Ο ΡΟΜΠΙΝ ΓΟΥΙΛΙΑΜΣ βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του στην γραφική παραθαλάσσια κομητεία Μαρίν της Βόρειας Καλιφόρνια – μέρος που είχε επιλέξει προκειμένου να ζήσει κοντά σε «πραγματικούς γείτονες», όπως έλεγε, και μακριά από την σφηκοφωλιά του Χόλιγουντ – στις 11 Αυγούστου του 2014. Ήταν 63 χρονών. Το αρχικό σοκ και το μούδιασμα που προκάλεσε η είδηση στην διεθνή κοινή γνώμη ακολούθησαν σε δεύτερο χρόνο δύο είδη αντιδράσεων. Από τη μία, το επίσημο αφήγημα που επικράτησε στα media εκφράζοντας αυτούς που δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτό το ανθρώπινο δυναμό, αυτή ή δύναμη της φύσης, ο ιδιοφυής κωμικός που είχε χαρίσει τόσο γέλιο (αλλά και δάκρυ από ένα σημείο και μετά στην καριέρα του, με την αβάσταχτη συχνά συναισθηματική φόρτιση με την οποία επένδυε τους ρόλους του) σε εκατομμύρια θεατές, είχε φτάσει στο εξωφρενικό σημείο να αφαιρέσει ο ίδιος την ζωή του.
Από την άλλη, υπήρχαν εκείνοι (ανάμεσα τους κι εγώ) που, για κάποιον λόγο, όχι ακριβώς ξεκάθαρο, υποκινούμενοι περισσότερο από μια έντονη μοιρολατρική διαίσθηση, από τον επίμονο μύθο του «θλιμμένου κλόουν», από την ίδια την εκρηκτική και δυνάμει αυτοκαταστροφική προσωπικότητα του νεκρού και από την επίγνωση των ζητημάτων κατάθλιψης και εθισμού που είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν, αντιμετώπισαν περίπου ως μοιραία την κατάληξη αυτή ενός κορυφαίου περφόρμερ που έμοιαζε συχνά να μην μπορεί να ελέγξει τις εκρήξεις, τους αυτοσχεδιασμούς και τα ιδιοφυή ξεσπάσματα του μυαλού του. (Περί αυτού ακριβώς, αξίζει να δει κανείς το εξαιρετικό προπέρσινο ντοκιμαντέρ του HBO με τίτλο "Robin Williams: Come Inside My Mind").
Παρακολουθώντας την ταινία, ο θεατής μπαίνει, θέλοντας και μη, και ο ίδιος σε μια επώδυνη διαδικασία επιχειρώντας να διανοηθεί πώς μπορεί να είναι να ζεις σε μια τρομακτική παράλληλη πραγματικότητα όπου σου διοχετεύει διαρκώς παραπληροφόρηση το ίδιο σου το μυαλό.
Και οι δύο αυτές αντιδράσεις όμως – που πλαισιώθηκαν από την συνήθη σ' αυτές τις περιπτώσεις παραφιλολογία περί «εγωισμού» του αυτόχειρα που αφήνει πίσω του αγαπημένα πρόσωπα να αναρωτιούνται εναγωνίως τι θα μπορούσαν να έχουν κάνει για να προλάβουν το κακό – ήταν εντελώς λάθος, όπως θα γινόταν φανερό λίγο καιρό αργότερα, όταν έγινε γνωστό το πόρισμα της νεκροψίας. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς υπέφερε, χωρίς να το ξέρει, από την εκφυλιστική ασθένεια με την ονομασία άνοια με σωμάτια Lewy, η οποία μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τη νόσο του Αλτσχάιμερ (παρότι εξελίσσεται πιο γρήγορα) προκαλώντας προϊούσα και εξελισσόμενη μείωση των πνευματικών και κινητικών ικανοτήτων.
Ο άνθρωπος δηλαδή ήταν μια χαρά μέχρι και κανένα χρόνο πριν από το (κυριολεκτικά) απονενοημένο διάβημα, όταν σταδιακά άρχισε να χάνει τα λογικά του και να γλιστρά αργά και βασανιστικά σ΄ ένα κόσμο σύγχυσης, αυπνίας, ψευδαισθήσεων και παράνοιας. Η μοναδική διάγνωση που είχε λάβει όλο αυτό το διάστημα ήταν ότι έπασχε (μάλλον) από τη νόσο του Πάρκινσον, σε πρώιμο όμως και αντιμετωπίσιμο στάδιο. Ο ίδιος όμως φαινόταν να διαισθάνεται ότι κάτι πολύ χειρότερο συνέβαινε στο μυαλό του. «Έχω άνοια; Είμαι σχιζοφρενής;» εκλιπαρούσε τους γιατρούς ζητώντας μια επιστημονική εξήγηση για τον εφιάλτη που βίωνε. «Το μόνο που θέλω είναι να επανεκκινήσω το μυαλό μου» δήλωσε απελπισμένος κάποια στιγμή στην τρίτη σύζυγό του, την Σούζαν Σνάιντερ Γουίλιαμς, την οποία είχε παντρευτεί το 2011 και, σύμφωνα με τις μαρτυρίες φίλων και γνωστών, πλάι της είχε αγγίξει για πρώτη φορά στη ζωή του την απόλυτη αρμονία.
Η φιγούρα της Σούζαν Γουίλιαμς είναι αυτή που δεσπόζει στο νέο ντοκιμαντέρ με τίτλο "Robin's Wish" («Η ευχή του Ρόμπιν») όπου ξετυλίγεται το δράμα της ίδιας και των οικείων προσώπων του μεγάλου κωμικού καθώς τον παρακολουθούσαν να προσπαθεί απεγνωσμένα να αναζητά διαύγεια και λύτρωση στο τελευταίο, αγωνιώδες διάστημα της ζωής του. «Αν είχαμε εγκαίρως την σωστή διάγνωση, ίσως να είχε βρει κάποια γαλήνη» λέει στην ταινία η γυναίκα του, χωρίς να μπορεί να είναι σίγουρη φυσικά. Εκτός των άλλων, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς ήταν προικισμένος με μια ασύλληπτη αντιληπτική ικανότητα και μια σπάνια ευφυία (δεν τον χωρούσε το μυαλό του, ούτε και το σώμα του) και φαινόταν να συνειδητοποιεί τη μη αναστρέψιμη φύση αυτού που τον διέλυε, ακόμα κι αν δεν ήξερε το όνομα της ασθένειας.
Όπως λέει στο ντοκιμαντέρ ο Δρ. Μπρους Μίλερ, διευθυντής του Κέντρου Μνήμης και Γήρανσης του Πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο, η συγκεκριμένη νόσος εκδηλώνεται με τον εκφυλισμό των νευρώνων που απλώνεται γοργά σε όλες τις περιοχές του εγκεφάλου, επηρεάζοντας τοn ύπνο, την διάθεση, τις γνωστικές λειτουργίες: «η ασθένεια καθίσταται προοδευτικά μη αναστρέψιμη, ακάθεκτη, και πάντοτε μοιραία». Στα τελευταία του, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο της νόσου, «στο στάδιο εκείνο από το οποίο κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει».
Παρακολουθώντας την ταινία, ο θεατής μπαίνει, θέλοντας και μη, και ο ίδιος σε μια επώδυνη διαδικασία επιχειρώντας να διανοηθεί πώς μπορεί να είναι να ζεις σε μια τρομακτική παράλληλη πραγματικότητα όπου σου διοχετεύει διαρκώς παραπληροφόρηση το ίδιο σου το μυαλό. Καθώς η κατάστασή του χειροτέρευε, φαινόταν να κυριεύεται απολύτως από τον φόβο και την ανασφάλεια. Σύμφωνα με τη γυναίκα του, «ο κύκλος των ψευδαισθήσεων εντεινόταν τις νύχτες» που εκείνος δεν μπορούσε να κλείσει μάτι, ώσπου οι γιατροί συμβούλευσαν το ζεύγος να κοιμάται σε χωριστά δωμάτια. «Αυτό σημαίνει ότι χωρίσαμε;» την ρώτησε τότε εκείνος με ύφος πληγωμένου εφήβου. Όπως λέει με συντριβή ένας γείτονάς του, την τελευταία μέρα της ζωής του ο Ρόμπιν Γουίλιαμς του χτύπησε την πόρτα για να του πει απλά: «Αφεντικό [όλους «αφεντικό» τους έλεγε], χρειάζομαι μόνο μια αγκαλιά», πριν ξεσπάσει σε λυγμούς.
Όσο για τον τίτλο του ντοκιμαντέρ, «η ευχή του Ρόμπιν» αναφέρεται στην αφιέρωση που είχε γράψει στην πρώτη σελίδα ενός εγχειρίδιου διαλογισμού: «Θέλω να βοηθήσω τους ανθρώπους να φοβούνται λιγότερο».
σχόλια