Σε μία μυστική επιχείρηση που πήρε περίπου τέσσερα χρόνια για να ολοκληρωθεί, η κεντρική τράπεζα της Γερμανίας ανακοίνωσε πως επαναπάτρισε περίπου το 50% από τους συνολικά 3.378 τόνους χρυσού (αξίας σχεδόν 120 δισ. ευρώ) που αντιστοιχούν στα συνολικά αποθέματά της και φυλάσσονταν σε δομές φύλαξης στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και το Παρίσι.
Η Γερμανία διαθέτει το 2ο μεγαλύτερο απόθεμα χρυσού στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ, χρυσό που άρχισε να συγκεντρώνει κατά τη διάρκεια του επονομαζόμενου «οικονομικού θαύματος», δηλαδή την εποχή της ανοικοδόμησής της μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Για πολλές δεκαετίες, όμως, τα αποθέματα αυτά φυλάσσονταν εκτός Γερμανίας από το φόβο να μην πέσουν στα χέρια των Σοβιετικών την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, φήμες και θεωρίες συνωμοσίας επανέφεραν στην επιφάνεια τους φόβους για τα αποθέματα χρυσού στο εξωτερικό. Η συζήτηση πέρασε από τη δημόσια σφαίρα στον πολιτικό διάλογο και τελικά το 2012, μετά και την οικονομική κρίση στην Ευρώπη, το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο διέταξε τη διενέργεια επανελέγχου των αποθεμάτων.
Η κεντρική τράπεζα της χώρας υπεραμύνθηκε της πρακτικής της τονίζοντας πως η αξιοπιστία των χώρων όπου φυλάσσονταν οι ράβδοι ήταν υπεράνω κάθε αμφισβήτησης και αμφιβολίας.
Ένα χρόνο αργότερα και πιο συγκεκριμένα το 2013, η Bundesbank ανακοίνωσε την έναρξη του προγράμματος επιστροφής ενός μεγάλου ποσοστού των ράβδων στη Γερμανία.
Στο πιο πρόσφατο από αυτά τα φορτία, σχεδόν 374 τόνοι, το 11% των γερμανικών αποθεμάτων, έφυγαν από τα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας της Γαλλίας με προορισμό τη Φρανκφούρτη, ενώ ανάλογη διαδρομή ακολούθησαν και 300 τόνοι από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
«Ελέγξαμε κάθε ράβδο με βάση κριτήρια όπως η αυθεντικότητα και το βάρος και δεν έχουν κανένα παράπονο» δήλωσε ο Carl-Ludwig Thiele, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Bundesbank, ο οποίος πρόσθεσε ότι η διαδικασία ολοκληρώθηκε τρία χρόνια νωρίτερα από το αναμενόμενο (σ.σ. ήταν προγραμματισμένη για το 2020) και κόστισε περίπου 7.7 εκατ. ευρώ.
Με πληροφορίες από Deutsche Welle