Με αμηχανία αντιμετωπίζουν οι Βρυξέλλες το δημοψήφισμα στην Ουγγαρία σχετικά με την αποδοχή ή μη της μετεγκατάστασης των προσφύγων. Το δημοψήφισμα αυτής της Κυριακής είναι το τρίτο που διοργανώνεται μέσα στη χρονιά σε κράτος-μέλος, μετά την ψήφο των Βρετανών υπέρ του Brexit και την απόρριψη της εμπορικής συμφωνίας της ΕΕ με την Ουκρανία από τους Ολλανδούς.
«Θέλετε η Ευρωπαϊκή Ένωση να θεσπίσει την υποχρεωτική μετεγκατάσταση των μη-ουγγρικής καταγωγής πολιτών στην Ουγγαρία, χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου της Ουγγαρίας;» είναι το κάθε άλλο παρά ουδέτερο ερώτημα που αποφάσισε να θέσει ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βικτόρ Ορμπάν, ο οποίος εμφανίζεται πλέον να βάλλει απευθείας κατά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της οποίας πρωτοβουλία ήταν η πρόταση για κατανομή των προσφύγων στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Με αυτό το ερώτημα δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως το παιχνίδι μπορεί ήδη να είναι χαμένο για τις Βρυξέλλες, υπενθυμίζοντας εκ παραλλήλου ότι τον τελευταίο χρόνο, η ουγγρική κυβέρνηση έχει πολεμήσει με κάθε μέσο το έκτακτο σχήμα μετεγκατάστασης προσφύγων, το οποίο ωστόσο μετά από μια σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών εγκρίθηκε από τη Σύνοδο Κορυφής το φθινόπωρο του 2015. Πάντως, η Ουγγαρία -όπως και κάποιες άλλες χώρες- δεν έχει πραγματοποιήσει καμία από τις περίπου 1.300 μετεγκαταστάσεις που της αναλογούν. Παρ΄ όλα αυτά, η Επιτροπή συνεχίζει τις προσπάθειές για κοινή διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, προτείνοντας επιπλέον του έκτακτου μηχανισμού και ένα μόνιμο μηχανισμό ποσοστώσεων στην κατανομή των αιτούντων άσυλο, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Κανονισμού του Δουβλίνου.
Σε αυτό το πλαίσιο και σε μια προσπάθεια να σχετικοποιήσει το πολύ πιθανό «όχι» των Ούγγρων, η Επιτροπή φαίνεται να θέτει ως προτεραιότητα τη μη αμφισβήτηση της υπάρχουσας νομοθεσίας. «Τα κράτη-μέλη έχουν τη νομική υποχρέωση της εφαρμογής των αποφάσεων που ελήφθησαν», δήλωσε χαρακτηριστικά αυτή την εβδομάδα ο επίτροπος για τη Μετανάστευση, Δημήτρης Αβραμόπουλος, ενώ κύκλοι της Επιτροπής τονίζουν κατ' επανάληψη ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος μπορεί να αφορά μόνο μελλοντική νομοθεσία.
Ωστόσο, το ενδεχόμενο «όχι» των Ούγγρων, δεν μπορεί παρά να εκληφθεί επί της ουσίας ως πλήγμα για τη νομιμοποίηση των πολιτικών της ΕΕ και την ενότητα των μελών της. Ο πρόεδρος της Επιτροπή, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, είχε εκφράσει τις ανησυχίες του ως προς την απειλή για κάτι τέτοιο, προειδοποιώντας σε ομιλία του το καλοκαίρι πως «εάν καθιερωθούν τα δημοψηφίσματα για κάθε απόφαση των υπουργών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι σε κίνδυνο».
Ενδεικτικά, από την άλλη, του πώς αντιμετωπίζουν τα πράγματα οι κυβερνώντες στην Ουγγαρία είναι ασφαλώς τα όσα ανέφερε πρόσφατα στις Βρυξέλλες ο ευρωβουλευτής Άντρας Γκιγιουρκ, επικεφαλής της ουγγρικής αντιπροσωπείας στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα. Υπεραμυνόμενος της απόφασης του Ορμπάν να οργανώσει δημοψήφισμα ανέφερε: «Αυτό το δημοψήφισμα αφορά τι είδους Ευρώπη θα έχουμε στο μέλλον. Θέλουμε να επιτραπεί στα θεσμικά όργανα της ΕΕ να σφετεριστούν εξουσίες που δεν τους έχουν δοθεί από τις ιδρυτικές συνθήκες; Βλέπουμε σήμερα μια ΕΕ που αμφισβητείται σοβαρά, και βασικός λόγος γι' αυτό είναι ότι οι ιθύνοντες και οι γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες έχουν χάσει την επαφή με τη βούληση των Ευρωπαίων πολιτών. Δίνοντας στους ανθρώπους φωνή σε ένα τόσο σημαντικό θέμα -το δικαίωμα να αποφασίσουν ποιος μπορεί να ζει στη χώρα του- η Ουγγαρία θέλει να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα προς την ΕΕ, το οποίο ελπίζουμε ότι θα βοηθήσει την Ένωση να διορθώσει την πορεία της».
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ