Τεράστια διαρροή στοιχείων για την Credit Suisse, μια από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές τράπεζες παγκοσμίως, αποκαλύπτουν την κρυφή περιουσία πελατών που εμπλέκονται σε βασανιστήρια, εμπόριο ναρκωτικών, ξέπλυμα χρήματος, διαφθορά και άλλα σοβαρά εγκλήματα.
Στη διαρροή αφορά στοιχεία για λογαριασμούς που συνδέονται με 30.000 πελάτες της Credit Suisse σε όλο τον κόσμο, τα οποία αποκαλύπτουν τους δικαιούχους πάνω από 100 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων, σύμφωνα με τον Guardian, μέλος της κοινοπραξίας των ΜΜΕ που είχαν αποκλειστική πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα.
Από τα στοιχεία προκύπτουν εκτεταμένες αποτυχίες για επισταμένο έλεγχο της τράπεζας, παρά τις επανειλημμένες δεσμεύσεις της εδώ και δεκαετίες να εξαλείψει τους ύποπτους πελάτες και τα παράνομα κεφάλαια. Επίσης, αποκαλύπτουν πώς η Credit Suisse επανειλημμένα άνοιξε ή διατήρησε τραπεζικούς λογαριασμούς για ευρεία γκάμα «επικίνδυνων» πελατών από όλο τον κόσμο.
Ανάμεσά τους είναι ένας διακινητή ανθρώπων στις Φιλιππίνες, πρώην πρόεδρος του χρηματιστηρίου στο Χονγκ Κονγκ που φυλακίστηκε για δωροδοκία, δισεκατομμυριούχος που διέταξε τη δολοφονία της πρώην συντρόφου του- μιας ποπ σταρ από τον Λίβανο- και στελέχη που λεηλάτησαν την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία της Βενεζουέλας, όπως και διεφθαρμένους πολιτικούς από την Αίγυπτο έως την Ουκρανία.
Ένας λογαρισμός που ανήκει στο Βατικανό χρησιμοποιήθηκε για να δαπανηθούν 350 εκατομμύρια ευρώ σε φερόμενη δόλια επένδυση σε ακίνητα στο Λονδίνο, που είναι στο επίκεντρο εν εξελίξει ποινικής δίκης με πολλούς κατηγορούμενους, ανάμεσά τους ένας καρδινάλιος.
Η διαρροή του τεράστιου όγκου τραπεζικών δεδομένων έγινε από ανώνυμο πληροφοριοδότη στη γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung. «Πιστεύω ότι οι ελβετικοί νόμοι για το τραπεζικό απόρρητο είναι ανήθικοι», δήλωσε ο πληροφοριοδότης. «Το πρόσχημα της προστασίας των οικονομικών προσωπικών δεδομένων είναι απλώς ένα φύλλο συκής που καλύπτει τον ντροπιαστικό ρόλο των ελβετικών τραπεζών ως συνεργατών φοροφυγάδων», συμπλήρωσε.
Από την πλευρά της, η Credit Suisse ανέφερε ότι οι αυστηροί ελβετικοί νόμοι για το τραπεζικό απόρρητο δεν της επιτρέπουν να σχολιάσει ισχυρισμούς που σχετίζονται με πελάτες. «Η Credit Suisse απορρίπτει σθεναρά τους ισχυρισμούς και τα συμπεράσματα για τις υποτιθέμενες επιχειρηματικές πρακτικές της τράπεζας», ανέφερε σε ανακοίνωση, υποστηρίζοντας ότι τα ζητήματα που αποκαλύφθηκαν από τους δημοσιογράφους «βασίζονται σε επιλεκτικές πληροφορίες που έχουν βγει εκτός πλαισίου, με αποτέλεσμα μεροληπτικές ερμηνείες για την επιχειρηματική συμπεριφορά της τράπεζας».
Ανέφερε ακόμη ότι οι ισχυρισμοί αφορούν σε μεγάλο βαθμό ζητήματα από το παρελθόν και σε κάποιες περιπτώσεις χρονολογούνται σε μια περίοδο κατά την οποία «οι νόμοι, οι πρακτικές και οι προσδοκίες από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ήταν πολύ διαφορετικοί από τώρα».
Αν και κάποιοι από τους λογαριασμούς για τους οποίους διέρρευσαν στοιχεία είχαν ανοίξει ακόμη και τη δεκαετία του ‘40, πάνω από τα δύο τρίτα άνοιξαν από το 2000. Πολλοί από αυτούς ήταν ακόμη ενεργοί την τελευταία δεκαετία και ένα μέρος τους παραμένουν ανοιχτοί σήμερα, επισημαίνει ο Guardian.
Οι αποκαλύψεις δεν θα μπορούσαν να έρθουν σε χειρότερη στιγμή για την Credit Suisse. Τον Ιανουάριο παραιτήθηκε ο πρόεδρος της τράπεζας, Αντόνιο Χόρτα- Οσόριο, έπειτα από δύο παραβιάσεις των μέτρων για τον κορωνοϊό. Αυτό τον μήνα έγινε η πρώτη ελβετική τράπεζα που αντιμετωπίζει ποινικές κατηγορίες- τις οποίες αρνείται- σχετικά με καταγγελία ότι βοήθησε στο ξέπλυμα χρήματος από το εμπόριο κοκαΐνης, για τη βουλγαρική μαφία.
Όμως, οι επιπτώσεις αυτής της διαρροής θα μπορούσαν να ήταν ακόμη ευρύτερες, απειλώντας μία κρίση στην Ελβετία, που διατηρεί έναν από τους πιο μυστικοπαθείς τραπεζικούς νόμους στον κόσμο. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας διαχειρίζονται περίπου 7,9 τρισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα και σχεδόν τα μισά από αυτά τα χρήματα ανήκουν σε αλλοδαπούς πελάτες.
Καταδικασμένα στελέχη, απατεώνες, διακινητές
Όταν ο Ρόναλντ Λι Φουκ-σιού προσέγγισε τραπεζίτη για να ανοίξει λογαριασμό το 2000, είναι απίθανο να θεωρήθηκε ένας κοινός πελάτης. Ήταν πρώην πρόεδρος του χρηματιστηρίου του Χονγκ Κονγκ και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην πόλη. Όμως, ίσως ήταν περισσότερο γνωστός για την ποινή που εξέτισε σε φυλακή υψίστης ασφαλείας.
Η καριέρα του τελείωσε ατιμωτικά το 1990, όταν καταδικάστηκε επειδή έπαιρνε δωροδοκίες με αντάλλαγμα την εισαγωγή εταιρειών στο χρηματιστήριο. Παρόλα αυτά, μία δεκαετία αργότερα κατάφερε να ανοίξει έναν λογαριασμό, στον οποίο στη συνέχεια υπήρχαν 59 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα, σύμφωνα με τα στοιχεία που διέρρευσαν.
Ήταν ένας από τους δεκάδες για τους οποίους- σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκαν οι δημοσιογράφοι- η Credit Suisse φέρεται να άνοιξε ή να διατήρησε λογαριασμούς ενώ είχαν σοβαρές καταδίκες, που ίσως να αναμένονταν να εμφανιστούν σε ελέγχους. Υπάρχουν άλλες περιπτώσεις στις οποίες η τράπεζα μπορεί να ανέλαβε γρήγορα δράση όταν εμφανίστηκαν προειδοποιητικά σημάδια, παρόλα αυτά φαίνεται ότι ύποπτοι πελάτες ενδιαφέρθηκαν για την τράπεζα.
Τέτοιοι έλεγχοι θα αναμένονταν προκειμένου μία τράπεζα να μην ανοίξει λογαριασμό σε πελάτες όπως ο Ρόντολιουμπ Ραντούλοβιτς, ένας Σέρβος απατεώνας που το 2001 του άσκησε δίωξη η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, τα στοιχεία που διέρρευσαν δείχνουν ότι ήταν συνδικαιούχος σε δύο εταιρικούς λογαριασμούς στην Credit Suisse. Ο πρώτος άνοιξε το 2005, ένα χρόνο αφότου υπήρξε απόφαση κατά του Ραντούλοβις για απάτη. Ο ένας από τους λογαριασμούς είχε 3,4 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα, προτού κλείσει το 2010. Πρόσφατα ο Σέρβος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 ετών από δικαστήριο του Βελιγραδίου, για τον ρόλο του στη διακίνηση κοκαΐνης από τη Νότια Αμερική, για λογαριασμό του «αφεντικού» του οργανωμένου εγκλήματος Ντάρκο Σάριτς.
Έλεγχοι δεν γίνονται μόνο στους νέους πελάτες. Οι τράπεζες απαιτούνται να επαναξιολογούν διαρκώς εκείνους που ήδη έχουν. Έκθεση του 2017 έδειχνε ότι η Credit Suisse αξιολογούσε τους πελάτες της τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια και ακόμη και μια φορά τον χρόνο για τους «επικίνδυνους» πελάτες. Αυτοί οι περιοδικοί έλεγχο ξεκίνησαν πριν από πάνω από 15 χρόνια, δήλωσαν δικηγόροι της τράπεζας στον Guardian.
Έτσι, η τράπεζα θα αναμενόταν να είχε ανακαλύψει ότι ο Γερμανός Έντουαρντ Σέιντελ, πρώην στέλεχος της Siemens, καταδικάστηκε για δωροδοκία το 2008. Ως επικεφαλής της πολυεθνικής στη Νιγηρία, επέβλεψε δωροδοκίες για την εξασφάλιση προσοδοφόρων συμβολαίων για την εταιρεία, διοχετεύοντας χρήματα σε διεφθαρμένους πολιτικούς της χώρας.
Όταν οι γερμανικές αρχές έκαναν έφοδο στα κεντρικά γραφεία της Siemens στο Μόναχο το 2006, ο Σέιντελ αμέσως παραδέχθηκε τον ρόλο του στο σχέδιο δωροδοκίας, παρότι είπε ότι ποτέ δεν έκλεψε από την εταιρεία ούτε υπεξαίρεσε τα κονδύλια της εταιρείας. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τα στοιχεία, οι λογαριασμοί του στην Credit Suisse παρέμειναν ανοιχτοί έως και την τελευταία δεκαετία. Σε ένα σημείο, αφότου είχε φύγει από τη Siemens, ο ένας λογαριασμός είχε 54 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα.
Σε κάποιες περιπτώσεις η τράπεζα πάγωσε λογαριασμούς που ανήκαν σε προβληματικούς πελάτες. Όμως, παραμένουν τα ερωτήματα για το πόσο γρήγορα κινήθηκε για να το κάνει αυτό. Ο Στέφαν Σέντερχολμ, Σουηδός τεχνικός υπολογιστών που άνοιξε λογαριασμό στην τράπεζα το 2008, τον διατήρησε για 2,5 χρόνια μετά την καταδίκη του για trafficking στις Φιλιππίνες, όπου του επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη.
Η εγκληματική δράση του έγινε γνωστή το 2009, όταν η αστυνομία έκανε έφοδο σε χώρο «βιτρίνα», που υποτίθεται ότι ήταν χώρος οργάνωσης, και ανακάλυψε περίπου 17 γυναίκες σε χώρους με κάμερες, οι οποίες έκαναν sex show για ξένους πελάτες. Ο Σέντερχολμ καταδικάστηκε το 2011. Εκπρόσωπός του δήλωσε ότι η τράπεζα δεν πάγωσε ποτέ τους λογαριασμούς του και δεν τους έκλεισε παρά μόνο το 2013, όταν δεν ήταν σε θέση να παράσχει υλικό για την έρευνα.
Το πλιάτσικο του Φέρντιναντ και της Ιμέλντα Μάρκος
Μία από τις πιο διαβόητες υποθέσεις στην ιστορία της Credit Suisse αφορά τον διεφθαρμένο δικτάτορα των Φιλιππίνων, Φέρντιναντ Μάρκος και τη σύζυγό του Ιμέλντα.
Το ζευγάρι εκτιμάται ότι μετέφερε έως και 10 δισεκατομμύρια δολάρια από τη χώρα, κατά τη διάρκεια των τριών προεδρικών θητειών του Φέρντιναντ Μάρκος, έως το 1986. Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι η Credit Suisse ήταν μία από τις πρώτες τράπεζες που βοήθησε τους Μάρκος να ρημάξουν την ίδια τη χώρα τους, ενώ τους βοήθησε ακόμη και να ανοίξουν λογαριασμούς στην Ελβετία με τα ψευδώνυμα «Γουίλιαμ Σόντερς» και «Τζέιν Ράιαν». Το 1995 δικαστήριο της Ζυρίχης διέταξε την Credit Suisse και άλλη μία τράπεζα να επιστρέψουν στις Φιλιππίνες 500 εκατομμύρια δολάρια από τα κλεμμένα χρήματα.
Στα στοιχεία που διέρρευσαν περιλαμβάνεται και λογαριασμός που ανήκε στην Έλεν Ριβίλα, μια δικηγόρο που καταδικάστηκε το 1992 επειδή βοήθησε σε ξέπλυμα χρήματος για λογαριασμό του Φέρντιναντ Μάρκος. Παρόλα αυτά, κατάφερε να ανοίξει λογαριασμό στην Ελβετία το 2000, όπως και ο σύζυγός της Αντόνιο, ο οποίος αντιμετώπισε παρόμοιες κατηγορίες που στη συνέχεια αποσύρθηκαν.
Είναι άγνωστο πώς η Credit Suisse δεν εντόπισε την υπόθεση για ξέπλυμα χρήματος που συνδέει το ζευγάρι με τον διεφθαρμένο δικτάτορα των Φιλιππίνων. Το ζευγάρι είχε περίπου 8 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα στην τράπεζα, προτού κλείσουν οι λογαριασμοί τους το 2006.
Σύνδεση και με άλλους δικτάτορες
Ο Φέρντιναντ Μάρκος δεν ήταν ο μοναδικός διαβόητος πελάτης της Credit Suisse. Υπάρχουν και οι συγγενείς του βάναυσου δικτάτορα της Νιγηρίας Σάνι Αμπάτσα, που πιστεύεται ότι έκλεψε έως 5 δισεκατομμύρια δολάρια από τον λαό του μέσα σε έξι χρόνια. Ήταν ήδη γνωστό ότι η Credit Suisse παρείχε υπηρεσίες στους γιους του Αμπάτσα, ανοίγοντας λογαριασμούς στους οποίους κατέθεσαν 214 εκατομμύρια δολάρια.
Τα στοιχεία που διέρρευσαν αφορούν πολλούς πολιτικούς και συμμάχους τους που είχαν συνδεθεί με διαφθορά πριν, κατά τη διάρκεια, ή αφού είχαν λογαριασμούς στην τράπεζα. Κανένας τους δεν είναι τόσο γνωστός όσο οι οικογένειες Μάρκος και Αμπάτσα, αλλά αρκετοί είχαν μεγάλη εξουσία σε χώρες από τη Συρία έως τη Μαδαγασκάρη, όπου έκαναν περιουσία.
Ανάμεσά τους είναι ο Πάβλο Λαζαρένκο, που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ουκρανίας για έναν χρόνο, την περίοδο 1997-98, προτού κάνει αίτηση για άνοιγμα λογαριασμού στην Credit Suisse. Ένα μήνα αφότου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τους αντιπάλους του, άνοιξε τον πρώτο από τους δύο λογαριασμούς του στην τράπεζα. Ο ένας από αυτούς στη συνέχεια είχε περίπου 8 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα.
Αργότερα η Διεθνής Διαφάνεια εκτίμησε ότι ο Λαζαρένκο πήρε έως και 200 εκατομμύρια δολάρια από την ουκρανική κυβέρνηση, καθώς φέρεται ότι απειλούσε να βλάψει επιχειρήσεις αν δεν του έδιναν το 50% των κερδών τους. Δήλωσε ένοχος για ξέπλυμα χρήματος στην Ελβετία το 2000 και αργότερα καταδικάστηκε στις ΗΠΑ για διαφθορά. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 ετών το 2006, σε σχέση με δωροδοκίες που είχε πάρει από Ουκρανό επιχειρηματία. Πλέον ζει στην Καλιφόρνια, αφού δεν επέστρεψε στη χώρα του όπου ακόμη αντιμετωπίζει κατηγορίες για κλοπή 17 εκατομμυρίων δολαρίων.
Παραμένει ασαφές πώς η τράπεζα επέτρεψε στον Λαζαρένκο να ανοίξει λογαριασμό και να καταθέσει τόσο μεγάλα ποσά δεδομένου του παρελθόντος του. Πριν από την είσοδό του στην πολιτική ήταν δημόσιος υπάλληλος, υπεύθυνος για συνεταιριστική φάρμα.
Περίπου την ίδια εποχή η Credit Suisse φαίνεται να έκανε «δουλειές» και με το αιγυπτιακό πολιτικό κατεστημένο υπό τον δικτάτορα Χόσνι Μουμπάρακ, που ήταν πρόεδρος έως το 2011. Ανάμεσα στους πελάτες της τράπεζας ήταν οι γιοι του Μουμπάρακ, Αλάα και Γκαμάλ, που έστησαν επιχειρηματικές αυτοκρατορίες στην Αίγυπτο.
Η σχέση των δύο αδελφών με την τράπεζα διήρκεσε δεκαετίες. Ο πρώτος κοινός τους λογαριασμός άνοιξε το 1993. Έως το 2010, μία χρονιά πριν από την ανατροπή του πατέρα τους, ένας λογαριασμός που ανήκε στον Αλάα Μουμπάρακ είχε 232 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα.
Μετά την αραβική άνοιξη, η τύχη τους άλλαξε και το 2015 πατέρας και γιοι καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης τριών ετών για υπεξαίρεση και διαφθορά. Εκτιμάται ότι τα δύο αδέλφια πλήρωσαν 17,6 εκατομμύρια δολάρια στην αιγυπτιακή κυβέρνηση, στο πλαίσιο συμβιβασμού για να μην παραδεχθούν την ενοχή τους. Οι λογαριασμοί τους, σύμφωνα με τους δικηγόρους τους, έχουν παγώσει πάνω από μία δεκαετία, εν αναμονή της απόφασης των ελβετικών αρχών.
Άλλοι πελάτες της Credit Suisse που συνδέονταν με τον Χόσνι Μουμπάρακ ήταν ο μεγιστάνας Χουσεΐν Σαλέμ, που ενεργούσε ως οικονομικός σύμβουλος του δικτάτορα για περίπου τρεις δεκαετίες. Έκανε περιουσία μέσω διαγωνισμών και πέθανε στην εξορία, αφότου αντιμετώπισε κατηγορίες για ξέπλυμα χρήματος.
Επίσης, στους πελάτες ήταν ο Χισάμ Ταλάατ Μουσταφά, δισεκατομμυριούχος πολιτικός του κόμματος του Μουμπάρακ. Ο Μουσταφά καταδικάστηκε το 2009 για την πρόσληψη εκτελεστή προκειμένου να δολοφονήσει την πρώην σύντροφό του, την Λιβανέζα ποπ σταρ Σουζάν Ταμίμ. Όμως, ο λογαριασμός του δεν έκλεισε παρά μόνο το 2014.
Ένας άλλος άνθρωπος του κύκλου του Μουμπάρακ στον οποίο παρείχε υπηρεσίες η Credit Suisse ήταν ο πρώην επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Ομάρ Σουλεϊμάν. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του εμφανίζονται στα στοιχεία ως δικαιούχοι λογαριασμού που είχε 63 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα το 2007. Ο Σουλεϊμάν είχε επιβλέψει εκτεταμένα βασανιστήρια και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αίγυπτο.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι λογαριασμούς στην Credit Suisse είχαν αρκετά ακόμη στελέχη μυστικών υπηρεσιών και ενόπλων δυνάμεων, όπως και οι συγγενείς τους, μεταξύ άλλων από το Πακιστάν, την Ιορδανία, την Υεμένη και το Ιράκ.
Ένας πελάτης ήταν ο Αλγερινός Καλέντ Νεζάρ, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Άμυνας μέχρι το 1993 και συμμετείχε σε πραξικόπημα που επιτάχυνε έναν άγριο εμφύλιο πόλεμο κατά τον οποίο η χούντα- της οποίας ήταν μέλος- κατηγορήθηκε για εξαφανίσεις, μαζικές συλλήψεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις κρατουμένων.
Ο φερόμενος ρόλος του Νεζάρ σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν ευρέως καταγεγραμμένος έως το 2004, όταν άνοιξε τον λογαριασμό του, που περιείχε έως 2 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα και παρέμεινε ανοιχτός έως το 2013, δύο χρόνια αφότου συνελήφθη στην Ελβετία ως ύποπτος για εγκλήματα πολέμου.
Η περίπτωση της Βενεζουέλας
Ακόμη χειρότερα είναι τα όσα προκύπτουν από τα στοιχεία σε ότι αφορά τη Βενεζουέλα. Οι δημοσιογράφοι εντόπισαν λογαριασμούς που συνδέονται με περίπου 20 επιχειρηματίες, αξιωματούχους και πολιτικούς που εμπλέκονται σε διαφθορά στη χώρα, οι περισσότεροι σε σχέση με την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία.
«Πάντα υπήρχε διαφθορά σχετικά με την PDVSA, σε διάφορους βαθμούς και επίπεδα. Οι λέξεις Βενεζουέλα, PDVSA και πετρέλαιο είναι κώδωνας κινδύνου για τις τράπεζες», επισημαίνει ο Σέζαρ Μάτα- Γκαρσία, ακαδημαϊκός στο πανεπιστήμιο του Νταντί, που ειδικεύεται στο διεθνές δίκαιο για το πετρέλαιο.
Αυτό δεν εμπόδισε την Credit Suisse να δεχθεί πελάτες που αργότερα αποδείχθηκε ότι εμπλέκονταν σε πολλές αμερικανικές έρευνες και διώξεις που σχετίζονται με την PDVSA και το πλιάτσικο στην οικονομία της Βενεζουέλας.
Μία περίπτωση αφορά τους Ρομπέρτο Ρινκόν Φερνάντεζ και Άμπραχαμ Σιέρα Μπαστίντας, δύο επιχειρηματίες με έδρα στις ΗΠΑ και διασυνδέσεις με τη Βενεζουέλα. Το 2009 άρχισαν να δωροδοκούν αξιωματούχους με αντάλλαγμα επικερδή συμβόλαια με την PDVSA, με τη συνδρομή του Φερνάντο Αρντίλα Ρουέντα. Ανάμεσα σε αυτούς που φέρεται να δέχθηκαν χρήματα ήταν ο υφυπουργός Ενέργειας Νέρβις Βιλαλόμπος Καρντένας και ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας, Λουίς Ντε Λεόν Πέρεζ.
Το 2015 Αμερικανοί εισαγγελείς άρχισαν να ασκούν διώξεις στους εμπλεκόμενους. Τα δικαστικά έγγραφα κάνουν επανειλημμένες αναφορές σε πληρωμές σε λογαριασμούς ελβετικής τράπεζας που δεν κατονομάζεται. Όμως, τα στοιχεία που διέρρευσαν δείχνουν ότι και οι πέντε είχαν λογαριασμούς στην Credit Suisse που ήταν ενεργοί την περίοδο των παραπτωμάτων. Οι τέσσερις δήλωσαν ένοχοι και ο Βιλαλόμπος προσπαθεί να μην εκδοθεί από την Ισπανία στις ΗΠΑ.
Κάποιοι από τους λογαριασμούς στην Credit Suisse που συνδέονταν με τη Βενεζουέλα περιείχαν τεράστια ποσά. Ο Βιλαλόμπος είχε έως 9,5 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα, ο Ντε Λεόν έως 22 εκατομμύρια. Ο Ρινκόν, ο επιχειρηματίας που πλήρωνε τις δωροδοκίες τους, είχε πάνω από 68 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα στον λογαριασμό του τον Νοέμβριο του 2015, ένα μήνα πριν από τη σύλληψή του.
Η Credit Suisse επέμεινε ότι σύμφωνα με τις μεταρρυθμίσεις σε όλο τον τομέα και στην Ελβετία, η τράπεζα «έχει λάβει σημαντικά επιπλέον μέτρα την τελευταία δεκαετία, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών περαιτέρω επενδύσεων για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος». Οι δικηγόροι της τράπεζας, επεσήμανε η Credit Suisse σε ανακοίνωση, συνεργάστηκαν πλήρως σε πολλές από τις έρευνες που ανέφερε ο Guardian στις αποκαλύψεις και συμπλήρωσε ότι οι όποιες παρελθοντικές ατομικές αποτυχίες δεν αντικατοπτρίζουν τις τωρινές επιχειρηματικές πολιτικές, πρακτικές ή την κουλτούρα της τράπεζας.
Ακόμη, επεσήμανε ότι η «προκαταρκτική αξιολόγηση» για τους λογαριασμούς που αποκάλυψαν τα ΜΜΕ έδειξε πως πάνω από το 90% εκείνων που έχουν ελεγχθεί πλέον έχουν κλείσει ή «ήταν στη διαδικασία κλεισίματος» προτού τεθούν τα δημοσιογραφικά ερωτήματα. Για τους υπόλοιπους λογαριασμούς, που παραμένουν ενεργοί, η τράπεζα ανέφερε ότι «έχουν γίνει κατάλληλες έρευνες και άλλα μέτρα ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων κλεισιμάτων λογαριασμών που εκκρεμούν».