Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, ο διπλωμάτης που κυριάρχησε στην εξωτερική πολιτική για δεκαετίες πέθανε την Τετάρτη σε ηλικία 100 ετών, ανακοίνωσε η εταιρεία συμβούλων του.
Με τη σκληρή αλλά επιβλητική παρουσία του και την παρασκηνιακή χειραγώγηση της εξουσίας, ο Χένρι Κίσινγκερ άσκησε ασυνήθιστη επιρροή στις παγκόσμιες εξελίξεις κατέχοντας θέσεις υπό τους Αμερικανούς προέδρους Ρίτσαρντ Νίξον και Τζέραλντ Φορντ, προκαλώντας αντιδράσεις, αλλά κερδίζοντας και το Νόμπελ Ειρήνης. Δεκαετίες αργότερα, το όνομά του εξακολουθούσε να προκαλεί έντονη συζήτηση σχετικά με την εξωτερική πολιτική του παρελθόντος.
H άνοδος του Κίσινγκερ μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ
Η δύναμη του Κίσινγκερ αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της αναταραχής, που προκλήθηκε από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, όταν ο διπλωμάτης ανέλαβε έναν ρόλο παρόμοιο με συμπρόεδρο στο πλευρό του αποδυναμωμένου Νίξον.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ματαιοδοξία μου ερεθίστηκε», έγραψε αργότερα ο Κίσινγκερ για την αυξανόμενη επιρροή του. «Αλλά το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν ένα προαίσθημα καταστροφής».
Εβραίος που έφυγε από τη Ναζιστική Γερμανία με την οικογένειά του στην εφηβεία του, ο Κίσινγκερ στα τελευταία του χρόνια καλλιέργησε τη φήμη ενός αξιοσέβαστου πολιτικού, κάνοντας ομιλίες, παρέχοντας συμβουλές σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς και διευθύνοντας μια παγκόσμια επιχείρηση παροχής συμβουλών. Εμφανίστηκε στον Λευκό Οίκο κατά τη θητεία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ πολλές φορές. Αλλά τα έγγραφα και οι κασέτες της εποχής του Νίξον, όταν κυκλοφόρησαν με την πάροδο των χρόνων, έφεραν αποκαλύψεις, πολλές μέσα από τα ίδια τα λόγια του Κίσινγκερ.
Οι επικριτές του Κίσινγκερ υποστήριξαν ότι έπρεπε να κληθεί να λογοδοτήσει για τις πολιτικές του στη Νοτιοανατολική Ασία και την υποστήριξη των κατασταλτικών καθεστώτων στη Λατινική Αμερική.
Για οκτώ ανήσυχα χρόνια - πρώτα ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, αργότερα ως υπουργός Εξωτερικών και για ένα διάστημα στον μέσον κατέχοντας και τους δύο τίτλους - ο Κίσινγκερ ασχολήθηκε με όλα τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Διεξήγαγε την πρώτη «shuttle diplomacy»-δηλαδή να λειτουργεί ως ενδιάμεσος- στην αναζήτηση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή.
Χρησιμοποίησε μυστικά κανάλια για να επιδιώξει δεσμούς μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, δίνοντας τέλος σε δεκαετίες απομόνωσης και αμοιβαίας εχθρότητας.
Χένρι Κίσιγνκερ: Το Βιετνάμ και η Σοβιετική Ένωση
Ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις στο Παρίσι, που τελικά παρείχαν ένα «αξιοπρεπές διάστημα», όπως το αποκάλεσε, για να βγουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από έναν δαπανηρό πόλεμο στο Βιετνάμ. Δύο χρόνια αργότερα, η Σαϊγκόν έπεσε στα χέρια των κομμουνιστών.
Ακολούθησε μια πολιτική ύφεσης με τη Σοβιετική Ένωση που οδήγησε σε συμφωνίες ελέγχου των εξοπλισμών και έθεσε την πιθανότητα οι εντάσεις του Ψυχρού Πολέμου και η πυρηνική απειλή του να μην διαρκέσουν για πάντα.
Όταν ρωτήθηκε αν έχει μετανιώσει
Ερωτηθείς τον Ιούλιο του 2022 στη συνέντευξη στο ABC εάν θα ήθελε να είχε τη δυνατότητα να πάρει πίσω οποιαδήποτε από τις αποφάσεις του, ο Κίσινγκερ είπε: «Σκέφτομαι αυτά τα προβλήματα όλη μου τη ζωή. Είναι το χόμπι μου αλλά και το επάγγελμά μου. Και έτσι οι συστάσεις που έκανα ήταν οι καλύτερες τις οποίες μπορούσα να κάνω τότε».
Εκφραστής της realpolitik και το Βιετνάμ
Ο Κίσινγκερ ήταν βασικός εκφραστής της realpolitik, χρησιμοποιώντας τη διπλωματία για να επιτύχει πρακτικούς στόχους αντί να προωθήσει υψηλά ιδανικά. Οι υποστηρικτές του είπαν ότι η ρεαλιστική του αυτή τάση εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Οι επικριτές του τον κατηγορούσαν για μακιαβελική προσέγγιση, που ερχόταν σε αντίθεση με τα δημοκρατικά ιδεώδη.
Κατηγορήθηκε για την υπόθεση με τις τηλεφωνικές υποκλοπές δημοσιογράφων και του προσωπικού του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας επί θητείας Νίξον. Καταγγέλθηκε στις πανεπιστημιουπόλεις για τον βομβαρδισμό και την εισβολή των συμμάχων στην Καμπότζη τον Απρίλιο του 1970, με σκοπό να καταστρέψει τις γραμμές ανεφοδιασμού του Βορείου Βιετνάμ προς τις κομμουνιστικές δυνάμεις στο Νότιο Βιετνάμ. Αυτή η «εισβολή», όπως την ονόμασαν ο Νίξον και ο Κίσινγκερ, επικρίθηκε από ορισμένους ότι συνέβαλε στην πτώση της Καμπότζης στα χέρια των ανταρτών, Ερυθρών Χμερ.
Ο Κίσινγκερ, από την πλευρά του, αισθανόταν πως είχε ως αποστολή του να καταρρίψει αυτό που αποκάλεσε το 2007 «διαδεδομένο μύθο», δηλαδή ότι ο ίδιος και ο Νίξον είχαν συμβιβαστεί το 1972 με όρους ειρήνης που ήταν «στο τραπέζι» από το 1969 και έτσι είχαν παρατείνει άσκοπα τον πόλεμο του Βιετνάμ με κόστος δεκάδων χιλιάδων ζωών Αμερικάνων. Επέμεινε ότι ο μόνος τρόπος για να επιταχυνθεί η αποχώρηση θα ήταν να συμφωνήσει με τις απαιτήσεις του Ανόι να ανατρέψουν οι ΗΠΑ την κυβέρνηση του Νοτίου Βιετνάμ και να την αντικαταστήσουν με ηγεσία που κυριαρχείται από κομμουνιστές.
Τι είπε σε συνέντευξή του για τα 100 γενέθλιά του
Ερωτηθείς κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στο CBS ενόψει των 100ων γενεθλίων του σχετικά με εκείνους που θεωρούν τη συμπεριφορά του στην εξωτερική πολιτική όλα αυτά τα χρόνια ως ένα είδος «εγκληματικότητας», ο Κίσινγκερ δεν ήταν τίποτε άλλα παρά περιφρονητικός. «Αυτό είναι μια αντανάκλαση της άγνοιάς τους», είπε ο Κίσινγκερ. «Δεν έγινε έτσι».
Η σχέση του με τις γυναίκες
Στο νεότερο βίο του ο Χένρι Κίσινγκερ απέκτησε τη φήμη του «γυναικά» στην κυβέρνηση Νίξον. Ο Κίσινγκερ, ο οποίος είχε χωρίσει από την πρώτη του σύζυγο το 1964, αποκάλεσε τις γυναίκες «περισπασμό, χόμπι». Η Τζιλ Σεντ Τζον ήταν η σύντροφός του. Αλλά αποδείχθηκε ότι ο πραγματικός του έρωτας ήταν η Νάνσι Μαγκίνες, ερευνήτρια του Nelson Rockefeller με την οποία παντρεύτηκε το 1974.
Σε μια δημοσκόπηση του Playboy Club Bunnies το 1972, ο άντρας που ονομάστηκε «Super-K» από το Newsweek τερμάτισε πρώτος ως «ο άντρας με τον οποίο θα ήθελα περισσότερο να βγω ραντεβού». Η εξήγηση του Κίσινγκερ ήταν η εξής: «Η δύναμη είναι το απόλυτο αφροδισιακό».
Με πληροφορίες από Associated Press