Πάνω από 25 χρόνια μετά το ιστορικό Boyz N The Hood (Τα Παιδιά της Γειτονιάς ελληνιστί) - το οποίο είχε προβληθεί εν μέσω των εξεγέρσεων στο Λος Άντζελες που είχαν ξεσπάσει μετά το βίντεο του άγριου ξυλοδαρμού του Ρόντνεϊ Κινγκ από την αστυνομία - ο σκηνοθέτης εκείνης της ταινίας John Singleton επιστρέφει στα προάστια – γκέτο του «ΝοτιοΚεντρικού» Λ.Α. ως βασικός δημιουργός της σειράς Snowfall. Αυτή τη φορά όμως, δεν εστιάζει αποκλειστικά στον πόλεμο των συμμοριών, τη διαβρωτική επίδραση του στις γειτονιές των μαύρων και τη λυτρωτική διέξοδο του hip-hop, αλλά χρησιμοποιεί έναν πολύ ευρύτερο καμβά για να αφηγηθεί μια ιστορία με πολλούς κεντρικούς ήρωες (και ηρωίδες) και πολλά διαφορετικά πλαίσια που συγκλίνουν σ' έναν κοινό παρονομαστή: τη ραγδαία εξάπλωση της κόκας λίγο πριν τα μέσα των '80's πέρα από τα προνομιακά περιβάλλοντα και τηn (τερατο)γέννηση του κρακ, το οποίο έμελλε να διαλύσει ολόκληρες κοινότητες και σε συνδυασμό με την σκληρή οικονομική πολιτική των «Reaganomics» να διασπάσει εντελώς την κοινωνική συνοχή στις υποβαθμισμένες γειτονιές.
Το εφιαλτικό παζλ συμπληρώνεται με την ανάμιξη της CIA, η οποία όπως απεδείχθη αργότερα διεξήγαγε κανονικό εμπόριο κόκας μεγάλης κλίμακας προκειμένου να χρηματοδοτεί την ένοπλη δράση εναντίον των Σαντινίστας, γράφοντας έτσι ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια του περιβόητου σκανδάλου με την επωνυμία «Ιράν – Κόντρας». Πολλά από τα σχετικά στοιχεία που χρησιμοποιεί ως αφηγηματικό υλικό η σειρά, προκύπτουν από τις έρευνες και τα ρεπορτάζ που είχε δημοσιεύσει την εποχή με τον γενικό τίτλο "Dark Alliance" (Σκοτεινή Συμμαχία) ο δημοσιογράφος Gary Webb, εξερευνώντας τους ανίερους δεσμούς μεταξύ των Κόντρας, της CIA και του ναρκοεμπορίου στα γκέτο του Λ.Α. και πέρα από αυτά, για να συναντήσει η δουλειά του μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία συκοφάντησης στην οποία συμμετείχαν ακόμα και ιερές αγελάδες της έγκριτης δημοσιογραφίας, όπως οι New York Times.
H σειρά εμπεριέχει κάτι από παλιομοδίτικο pulp νουάρ στην αφηγηματική και στην αισθητική της αντίληψη καθώς τοποθετούνται οι κεντρικοί χαρακτήρες σε παράλληλες σιδηροδρομικές γραμμές που κάποια στιγμή συγκλίνουν, συχνά με συγκρουσιακή κατάληξη.
Αν τα παραπάνω στοιχεία δίνουν την αίσθηση ότι η σειρά είναι κάτι σαν ρεπορταζιακού ύφους docu-drama ή κάτι σαν το Wire τοποθετημένο σε αυστηρό χρονικό πλαίσιο και πραγματικά γεγονότα, πρόκειται για παρεξήγηση. Κάθε άλλο, δηλαδή. Πέρα από τα κλασικά πλέον κόλπα Σκορτσέζε – Ντε Πάλμα – Ταραντίνο που επιστρατεύονται σε ταινίες και σειρές κλειστών παραβατικών κυκλωμάτων, η σειρά εμπεριέχει κάτι από παλιομοδίτικο pulp νουάρ στην αφηγηματική και στην αισθητική της αντίληψη καθώς τοποθετούνται οι κεντρικοί χαρακτήρες σε παράλληλες σιδηροδρομικές γραμμές που κάποια στιγμή συγκλίνουν, συχνά με συγκρουσιακή κατάληξη. Αν υπάρχει πάντως ένας πρωταγωνιστής πιο επιφανής από τους υπόλοιπους, αυτός είναι σαφώς ο νεαρός Damson Idris (Άγγλος με θεατρικό background) ο οποίος υποδύεται τον έφηβο Franklin Saint (ναι, Saint) που έχει ήδη ψιλοξεφύγει από το σύμπαν του γκέτο, χωρίς να το εγκαταλείπει, σπρώχνοντας φούντα από δω κι από κει, οι φιλοδοξίες του όμως υποδαυλίζονται ακόμα πιο έντονα όταν του δίνεται η δυνατότητα να περάσει στο νταραβέρι κοκαϊνης υψηλής καθαρότητας, περνώντας συγχρόνως σ΄ ένα κόσμο υψηλής γκλαμουριάς αλλά και ανυπολόγιστα υψηλού ρίσκου. Η ανάπτυξη του χαρακτήρα του Φράνκλιν θυμίζει περισσότερο μια «μαύρη» εκδοχή αντίστοιχα φιλόδοξων νεαρών λευκών προερχόμενων από την εργατική τάξη σε '80s νεανικές ταινίες, όπως ο Ματ Ντίλον στο «Flamingo Kid» και ο Τομ Κρουζ στο «Κοκτέιλ», παρά στερεοτυπικό παιδί του γκέτο που επιζητά να ξεφύγει μέσω της μουσικής ή του αθλητισμού. Εκτός από τον Idris, ο οποίος διαθέτει προφανές χάρισμα ως ηθοποιός (και ως σταρ, εν δυνάμει), εντυπωσιακές είναι και οι ερμηνείες του υπόλοιπου καστ σε μια σειρά που έχει κάτι καθησυχαστικά παλιομοδίτικο στον τρόπο ανάπτυξής της, αποφεύγοντας τα σκηνοθετικά πυροτεχνήματα και τους βερμπαλισμούς που πνίγουν άλλες σε έναν χυλό αισθησιασμού και φλυαρίας.
σχόλια