Μια γυναίκα που κατηγορεί τον Χάρβεϊ Γουάινσταϊν ότι την βίασε το 2013, κατέθεσε ότι η επίθεση την έκανε να θέλει να «καταστρέψει» τον εαυτό της.
Το μοντέλο και ηθοποιός, που ζει και εργάζεται στην Ρώμη και τότε βρισκόταν στο Λος Άντζελες, για ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, είναι η πρώτη από τις οκτώ κατηγόρους του Γουάινσταϊν, που θα καταθέσουν στο δικαστήριο.
Οι περισσότερες από τις γυναίκες δήλωσαν ότι οι επιθέσεις τους ξεκίνησαν με υποτιθέμενες επαγγελματικές συναντήσεις με τον Γουάινσταϊν σε ξενοδοχεία. Ωστόσο, η γυναίκα που κατέθεσε την Τρίτη είπε ότι έμεινε έκπληκτη όταν ο παραγωγός της χτύπησε πόρτα τ αργά το βράδυ του Φεβρουαρίου του 2013, αφού τον είχε δει για λίγο νωρίτερα το βράδυ στο φεστιβάλ κινηματογράφου Los Angeles Italia.
Διαμένοντας στο ξενοδοχείο με ψευδώνυμο, είπε ότι δεν είχε ιδέα πώς ο Γουάινσταϊν γνώριζε τον αριθμό του δωματίου της και ότι τον άφησε αρχικά να περάσει την πόρτα της χωρίς να σκεφτεί ότι ήταν κακό. Αυτό άλλαξε γρήγορα όταν ο Γουάινσταϊν έγινε σεξουαλικά επιθετικός, είπε.
Η κατήγορος, της οποίας η μητρική γλώσσα είναι τα ρωσικά, είπε ότι τα αγγλικά της ήταν πολύ κακά εκείνη την εποχή, αν και έχουν βελτιωθεί σημαντικά από τότε, και σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε παρεξηγηθεί.
«Αισθανόμουν ένοχη που έκανα κάτι ή είπα κάτι που τον έκανε να πιστέψει ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι μεταξύ μας», είπε.
Όπως υποστήριξε ο Γουάινσταϊν, την ανάγκασε να κάνει στοματικό σεξ στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. «Ήμουν κάπως υστερική μέσα στα δάκρυα», είπε. «Έλεγα συνέχεια "όχι, όχι, όχι, όχι"».
Η γυναίκα δήλωσε ότι φοβόταν τον Γουάινσταϊν, ο οποίος την ξεπερνούσε κατά 100 κιλά ή και περισσότερο, και ανέφερε ότι προερχόταν από «σκληρό» περιβάλλον και ότι στο παρελθόν «είχε βρεθεί σε άσχημες καταστάσεις όπου οι άνδρες με χτυπούσαν».
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, είπε, «δεν είχε ούτε μια σκέψη να τρέξει ή να φωνάξει». Ο εισαγγελέας Paul Thompson ρώτησε γιατί δεν το έκανε. «Δεν ξέρω», απάντησε. «Μετανιώνω πολύ γι' αυτό».
Σύμφωνα με τα όσα υποστήριξε, όταν ο Γουάινσταϊν την πήγε στο μπάνιο για να την βιάσει, εκείνη αντιτάχθηκε λεκτικά, κλαίγοντας και λέγοντας «σταμάτα» και «όχι», ενώ προσπαθούσε να κουνηθεί ώστε να είναι πιο δύσκολο για εκείνον να επιτεθεί, αλλά, όπως είπε, «δεν αντιστάθηκε».
«Ήθελα να πεθάνω», είπε. «Ήταν αηδιαστικό. Ήταν εξευτελιστικό».
Η γυναίκα δήλωσε ότι ότι την επομένη της επίθεσης άρχισε να πίνει πολύ. «Κατέστρεφα τον εαυτό μου», είπε. «Αισθανόμουν πολύ ένοχη. Κυρίως επειδή άνοιξα εκείνη την πόρτα».
Πρόσθεσε, δε, ότι δυσκολεύτηκε να αντιμετωπίσει τα παιδιά της μετά το περιστατικό και ένιωσε την ανάγκη να το εξομολογηθεί στον Ρωσορθόδοξο ιερέα της. Οι εισαγγελείς ζήτησαν να καταθέσει ο ιερέας, αλλά εκείνος αρνήθηκε, επικαλούμενος θρησκευτικό απόρρητο. Η κόρη της γυναίκας, 21 ετών σήμερα, πρόκειται να καταθέσει στη συνέχεια.
Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης, η γυναίκα πολλές φορές έκλαιγε, αλλά παρέμεινε ως επί το πλείστον ψύχραιμη, κοιτάζοντας προς τα κάτω όταν συγκινούνταν για να συγκεντρωθεί.
Τη Δευτέρα, την εναρκτήρια ημέρα της δίκης, έκλαιγε τόσο πολύ κατά την κατάθεσή της για την επίθεση, που το δικαστήριο διέκοψε για λίγα λεπτά.
«Θέλω να ζητήσω συγγνώμη για τη χθεσινή μου κατάρρευση»; είπε όταν επέστρεψε στο εδώλιο την Τρίτη. «Δυστυχώς δεν μπορώ να το ελέγξω αυτό».
Στην εναρκτήρια αγόρευσή του, ο δικηγόρος του Γουάινσταϊν, Μαρκ Βέρκσμαν, δήλωσε ότι πολλές από τις κατηγορίες για τις οποίες κατηγορείται ο πελάτης του ήταν στην πραγματικότητα συναινετικό σεξ.
Αλλά στην περίπτωση της γυναίκας που κατέθεσε την Τρίτη, ο δικηγόρος αρνήθηκε ότι τα γεγονότα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της συνέβησαν καθόλου.
Κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης, ο συνήγορος υπεράσπισης Άλαν Τζάκσον ρώτησε τη γυναίκα για τις προηγούμενες δηλώσεις της σχετικά με τον βιασμό και την ρώτησε γιατί θα παρέμενε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου είχε δεχθεί σεξουαλική επίθεση και γιατί δεν ανέφερε το περιστατικό στο προσωπικό του ξενοδοχείου.
Να σημειωθεί ότι ο Γουάινσταϊν εκτίει ήδη ποινή κάθειρξης 23 ετών μετά την καταδίκη του για σεξουαλικά εγκλήματα στη Νέα Υόρκη τον Φεβρουάριο του 2020.
Με πληροφορίες Guardian