερο των 1.000 την ημέρα. Την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο το κοντέρ δείχνει 122.000 ακολούθους.
Αρχικά ο κόσμος τα είχε χάσει λίγο! Ήταν μεν ξετρελαμένος επειδή έβλεπε την Cindy Sherman να χρησιμοποιεί φίλτρα και εφαρμογές για να μετατρέψει σε «φατσούλες» του Instagram διάφορες σέλφι της, αλλά δεν μπορούσε να γεφυρώσει αυτές τις «φατσούλες» με τα περίφημα σκηνοθετημένα πορτρέτα του εαυτού της, που έκαναν την Sherman τόσο διάσημη και περιζήτητη παγκοσμίως τα τελευταία 40 χρόνια.
Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν οι κριτικοί Τέχνης για να πάρουν θέση. Κι αυτό είναι ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που επαληθεύεται και σε αυτήν εδώ την περίπτωση: στις Η.Π.Α οι κριτικοί Τέχνης είναι πιο γρήγοροι κι από την Άμεσο Δράση. Και πολύ πιο εξυπηρετικοί, καθότι εμφανίζονται πριν καν μπεις στον κόπο να τους καλέσεις. Επίσης, δεν αφήνουν κανέναν παραπονεμένο. Παράγουν πάντα λόγο και αντίλογο κι έτσι μπορούν όλοι να ταυτίζονται με μία από τις πολλές απόψεις της κριτικής. Έχουν όμως και μια εντελώς «προωθημένη» συνήθεια (σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά στάνταρ), η οποία είναι η οριστική συνθηκολόγησή τους με την έλλειψη ενοχής, την οποία κατακρίνει η λαϊκή παροιμία : «κάποιου του χάριζαν ένα γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια». Για παράδειγμα, στην Αμερική είναι πολύ συνηθισμένο και αποδεκτό να δημοσιεύεται κριτική για συλλογή τέχνης η οποία κληροδοτείται σε κάποιο μουσείο και η κριτική αυτή να μην είναι καθόλου κολακευτική. Εδώ, σε αντίστοιχες περιπτώσεις τα μουσεία ή οι πινακοθήκες που αποδέχονται την προσφορά εκφράζουν τις ευχαριστίες τους με επιστολή και κλείνουν για πάντα τα προσφερόμενα έργα σε κάποια αποθήκη.
Tα έργα αυτά πηγάζουν από μια βαθιά μελαγχολία, την οποία επιχειρούν να θεραπεύσουν. Αυτό από μόνο του τα καθιστά υψηλή τέχνη.
Πάντως, σχετικά με τις «φατσούλες» στο Instagram της Cindy Sherman, οι κριτικοί των σημαντικότερων μίντια υπήρξαν σχεδόν ομόφωνοι: «είναι εξαιρετικές», «είναι ίσως η καλύτερη εικαστική έκθεση του 2017 μέχρι τώρα» και άλλα ανάλογα υπερθετικά.
Ο αντίλογος όμως που άρχισε επίσης να εκφράζεται ξεκίνησε από την εξής καχύποπτη σκέψη : επειδή η Cindy Sherman είναι πια τόσο ισχυρό «brand», θα έπρεπε να αναρωτιόμαστε μήπως βρισκόμαστε στη φάση που ό,τι κι αν παράγει το ασπαζόμαστε ευλαβικά και το τοποθετούμε ιεροπρεπώς στα υψηλά δώματα της Ιστορίας της Τέχνης, ακόμα κι αν δεν αξίζει;
Ε; Μήπως;
Η αλήθεια είναι ότι η Cindy Sherman έχει κατακτήσει κάθε διάκριση που θα μπορούσε να ονειρεύεται ένας εικαστικός καλλιτέχνης. Οι τιμές των φωτογραφιών της ξεκινούν σήμερα από τις 500.000 δολάρια και τα παλιότερα έργα της, σε δημοπρασίες, έχουν αγγίξει επίπεδα της τάξεως των 6 εκατομμυρίων. Μία τάση που την συνοδεύει από την αρχή της καριέρας της είναι ότι όσο περισσότερη αμφισβήτηση και διαμάχες γεννά η εκάστοτε δουλειά της, τόσο υψηλότερη καταφέρνει να είναι η τιμή στην οποία θα πουληθεί τελικά στην αγορά. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος δεν αναρωτιέται για τα έργα της. Μόνο τα αγαπά.
Σπούδασε φωτογραφία και θεωρούσε ότι ως καλλιτέχνης το μέσο της θα ήταν η φωτογραφία. Τότε την θεωρούσαν τρελή, γιατί την εποχή εκείνη ο κόσμος της Τέχνης κοιτούσε αφ’ υψηλού τη φωτογραφία, ενώ ο κόσμος της Φωτογραφίας αδιαφορούσε για τον χώρο των εικαστικών. Εμφανίστηκε στην σκηνή της σύγχρονης τέχνης της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του 1970 – συγκεκριμένα το 1977, φέτος συμπληρώνει 40 χρόνια καριέρας. Καταξιώθηκε πλήρως, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με ένα ευρύ σύνολο φωτογραφιών που υποτίθεται ότι ήταν ενσταντανέ από διάφορα φιλμ χωρίς τίτλο, τα οποία, -υποτίθεται πάντα- ότι τα είχε γυρίσει μόνη της και πρωταγωνιστούσε σ’ αυτά. Από τότε η καλλιτεχνική της πρακτική παρέμεινε σταθερή: οι φωτογραφίες της είναι σκηνοθετημένες αυτοπροσωπογραφίες της. Εμφανίζεται μπροστά σε σκηνικά, με μακιγιάζ και κοστούμια και στη συνέχεια επεξεργάζεται με διάφορούς τρόπους τις φωτογραφίες που βγάζει με στόχο να δώσει μερικά κλου για την αφήγηση που την ενδιαφέρει, αλλά και να καταστήσει τον εαυτό της μη αναγνωρίσιμο. Είναι σχεδόν απίστευτο, αλλά η πιο «αυτοφωτογραφημένη» και διάσημη καλλιτέχνης της Νέας Υόρκης, περπατά στους δρόμους της πόλης και ο κόσμος δεν την αναγνωρίζει (ή, έστω, δεν την αναγνωρίζει εύκολα).
Έχει αναπτύξει ένα δικό της σύστημα με καθρέφτες, ώστε όταν κάνει τη φωτογράφηση να ελέγχει όλο το πλατό και να μην χρειάζεται βοηθούς. Αυτό συμβαίνει επειδή της αρέσει να δουλεύει μόνη. Τονίζει ότι αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για τον οποίο φωτογραφίζει τον εαυτό της. Γίνεται η ίδια το μανεκέν της για να μην χρειάζεται να έχει μανεκέν. Ως εκ τούτου, επιμένει και ότι οι φωτογραφίες της δεν έχουν τίποτα το αυτοβιογραφικό. Όλες αυτές οι περσόνες που υποδύεται είναι κάτι σαν μυθιστορηματικοί χαρακτήρες τους οποίους επινοεί επιστρατεύοντας την παρατηρητικότητά της στον κόσμο γύρω της. Δεν απεικονίζουν δικές της φαντασιώσεις αυτομετουσίωσης, παρά το ότι η αντίληψη του εαυτού είναι πράγματι το αντικείμενο τους.
Φοράει περούκες, μακιγιάζ, περίτεχνα ραμμένα ρούχα, δημιουργεί αντίστοιχα στυλιζαρισμένα περιβάλλοντα στο φόντο και όλα αυτά, ενώ επί δεκαετίες την οδηγούν σε μια ατέρμονη σειρά από τελειοθηρικές ενέργειες αυτοπαρουσίασης, δεν αποσκοπούν στο να φαντάζει όμορφη στο αποτέλεσμα. Αντίθετα, ενδιαφέρεται περισσότερο να αναδείξει την ανοικειότητα, τη φθορά και τον θάνατο, ή, τη μεταχείριση τεχνασμάτων και παραπλανητικών φτιασιδωμάτων με μόνο σκοπό να συντηρείται ο θαυμασμός των άλλων. Επιπλέον, ξέρει να εστιάζει στα άτυχα ριμπάουντ των διαθέσεων και των ανάλογων εκφράσεών τους.
Οι μαγικές δυνάμεις των φωτογραφιών της Cindy Sherman αποκαλύπτουν το «πίσω από την πρόσοψη», το βάθος λύπης, τη ρουλέτα της αμφιθυμίας, και τις αόρατες μικρορωγμές που περιέχει η ιδέα της τελειότητας και από τις οποίες, τις περισσότερες φορές, ανιχνεύεται διαρροή μοναξιάς.
Για όλους αυτούς τους λόγους όλοι ήθελαν, από την πρώτη στιγμή, να τους «ανήκει» η Sherman!
Οι φεμινίστριες ούτε καν αναρωτιόντουσαν, την θεωρούσαν αποκλειστικά δική τους. Οι μεταμοντέρνοι ήταν επίσης βέβαιοι ότι την περιλάμβαναν στις εκκολαπτόμενες ακόμα τάξεις τους (παρά το ότι θα όφειλαν να μην είναι βέβαιοι για τίποτα). Το ίδιο ένιωθαν και όλοι οι υπόλοιποι ενταγμένοι σε κάποιο αποδεκτό ρεύμα. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι η τέχνη της Cindy Sherman ήταν κάτι σαν μια «φωσφοριζέ μινεστρόνε ιδεών», στην οποία ναι μεν μπορεί να διέκρινες ένα-ένα τα «υλικά», αλλά επί της ουσίας αυτά επενεργούσαν κατά έναν ανοργάνωτο –σχεδόν τυχαίο-τρόπο, με αποτέλεσμα να μην μπορείς ποτέ να την κατατάξεις με σιγουριά σε ένα περιβάλλον σαν αυτά που την διεκδικούσαν.
Ωστόσο είναι βέβαιο πως η τέχνη της υπάρχει για να μας αποκαλύπτει πάντα ότι η θηλυκότητα είναι αποτέλεσμα μιας αναπαράστασης, –ή, πιο σωστά, μιας παράστασης ρόλου. Και ότι αναπόφευκτα η ταυτότητα μιας γυναίκας διαμορφώνεται και περιορίζεται από εικόνες άλλων γυναικών, που από μόνη της προσλαμβάνει (κατ’ επιλογή της, ή ασυναίσθητα και αταβιστικά).
Μέσα σε όλα αυτά έρχονται να προστεθούν τώρα και οι αναρτήσεις της στο Instagram. Σχετικά μ’ αυτό, είναι σημαντικό να τονίσει κάποιος ότι ακόμα και της Cindy Sherman το Instagram είναι μια παρέλαση των καθημερινών ατραξιόν που την δελέασαν. Για παράδειγμα, μερικές φωτογραφίες που ανεβάζει δείχνουν φαγητά. Ας πούμε, ένα Salisbury steak, ένα μεγάλο μπιφτέκι με πουρέ και πηχτή καφετιά σος από ζωμό κρέατος που θεωρείται ένα αγαπημένο δυναμωτικό φαγητό στις ΗΠΑ, το οποίο εμπνεύστηκε στα τέλη του 19ου αι. ένας γιατρός,, από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Βλέπουμε επίσης πολλές γαλοπούλες, αλλά και κοτούλες, φραγκόκοτες κ.ά. Συχνά επίσης βλέπουμε σελίδες περιοδικών με φωτογραφίες του Donald Trump, τις οποίες έχει κουτσουλίσει, κατά πάσα πιθανότητα, ο Μίστερ Φρίντας.
Βλέπουμε φυσικά και τα περίφημα αυτοπορτρέτα της για τα οποία γράφεται αυτό το άρθρο. Για την ακρίβεια αυτά εισβάλουν σαν στιγμές τρόμου στη ροή του χρόνου «σκρολαρίσματος», εν μέσω άλλων, ως επί το πλείστον ανώδυνων, εικόνων διαφορετικών λογαριασμών. Δηλαδή βλέπεις την παραλία που πήγε το πρωί η κουμπάρα σου, μετά τα φρεσκοβαμμένα νύχια των ποδιών μιας φίλης σου, ένα ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα στη Μάνη, δυο σπάρους σε υποβρύχια λήψη και ξαφνικά μια φρικιαστική φάτσα, στο όριο της απόγνωσης, που είναι η Cindy Sherman. Αυτό το μικρό σοκ, -η ξαφνική παρείσφρηση του ανοίκειου στην οθόνη παρατήρησης-, καταγράφεται στον ίδιο βαθμό ακόμα και με τα πιο «καλωσυνάτα» πορτρέτα της.
Αυτό συμβαίνει γιατί η καλλιτέχνης πάντα ασχημαίνει την εικόνα της με εφαρμογές όπως το Facetune που επιτρέπει μετατροπή των χαρακτηριστικών του προσώπου και το Perfect365 το οποίο είναι ένα εικονικό σετ μακιγιάζ. Ακόμα και στα πιο παιχνιδιάρικα από αυτά τα πορτρέτα της, -στα πιο αφιλόνικα και φιλόνομα, ακόμα και στα πιο φιλεύσπλαχνα- υπάρχει στο βάθος τους μια αλητήρια νότα, κάτι το ατιθάσευτο και το εν δυνάμει εξολοθρευτικό. Είναι κάτι το «πικαρέσκο», κάτι το φυσικά και αγνά δόλιο, κάτι το φαύλο εκ φύσεως και άνευ στρατηγικής, κάτι το σχεδόν γοητευτικό επειδή είναι τόσο αυθύπαρκτο, κάτι το αποδεκτό, σαν το «παιδικό κακό», κάτι που θα χαρακτήριζε τον γάτο και την αλεπού που πλευρίζουν τον Πινόκιο για να τον ξεγελάσουν και τον κλέψουν και το οποίο, ως κακό, θα μπορούσε εύκολα να «συνέλθει» χάρη στην πρώτη περαστική Γαλάζια Νεράιδα. Αποτελεί όμως τον πυρήνα όλων αυτών των πειραγμένων σέλφι, με τις αφύσικες στρεβλώσεις, τις άφθονες φωτοεμβολές και όλα τα υπόλοιπα τεχνάσματα που καταλήγουν να ανασύρουν στην επιφάνεια και τα στοιχεία του χιούμορ, του αυτοσαρκασμού και γενικότερα μιας καυστικής διάθεσης που δεν διστάζει να τσουρουφλίσει το πρόσωπο από το οποίο η ίδια εκπορεύεται.
Όλα αυτά τα στοιχεία λοιπόν που ανθίζουν στην επιφάνεια, σε συνδυασμό με τον βαθύτερο πυρήνα των αυτοπορτρέτων οδηγούν σε μία σκέψη: τα έργα αυτά πηγάζουν από μια βαθιά μελαγχολία, την οποία επιχειρούν να θεραπεύσουν. Αυτό από μόνο του τα καθιστά υψηλή τέχνη.
Κι ίσως αυτή μελαγχολία να μην είναι τίποτα περισσότερο από εκείνην που έτσι κι αλλιώς φέρνει σε κάθε άνθρωπο ο χρόνος. Το γήρας είναι πια για όλους κάτι το παράξενο, – κάτι το «μη αναμενόμενο», μια «ξαφνική συνειδητοποίηση». Πέφτεις απ’ τα σύννεφα κάθε φορά που σου περνά απ’ το μυαλό η τρελή ιδέα ότι γέρασες. Και κάπως πρέπει να βρεις μια ισορροπία μετά απ’ αυτόν τον κλονισμό. Οι γυναίκες τα περνούν κάπως πιο βαριά όλα αυτά, επειδή στον λόγο που κυριαρχεί γύρω μας εξακολουθούν να οφείλουν περισσότερο από τους άνδρες να συμμορφωθούν με τα πρότυπα της αφθαρσίας. Κι έτσι, για κάποιαν σαν την Cindy Sherman που είναι πλέον 63 ετών και της οποίας η δουλειά βασίζεται στην εικόνα του ίδιου της του σώματος, αυτή η συναίσθηση του βάρους του χρόνου προσθέτει ένα στρώμα επιπλοκής διαρκώς παρόν στο έργο της. Εξάλλου, πρόκειται για κάτι στο οποίο η ίδια έχει αναφερθεί σε πρόσφατη συνέντευξή της: «Εγώ, μια μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα, βρίσκομαι σε μάχη με την ιδέα ότι είμαι μια μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα».
Αυτό ίσως να καθιστά πολύ σημαντικά τα πορτρέτα της στο Instagram. Για τα οποία όλοι συμφωνούν ότι είναι απολύτως ενταγμένα στο σύνολο του καλλιτεχνικού της έργου.
Ωστόσο, κανείς δεν ξέρει με τι μέσο φτιάχνει αυτές τις εικόνες. Άραγε τραβάει τις φωτό με το τηλέφωνό της, μήπως κάνει πολύ γρήγορα και τη σχετική επεξεργασία; Μήπως συνδυάζει τα μέσα; Μήπως δεν το ξέρει η γκαλερί της ότι τα κάνει όλα αυτά; Ή, μήπως η γκαλερί της την παίρνει καθημερινά τηλέφωνο για να την συγχαρεί για κάθε ανάρτηση και να της επαναλάβει πόσο σημαντικό είναι στις μέρες μας να είναι κάποιος εξωστρεφής (κάτι που ενδεχομένως η Sherman να το νιώθει σαν σκούντημα κατάχρησης οικειότητας, - ενώ δεν τα ανέχεται αυτά και υπήρξε πάντα διαβόητη υπερπροστάτιδα της σφαίρας της ιδιωτικότητάς της).
Πιθανόν ένα μεγάλο μέρος της ευχαρίστησης για την ίδια να είναι ότι το Instagram την γλυτώνει από την κοπιαστική δραστηριότητα της μεταμφίεσης της για να φωτογραφηθεί. Έχει παραπονεθεί έντονα ότι στο τέλος κάθε σειράς από τις «κανονικές» φωτογραφίες της νιώθει ότι δεν θέλει να ξαναβαφτεί, ή να ξαναδεί μπροστά της περούκα. Το ψηφιακό μέσο λοιπόν βάζει ένα πανηγυρικό τέλος στην τόση χειρωναξία: μπορεί να φτιάχνει τώρα τα πορτρέτα της ανέμελα όποτε θέλει όπου θέλει, ακόμα και ατάραχη, ξαπλωμένη με τις πιζάμες της στο κρεβάτι.
Όμως οι επικριτές αυτών των πορτρέτων έχουν ένα κάποιο δίκιο: κανένα από τα εκθέματα της στο Instagram δεν αποτελεί μνημειακή επίδειξη των καλλιτεχνικών δυνάμεών της. Δεν τα θεωρούν έτσι κι αλλιώς κακά, αλλά στέκονται στο ότι δεν μοιάζουν να είναι τελειωμένες δουλειές. Αλλά κι αν εκείνη τα υπερασπιζόταν δημόσια ανακηρύσσοντάς τα τελειωμένες δουλειές, τότε οι επικριτές τους θα επέμεναν ότι δεν είναι και πολύ καλές δουλειές. Γιατί δεν φαίνεται να έχουν την απαιτούμενη προσοχή στη λεπτομέρεια ώστε να πείσουν τον θεατή ότι ξεπερνούν το επίπεδο μιας καρικατούρας, – ένα πρόβλημα που οι επικριτές θεωρούν ότι είναι πολύ συχνό στις πιο αδύναμες δουλειές της Sherman, αλλά το οποίο είναι παντελώς απόν από τις καλύτερες δουλειές της.
Η ουσιαστική απάντηση σε όλες αυτές τις επικρίσεις είναι ότι εφόσον η εκλυόμενη ενέργεια και το συναισθηματικό βάρος ενός έργου είναι παρόντα και ισχυρά, κάθε σχόλιο επί του κατασκευαστικού μέρους, όσο εύστοχο κι αν είναι, ανήκει στην κατηγορία των δευτερευόντων.
Ένα μόνο ερώτημα μένει αναπάντητο: γιατί, ενώ είναι τόσο σπουδαία τέχνη όλα αυτά τα στρεβλά πορτρέτα της, οι «φατσούλες» της στο Instagram, μπορεί τελικά κάποιος να προτιμά τις φωτογραφίες με μπιφτέκια, ή με γαλοπούλες κ.λπ. που επίσης εκείνη ανεβάζει;
Η μόνη λογική απάντηση σε αυτό είναι ότι εμείς, ως θεατές, έχουμε συνηθίσει και μας αρέσει να θεωρούμε τα social media ως μια «κλειδαρόπτρυπα» από την οποία θα κοιτάξουμε ανενόχλητοι και ανέξοδα τον άλλο. Κι αυτό συμβαίνει επειδή υποθέτουμε ότι στην πραγματικότητα είναι αλλιώς και όχι όπως ο ίδιος έχει επιλέξει να εμφανίζεται, στα πλαίσια της καθημερινής προσωπικής του εξάσκησης στην αυτομετατροπή του σε brand. Υποθέτουμε ότι ο ίδιος κρύβεται εντελώς αληθινός, πίσω από το προσωπείο του εντελώς άτρωτου (ή έστω χαριτωμένα και αποδεκτά τρωτού) καρτούν που είναι η περσόνα του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την οποία έχει κατασκευάσει γι’ αυτό το σκοπό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του εαυτού του.
Oι επικριτές αυτών των πορτρέτων έχουν ένα κάποιο δίκιο: κανένα από τα εκθέματα της στο Instagram δεν αποτελεί μνημειακή επίδειξη των καλλιτεχνικών δυνάμεών της. Δεν τα θεωρούν έτσι κι αλλιώς κακά, αλλά στέκονται στο ότι δεν μοιάζουν να είναι τελειωμένες δουλειές.
Τα μπιφτέκια και οι γαλοπούλες της λοιπόν είναι πιο αποκαλυπτικές στα μάτια μας από τα συγκινητικά πορτρέτα που μας προτείνει. Σ’ αυτά αναγνωρίζουμε τον αποκαλυπτικό ακατέργαστο αυθορμητισμό της στιγμής που προσδοκούμε έτσι κι αλλιώς όποτε κοιτάζουμε εικόνες στο Instagram.
Από μια άποψη είναι θετικό το ότι εξακολουθούμε να αναζητάμε την αλήθεια σε κάθε περίπτωση. Το αρνητικό είναι ότι ενώ η αλήθεια, έστω και κατεργασμένη, μπορεί να βρίσκεται μπροστά μας (όπως συμβαίνει ας πούμε με αυτά τα πορτρέτα της Sherman), δεν την αναγνωρίζουμε εξαιτίας της καχυποψίας μας ότι η αλήθεια δεν θα εμφανιζόταν ποτέ σκέτη, χωρίς προσποίηση, σε ένα τέτοιο πλαίσιο.
σχόλια