Ανακοίνωση εξέδωσε το υπουργείο Οικονομικών σχετικά με την έκθεση του ΔΝΤ που δημοσιεύτηκε νωρίτερα
Αναλυτικά, η ανακοίνωση αναφέρει:
«Η ελληνική κυβέρνηση δεν σχολιάζει εκθέσεις διεθνών οργανισμών, όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και δεν το έπραξε αυτό ακόμη και όταν ο Οργανισμός αποδέχονταν εσφαλμένες παραδοχές και λανθασμένες εκτιμήσεις στη σύνταξη του αρχικού Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής για τη χώρα μας.
Η ελληνική κυβέρνηση τοποθετείται, με ευθύνη και σεβασμό στις τεράστιες θυσίες της ελληνικής κοινωνίας, μόνο επί του συμφωνημένου, με την τρόικα, Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής.
Σύμφωνα με αυτό:
1ον. Η Ελλάδα, το 2012, υπερκάλυψε τους δημοσιονομικούς της στόχους. Σημειώνεται ότι στο Μνημόνιο (Memorandum of Understanding on Specific Economic Policy Conditionality), και συγκεκριμένα στην παράγραφο 1 «Επίτευξη υγιών δημόσιων οικονομικών (Achieving sound public finances)», αναφέρεται ότι «το πρωτογενές ισοζύγιο σύμφωνα με τον ορισμό του προγράμματος ανήλθε στο -1,3% του ΑΕΠ το 2012 ελαφρώς καλύτερα από το στόχο του -1,5% του ΑΕΠ», τονίζοντας μάλιστα ότι «η υποκείμενη δημοσιονομική βελτίωση ήταν ακόμη μεγαλύτερη, δεδομένου ότι επετεύχθη κατά τη διάρκεια μιας βαθιάς ύφεσης» (ύφεση 6,4% το 2012 όταν οι στόχοι είχαν τεθεί με ύφεση 6%).
2ον. Η Ελλάδα, το 2013, θα πετύχει μικρό, βιώσιμο, πρωτογενές πλεόνασμα, ύψους τουλάχιστον 340 εκατ. ευρώ. Αυτές είναι οι εκτιμήσεις και των εταίρων μας. Μάλιστα, το κυκλικά διορθωμένο πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα είναι το υψηλότερο μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωζώνης. Η έκθεση του ΔΝΤ το επιβεβαιώνει (σελ. 70: Ελλάδα = 4,2% του ΑΕΠ, Ευρωζώνη = 1,1% του ΑΕΠ).
3ον. Στην τελευταία επικαιροποίηση του Προγράμματος αναφέρεται ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικό κενό για την περίοδο 2013-2014.
Οι συζητήσεις με τους εταίρους για την επικαιροποίηση του προγράμματος συνεχίζονται.
Σε κάθε περίπτωση, το όποιο κενό που υπάρχει έως το 2017, με τους στόχους που υπάρχουν σήμερα, θα καλυφθεί με έλεγχο των δαπανών και με πρωτοβουλίες για βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, αλλά και από την ορατή ήδη καλυτέρευση του μακροοικονομικού κλίματος».