Σήμα κινδύνου για το μέλλον του Αμαζονίου εκπέμπουν ειδικοί, με καθηγητή του Πανεπιστημίου της Φλόριντα, να προχωρά σε δραματικές προβλέψεις, μιλώντας για «κατάρρευση» του τροπικού δάσους έως το 2064.
Την ίδια στιγμή, τη δραματική κατάσταση αποτυπώνουν αριθμοί που «μιλούν» για εξάπλωση κατά 9,5% της καταστροφής μέσα σε ένα χρόνο.
Η αποψίλωση του Αμαζονίου στη Βραζιλία έφτασε φέτος στο υψηλότερο επίπεδό της εδώ και 12 χρόνια, σύμφωνα με επίσημα κυβερνητικά στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα. Μάλιστα, όπως αναφέρουν οι ειδικοί, η ραγδαία αύξηση που σημειώνει η καταστροφή του τροπικού δάσους παρατηρείται από τότε που εξελέγη στην προεδρία ο Ζαΐχ Μπολσονάρου.
Το 2020 η καταστροφή του μεγαλύτερου τροπικού δάσους παγκοσμίως άγγιξε τα 11.088 τετραγωνικά χιλιόμετρα, βάσει των στοιχείων της εθνικής διαστημικής υπηρεσίας της Βραζιλίας (Inpe). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έκταση που έχει αποψιλωθεί σε διάρκεια ενός έτους μετά το 2008, όταν είχαν καταστραφεί 12.911 τετραγωνικά χιλιόμετρα από το δάσος του Αμαζονίου.
Αυτό σημαίνει ότι η Βραζιλία δεν θα πετύχει τον στόχο που είχε θέσει η ίδια, βάσει της νομοθεσίας του 2009 για την κλιματική αλλαγή, να περιοριστεί η αποψίλωση του Αμαζονίου σε περίπου 3.900 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
«Εξαιτίας της αποψίλωσης αυτής η Βραζιλία είναι μάλλον η μοναδική χώρα με υψηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η οποία κατάφερε να αυξήσει τις εκπομπές της στη διάρκειας μιας χρονιάς που η παγκόσμια οικονομία είχε παραλύσει», εκτίμησε το Παρατηρητήριο του Κλίματος, μια ομάδα μη κυβερνητικών οργανώσεων στη Βραζιλία.
Τροπικά δάση όπως αυτό του Αμαζονίου διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στον έλεγχο της κλιματικής αλλαγής χάρη στην ικανότητά τους να απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα. Αλλά όταν τα δέντρα πεθαίνουν ή καίγονται εκλύουν διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.
Ο ακροδεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας, που αμφισβητεί την κλιματική αλλαγή, έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις από τη διεθνή κοινότητα για τον τρόπο που διαχειρίζεται περιβαλλοντικά ζητήματα, κυρίως το 2019 λόγω της μεγάλης αύξησης των πυρκαγιών στον Αμαζόνιο.
Η κυβέρνησή του επιθυμεί να νομιμοποιήσει τις καλλιέργειες και τις εξορυκτικές δραστηριότητες σε προστατευόμενες περιοχές του τροπικού δάσους και έχει μειώσει τη χρηματοδότηση προγραμμάτων προστασίας του περιβάλλοντος.
Οικολόγοι καταγγέλλουν ότι η πολιτική του Μπολσονάρου ενισχύει την καταστροφή του Αμαζονίου, του μεγαλύτερου τροπικού δάσους του κόσμου, το 60% του οποίου βρίσκεται στη Βραζιλία.
«Το όραμα της κυβέρνησης Μπολσονάρου για την ανάπτυξη του Αμαζονίου αποτελεί επιστροφή στη μαζική αποψίλωση του παρελθόντος. Είναι ένα αναχρονιστικό όραμα το οποίο απέχει πολύ από τις προσπάθειες να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση», επεσήμανε ο Κρίστιαν Ματσέτι, εκπρόσωπος της Greenpeace σε ανακοίνωσή του.
Η απάντηση του Μπολσονάρου στις διεθνείς επικρίσεις για την καταστροφή του Αμαζονίου το 2019 ήταν να στείλει τον στρατό να συνδράμει τις προσπάθειες κατάσβεσης των πυρκαγιών. Στρατιωτικοί αναμένεται να παραμείνουν στο δάσος του Αμαζονίου ως τον Απρίλιο του 2021 για να αντιμετωπίσουν την αποψίλωση και τις πυρκαγιές.
Η δραματική πρόβλεψη
«Καμπανάκι» για την κατάσταση στον Αμαζόνιο «χτυπά» και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Φλόριντα Ρόμπερτ Γουόκερ, ο οποίος εκτιμά ότι έως το 2064, το τροπικό δάσος του Αμαζονίου θα «καταρρεύσει».
Ο «πνεύμονας του πλανήτη», όπως έχει χαρακτηριστεί από πολλούς, θα καταρρεύσει και θα γίνει σε μεγάλο βαθμό μια ξηρή, θαμνώδης πεδιάδα σε 43 χρόνια από τώρα, λόγω της κλιματικής αλλαγής και της αποψίλωσης, σύμφωνα με τον καθηγητή Γουόκερ.
Η πρόβλεψη αυτή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Environment, με τίτλο «Collision Course: Development Pushes Amazonia Tow To Its Tipping Point».
Ο καθηγητής Γουόκερ υποστηρίζει ότι ο Αμαζόνιος θα μετατραπεί τις επόμενες δεκαετίες από ένα πυκνό, γεμάτο υγρασία δάσος σε μια ανοιχτή σαβάνα, όπου θα κυριαρχούν εύφλεκτα χόρτα και θάμνοι.
Ο Γουόκερ είπε ότι πέρασε πολύ χρόνο στην περιοχή του Αμαζονίου μιλώντας με αγρότες και υλοτόμους που ζουν εκεί. Όπως ανέφερε, η φτώχεια και η κακή χρήση κρατικών πόρων οδηγούν τελικά σε μεγάλο μέρος της αποψίλωσης των δασών.
«Οι άνθρωποι εκεί, δεν ανησυχούν τόσο πολύ για τη βιοποικιλότητα και το περιβάλλον, όταν πρέπει να ανησυχούν για το φαγητό τους», είπε χαρακτηριστικά.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ και Tandfonline