Πριν λίγες μέρες το Ινστιτούτο Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, στο οποίο είμαι ερευνητής, δημοσίευσε μια έρευνα με θέμα το κοινό της δημόσιας τηλεόρασης σε Ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα.
Μέρος του τύπου στη χώρα μας ερμήνευσε τα αποτελέσματα ως μια ένδειξη πως η ΕΡΤ θεωρείται «ανεξάρτητη» και «αξιόλογη» από το κοινό. Στην έρευνα η σύγκριση έγινε ενδεικτικά με τον ΣΚΑΪ καθώς σύμφωνα με τα δεδομένα μας είναι το μεγαλύτερο ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι στην Ελλάδα. Μπορούμε όμως να βγάλουμε αυτό το συμπέρασμα από την έρευνα;
Ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της έρευνας είναι πως οι δημόσιοι φορείς στην Ευρώπη (όπως και η ΕΡΤ) δυσκολεύονται να προσελκύσουν νέους απέναντι στον ανταγωνισμό άλλων επιλογών ενημέρωσης ή διασκέδασης όπως το YouTube.
Για τις ανάγκες τις έρευνας συνάδελφοι ερευνητές χώρισαν το δείγμα, σε δύο κατηγορίες: κοινό που συμφωνεί με λαϊκίστικες απόψεις και κοινό που δεν συμφωνεί με λαϊκίστικες απόψεις. Για να γίνει αυτός ο διαχωρισμός έκαναν ερωτήσεις όπως η εξής: «Συμφωνείτε με την παρακάτω δήλωση; Οι περισσότεροι εκλεγμένοι αξιωματούχοι δεν νοιάζονται για το τι πιστεύουν άνθρωποι σαν και μένα». H ερώτηση σχετίζεται με τον ορισμό του λαϊκισμού ως μια ιδεολογία σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δυο ομάδες συμφερόντων: η «κακή» ελίτ και ο «ενάρετος» λαός. Αυτή η μέθοδος μέτρησης λαϊκίστικων απόψεων είναι συνηθισμένη σε έρευνες πολιτικής επιστήμης και κοινής γνώμης. Στην Ελλάδα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του δείγματος έχει λαϊκίστικες απόψεις (71%), το τρίτο μεγαλύτερο στο δείγμα των 23 χωρών, μετά την Κροατία και την Πολωνία. Το δείγμα είναι 2.000 ατόμων και αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού που έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο σε κάθε χώρα. Η έρευνα διεξήχθη τον Ιανουάριο του 2019.
Όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, την ΕΡΤ την εμπιστεύεται περισσότερο το κοινό με «μη-λαϊκίστικες» απόψεις σε σχέση με το κοινό που έχει «λαϊκίστικες» απόψεις. Αυτό το γράφημα ερμηνεύτηκε ως ένδειξη πως η ΕΡΤ θεωρείται αξιόπιστο μέσο στην Ελλάδα.
Όμως καμία από τις δύο ομάδες δεν εμπιστεύεται ιδιαίτερα την ΕΡΤ. Αυτοί που δεν συμφωνούν με λαϊκίστικες απόψεις βαθμολογούν την αξιοπιστία της ΕΡΤ με μέσο όρο 5.93/10 ενώ οι «λαϊκιστές» της δίνουν κατά μέσο όρο 4.98/10. Οι ερωτώμενοι μπορούσαν να δώσουν βαθμολογίες από το 0 (καθόλου αξιόπιστο μέσο) έως το 10 (απόλυτα αξιόπιστο μέσο).
Στην ίδια έρευνα ρωτήσαμε το κοινό κατά πόσο εμπιστεύεται διάφορα μέσα ενημέρωσης σε κάθε χώρα. Τα αποτελέσματα όπως δημοσιεύτηκαν στο Digital News Report 2019, δείχνουν πως η ΕΡΤ έχει σοβαρό πρόβλημα εμπιστοσύνης, όντας το τελευταίο μέσο από τα 15 για τα οποία ρωτήσαμε, με την εξαίρεση του blog «Τρομακτικό».
Στην έρευνά μας για το 2018 είχαμε κάνει τις ίδιες ερωτήσεις και βρήκαμε πως οι απόψεις για την ΕΡΤ είναι πολωμένες, με αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί να δίνουν υψηλότερη βαθμολογία στην ΕΡΤ κατά μέσο όρο (5.91/10) σε σύγκριση με αυτούς που αυτοχαρακτηρίζονται κεντρώοι (5.24/10) ή δεξιοί (3.91/10). Όμως ούτε οι αριστεροί ερωτώμενοι εμπιστεύονται την ΕΡΤ σε βαθμό που εμπιστεύονται τον δημόσιο φορέα τους κάτοικοι άλλων χωρών. Όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, οι απόψεις του κοινού για τον δημόσιο φορέα στην Ελλάδα είναι πιο κοντά στις απόψεις που έχουν οι Ούγγροι ερωτώμενοι για τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα τους, παρά οι κάτοικοι της Δανίας για το DR ή της Βρετανίας για το BBC.
Συνεπώς, τα δεδομένα μας δείχνουν πως η ΕΡΤ έχει μεγάλο πρόβλημα εμπιστοσύνης σε σχέση με τους περισσότερους δημόσιους φορείς στην Ευρώπη αλλά και σε σχέση με τα περισσότερα μεγάλα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα, όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων. Ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της έρευνας είναι πως οι δημόσιοι φορείς στην Ευρώπη (όπως και η ΕΡΤ) δυσκολεύονται να προσελκύσουν νέους απέναντι στον ανταγωνισμό άλλων επιλογών ενημέρωσης ή διασκέδασης όπως το YouTube. Η προσέλκυση αυτών των κοινών είναι ακόμα πιο δύσκολη στην Ελλάδα μιας και η ΕΡΤ βρίσκεται χαμηλά στους δείκτες αξιοπιστίας της κοινής γνώμης. Η έρευνα του Ινστιτούτου Reuters δεν πρέπει να είναι ευκαιρία εφησυχασμού αλλά να μας προβληματίσει.
Ο Αντώνης Καλογερόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και ερευνητής στο Ινστιτούτο Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.