Την Κυριακή που η Καμπούλ έπεφτε στα χέρια των Ταλιμπάν, 20χρονοι Αφγανοί κατέγραφαν τις κινήσεις των μαχητών, μεταδίδοντας σε πραγματικό χρόνο αναφορές για πυροβολισμούς, εκρήξεις και μποτιλιαρίσματα στην πόλη, μέσα από μία καινούργια εφαρμογή.
Το App Ehtesab, βασίζεται σε αναφορές από την πόλη, από μία καλά εκπαιδευμένη ομάδα χρηστών που επικοινωνούν σε ιδιωτικό γκρουπ του WhatsApp. Οι αναφορές επαληθεύονται στη συνέχεια από fact checkers. Οι ειδοποιήσεις ποικίλουν και αφορούν μεταξύ άλλων φωτιές, πυροβολισμούς, βομβιστικές επιθέσεις, διακοπές στην κυκλοφορία, μποτιλιαρίσματα και διακοπές ρεύματος.
Η 26χρονη Σάρα Γουαχεντί, ιδρύτρια της εφαρμογής, δήλωσε πως η ομάδα προσπαθούσε να διασταυρώνει τις αναφορές και με το υπουργείο Εσωτερικών, «όσο ακόμα υπήρχε υπουργείο.»
Εκείνο το πρωί της Κυριακής που εισέβαλαν οι Ταλιμπάν, η Γουαχεντί και η ομάδα της θα ανέβαζαν μία νέα έκδοση της εφαρμογής για το iOS, αλλά βρέθηκαν αντιμέτωποι με μία καταιγιστική ροή έκτακτο αναφορών. «Έκτακτο στο @ehtesabaf App: Οι Ταλιμπάν εισήλθαν στο Αργάντι, στη συνοικία Παγκμάν. Νότια πύλη της Καμπούλ. Οι Αφγανικές δυνάμεις Ασφαλείας και Εθνικής Άμυνας δέχονται επίθεση», έγραψε η Γουαχεντί στο Twitter.
Ενώ οι Ταλιμπάν αναπτύσσονταν στο Αφγανιστάν, το Ehtesab είχε αναπτύξει μία αξιόπιστη μέθοδο για να συλλέγει πληροφορίες από πολλές, διαφορετικές δομές ασφαλείας, μεταξύ των οποίων η αστυνομία, η κυβέρνηση και διεθνείς οργανισμοί. Σύντομα η ομάδα άρχισε να λαμβάνει αναφορές πως οι Ταλιμπάν είχαν καταλάβει την φυλακή Bagram, στην πρώην στρατιωτική βάση των ΗΠΑ, βόρεια της Καμπούλ.
«Σε εκείνο το χρονικό σημείο οι μηχανισμοί αναφορών ήταν ακόμα στη θέση τους και ήταν εύκολο να επικοινωνούμε με την ομάδα ασφαλείας και με τους ρεπόρτερ μας. Καταγράφαμε λεπτό προς λεπτό, μιλούσαμε με διαφορετικά αστυνομικά τμήματα, ιχνηλατούσαμε τους Ταλιμπάν χιλιόμετρο - χιλιόμετρο», θυμάται η Γουαχεντί.
«Όταν όμως έφτασαν στον κέντρο της πόλης, όλα κατέρρευσαν, τίποτα δεν ήταν online, δεν υπήρχε τρόπος να μιλήσουμε ο ένας στον άλλον. Οι άνθρωποι διέγραφαν τα μηνύματά τους ή έκλειναν τα κινητά τους. Όταν οι Ταλιμπάν έφτασαν στο προεδρικό γραφείο καταλάβαμε ότι θα πρέπει να το κάνουμε μόνοι μας».
Το Ehtesab, που θα πει ευθύνη/λογοδοσία στις διαλέκτους Pashto και Dari, αποτελεί συνιδιοκτησία της αφγανικής εταιρείας Netlinks, που επένδυσε 40.000 δολάρια, και της Γουαχεντί, που έβαλε 2.500 δολάρια από τις οικονομίες της.
«Δεν ήθελα να καταγραφώ ως Μη Κυβερνητική Οργάνωση, για να μην κατηγοριοποιηθώ ούτε να περιοριστώ από τα Ηνωμένα Έθνη ή τις ΗΠΑ. Είναι αφγανικής εμπνεύσεως και χρηματοδότησης και εργάζεται σε αυτήν μία 100% αφγανική ομάδα», εξηγεί η Γουαχεντί.
Οι χρήστες της εφαρμογής μπορούν να επιλέξουν να λαμβάνουν ειδοποιήσεις στο κινητό τους ανάλογα με την τοποθεσία τους, που θα τους προειδοποιούν να αποφύγουν συγκεκριμένες περιοχές, κτήρια ή επιχειρήσεις. Μπορούν επίσης να αναφέρουν με την σειρά τους, μέσω της εφαρμογής, περιστατικά. Το App ανοίγει την κάμερα και το μικρόφωνο ώστε να στείλει κανείς υλικό από τα περιστατικά στην ομάδα της Γουαχεντί. Ο στόχος είναι να ενδυναμωθούν οι τοπικές κοινωνίες, με ζωντανή πληροφόρηση για το πώς πρέπει να αντιδράσουν.
Η εφαρμογή τρέχει ακόμα κανονικά και η Γουαχεντί λέει στους Financial Times πως θέλει να συνεχίσει να λειτουργεί για όσο το δυνατόν περισσότερο. Η ίδια είναι εκτός Αφγανιστάν. Κατάφερε να συγκεντρώσει 15.000 δολάρια μέσω μίας καμπάνιας στο GoFundMe. Μέρος των χρημάτων θα σταλεί στην ομάδα της στην Καμπούλ ως έκτακτο κεφάλαιο.
Το σχέδιό της είναι να δημιουργήσει ένα εθνικό σύστημα συναγερμού, όχι μόνο μέσω εφαρμογών αλλά και με αποστολή μηνυμάτων SMS. Τα γραφεία τους στο κέντρο της Καμπούλ παραμένουν κλειστά, και οι υπάλληλοι εργάζονται από τα σπίτια τους. Σκοπεύουν να ανεβάσουν μια νέα έκδοση για iOS μόλις επιστρέψουν στα κεντρικά.
«Θέλουμε να ελαφρύνουμε τους Αφγανούς από κάποιες από τις αγωνίες τους σε αυτούς τους αβέβαιους και βίαιους καιρούς», λέει η Γουαχεντί. «Θα βρούμε διαφορετικούς τρόπους να συλλέγουμε πληροφορίες για την πόλη και την ασφάλεια. Αυτή είναι η ομορφιά της τεχνολογίας, δεν γνωρίζει σύνορα».
Η Γουαχεντί ίδρυσε την εταιρεία της το 2018, αφού πέρασε πρώτα δύο χρόνια δουλεύοντας για το προεδρικό γραφείο του Ασράφ Γκανί, στο τμήμα ανάπτυξης κοινωνικής πολιτικής. Ωστόσο επιμένει ότι δεν πρόσκειται σε καμία πολιτική ομάδα.
Σε ηλικία έξι ετών είχε φύγει από την Καμπούλ για τον Καναδά, ως προσφυγόπουλο. Δύο δεκαετίες αργότερα, αναγκάστηκε να ξεφύγει και πάλι από τους Ταλιμπάν. Αυτή την φορά δεν ξέρει αν θα είναι ποτέ σε θέση να επιστρέψει. «Είναι σαν την ημέρα της μαρμότας», λέει.
Σήμερα, εκμεταλλεύεται το «προνόμιο» του να έχει ξεφύγει από την Καμπούλ, όπως η ίδια το χαρακτηρίζει, για να φροντίσει να ταξιδέψουν οι φίλοι και η οικογένειά της με ναυλωμένες πτήσεις από το Αφγανιστάν. «Είμαι ευγνώμων που βρίσκομαι με τη μητέρα μου, αλλά η ενοχή με κατατρώει όταν σκέφτομαι το σπίτι μου, όταν σκέφτομαι ότι δεν θα μπορέσω να επιστρέψω ποτέ στην Καμπούλ (...) Δεν νομίζω ότι κανένας από μας θα είναι ποτέ ξανά όπως ήταν».
Με πληροφορίες από Financial Times