Όταν η Γουινόνα Ράιντερ ήταν παιδί, ονειρευόταν ταινίες - όχι να πρωταγωνιστεί, αλλά να τις παρακολουθεί και να τις γυρίζει. Οι γονείς της, που είναι συγγραφείς και εκδότες, μετακόμισαν σε ένα κοινόβιο στην ακτή της Βόρειας Καλιφόρνιας όταν ήταν επτά ετών, και παρόλο που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, η μητέρα της έβαζε ένα σεντόνι στο πλάι ενός αχυρώνα για να δείχνει παλιές ταινίες. «Ήμουν στον παράδεισο», λέει.
Αφού η οικογένειά της μετακόμισε λίγα χρόνια αργότερα στην Πεταλούμα, μια πόλη στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, προσπάθησε να δει τον κόσμο μέσα από το φακό της φωτογραφικής μηχανής.
«Δημιούργησα έναν ολόκληρο φανταστικό κόσμο», εξηγεί. «Υπήρχε ένα παλιό θέατρο που λάτρευα και φανταζόμουν να ζω εκεί. Τύπου, να ξηλώσω τα καθίσματα και να βάλω ένα κρεβάτι, μια μπανιέρα και ένα ποδήλατο και να βλέπω ταινίες όλη την ώρα».
Λέει πολλά το γεγονός ότι ακόμη και οι παιδικές ονειροπολήσεις της ήταν προϊόντα μιας αντισυμβατικής φαντασίας. Οι γνώσεις της για τον κινηματογράφο, τη μουσική, τα βιβλία και την ποπ κουλτούρα γενικότερα είναι τεράστιες.
Ο Ντέιβιντ Χάρμπουρ, που υποδύεται τον πρώην αρχηγό της αστυνομίας Τζιμ Χόπερ στο Stranger Things, τη σειρά επιστημονικής φαντασίας που διαδραματίζεται στη δεκαετία του '80 και επέστρεψε στο Netflix για τέταρτο κύκλο στις 27 Μαΐου, λέει ότι η Γουινόνα Ράιντερ μερικές φορές επισημαίνει διάφορα ιστορικά λάθη που έχουν κάνει οι δημιουργοί Ματ και Ρος Ντάφερ και οι σεναριογράφοι στη διάρκεια των γυρισμάτων.
«Τους έλεγε: "Αυτό το τραγούδι στην πραγματικότητα βγήκε το '85, ενώ εσείς το έχετε το '83". Γνώριζε όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που δεν ήξεραν καν, και έπρεπε να αλλάξουν πράγματα στο σενάριο με βάση αυτό», λέει.
«Το μόνο θέμα για το οποίο η Γουινόνα Ράιντερ δεν θέλει να μιλάει είναι η Γουινόνα Ράιντερ. Κάθε φορά που αναφέρομαι σε κάποια πτυχή της καριέρας της, λέει ελάχιστα και μετά στρέφεται σε κάποιον άλλο καλλιτέχνη ή ηθοποιό ή συγγραφέα που αγαπάει», γράφει η Heather Havrilesky, που υπογράφει την συνέντευξη στο Harper's Bazaar.
Η Γουινόνα Ράιντερ πήρε τον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο, στην εφηβική ρομαντική κωμωδία «Lucas», το 1986, σε ηλικία 13 ετών. Μέχρι τα 18 της, είχε γίνει περιζήτητη.
Όλοι τότε πίστευαν πως η φήμη και τα χρήματα σε κρατούσαν μακριά από συναισθηματικές δυσκολίες. Ωστόσο, η πίεση που δέχονταν οι νεαρές σταρ του κινηματογράφου -ιδίως οι νεαρές γυναίκες- για να εδραιώσουν τη θέση τους στη βιομηχανία, εν μέσω μιας εποχής όπου οι άντρες πρωταγωνιστές είχαν πάντα παρτενέρ δύο δεκαετίες νεότερες, ήταν εξοντωτική.
«Αυτή η δουλειά είναι σκληρή», λέει η Γουινόνα Ράιντερ, που πρόσφατα έγινε 50 ετών. «Εργάζεσαι συνεχώς, αλλά αν θέλεις να κάνεις διάλειμμα, σου λένε: "Αν κόψεις, θα σταματήσει". Και μετά κόβει. Και τότε ακούς, "Θα είναι αδύνατο να επιστρέψεις". Και μετά αυτό αλλάζει σε "Δεν είσαι καν μέρος της συζήτησης". Ήταν πολύ βάρβαρο».
Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει ότι στα τέλη της δεκαετίας του '80 και στις αρχές της δεκαετίας του '90, η Γουινόνα Ράιντερ ήταν talk-of-the-town. Τα πορσελάνινα χαρακτηριστικά της και ο ανεπανάληπτος συνδυασμός αθωότητας και «ξενερώματος» στο βλέμμα της, έμοιαζαν να ενσαρκώνουν το βασικό πνεύμα της Generation X.
Κανείς δεν αποτύπωσε καλύτερα την ταραγμένη αλλά ελπιδοφόρα ατμόσφαιρα των παιδιών της δεκαετίας του '70 όπως εκείνη. Οι πιο διάσημοι ρόλοι της τότε - στις ταινίες Beetlejuice, Heathers, Edward Scissorhands, Reality Bites - αμφιταλαντεύονται μεταξύ απογοήτευσης και ενθουσιασμού.
Και όταν ερωτεύτηκε τον Τζόνι Ντεπ το 1989, ήταν σαν ένα σκοτεινό παραμύθι που έγινε αληθινό: δύο κυκλοθυμικοί, εξαιρετικά όμορφοι νέοι άνθρωποι να στοιχειώνουν το κόκκινο χαλί με τη χαριτωμένη απάθεια αστέρων του παλιού Χόλιγουντ. Το ζευγάρι αρραβωνιάστηκε μετά από μόλις πέντε μήνες και χώρισε μετά από τέσσερα χρόνια και το τατουάζ «Winona forever» του Τζόνι Ντεπ τελικά μεταμορφώθηκε στο μακράν λιγότερο ρομαντικό «Wino forever».
Η Γουινόνα Ράιντερ έχει κρατήσει την προσωπική της ζωή ως επί το πλείστον μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι ο χωρισμός της με τον Τζόνι Ντεπ στις αρχές της δεκαετίας του '90 και η άγρια κουλτούρα του Χόλιγουντ εκείνη την εποχή έκαναν τη ζωή της πολύ πιο σκοτεινή από ό,τι γνώριζε κανείς.
«Ήταν το πραγματικό μου "Girl, Interrupted"», λέει η Ράιντερ, αναφερόμενη στην ταινία του 1999, όπου ήταν παραγωγός και πρωταγωνίστησε, με θέμα μια νεαρή γυναίκα σε ψυχιατρική κλινική, για την οποία η Αντζελίνα Τζολί κέρδισε το Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου.
«Θυμάμαι, έπαιζα αυτόν τον χαρακτήρα που καταλήγει να βασανίζεται σε μια φυλακή της Χιλής [στο δράμα του 1994 "The House of the Spirits"]», λέει η Ράιντερ, η οποία ευχαριστεί «έναν απίστευτο θεραπευτή» που την ενθάρρυνε να φανταστεί ότι ήταν ευγενική με μια νεότερη εκδοχή του εαυτού της. «Κοιτούσα αυτές τις ψεύτικες μελανιές και τα κοψίματα στο πρόσωπό μου [από τα γυρίσματα] και πάλευα να δω τον εαυτό μου ως αυτό το μικρό κορίτσι. "Θα φερόσουν σε αυτό το κορίτσι όπως φέρεσαι στον εαυτό σου;" Θυμάμαι να κοιτάζω τον εαυτό μου και να λέω: "Αυτό κάνω στον εαυτό μου μέσα μου". Επειδή απλά δεν φρόντιζα τον εαυτό μου».
Όπως λέει, μια από τις συμπρωταγωνίστριές της στην ταινία «The Age of Innocence» του 1993, η Μισέλ Φάιφερ, την στήριξε στις δυσκολίες, υπενθυμίζοντάς της ότι όλα τα μπερδεμένα στοιχεία της πραγματικότητάς της θα εξαφανίζονταν και ότι η ζωή θα ήταν τελικά φυσιολογική. «Θυμάμαι ότι η Μισέλ έλεγε: "Θα περάσει". Αλλά εγώ δεν μπορούσα να το ακούσω».
«Δεν έχω μιλήσει ποτέ γι' αυτό», προσθέτει. «Υπάρχει αυτό το κομμάτι του εαυτού μου που είναι πολύ ιδιωτικό. Έχω ένα μέρος στην καρδιά μου για εκείνες τις μέρες. Αλλά για κάποιον νεότερο που μεγάλωσε με τα social media, είναι δύσκολο να το περιγράψω».
Ωστόσο το πιο σκληρό "τσίρκο" ξεκίνησε το 2001, όταν η Γουινόνα Ράιντερ συνελήφθη για κλοπή σε κατάστημα στο Μπέβερλι Χιλς. Αργότερα εξήγησε ότι μετά το σπάσιμο του χεριού της, της είχαν συνταγογραφήσει υπερβολικά πολλά παυσίπονα, τα οποία την αποδιοργάνωσαν. Τελικά ανακλήθηκε η ιατρική άδεια του εν λόγω γιατρού.
Και μετά εξαφανίστηκε. «Αποσύρθηκα», εξηγεί. «Ήμουν στο Σαν Φρανσίσκο. Αλλά επίσης δεν έπαιρνα προσφορές. Νομίζω ότι ήταν ένα πολύ αμοιβαίο διάλειμμα».
«Είναι τόσο ενδιαφέρον όταν κοιτάζεις τις αρχές της δεκαετίας του '80», λέει. «Ήταν μια σκληρή εποχή. Υπήρχε πολλή κακία εκεί έξω.... Και μετά θυμάμαι ότι επέστρεψα στο Λος Άντζελες και ήταν μια δύσκολη εποχή. Και δεν ήξερα αν αυτό το κομμάτι της ζωής μου είχε τελειώσει».
Ο Κιάνου Ριβς γνώρισε τη Ράιντερ στο Λος Άντζελες στα τέλη της δεκαετίας του '80 και συνεργάστηκε μαζί της αρκετές φορές, μεταξύ άλλων στις ταινίες Bram Stoker's Dracula και A Scanner Darkly. Εντυπωσιάστηκε από την ευφυΐα της και την αίσθηση του χιούμορ της, αλλά λέει ότι αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει είναι ότι «ενσαρκώνει ένα είδος ευαισθησίας και τσαγανού ταυτόχρονα. Την πιστεύεις. Είναι προσγειωμένη. Νιώθεις την πληρότητα των χαρακτήρων της».
Τα τελευταία δέκα χρόνια έχει σχέση με τον fashion designer Scott Mackinlay Hahn. «Έχουμε τόσα πολλά κοινά», λέει για τον σύντροφό της. «Συνδεθήκαμε σε πολλά επίπεδα. Αλλά ήταν εκπληκτικό το γεγονός ότι δεν είναι σε αυτή τη δουλειά.... Πραγματικά προσπάθησα να το κρατήσω μυστικό».
Όσο για τον Hahn, δεν έχει καμία σχέση με την σόουμπιζ, σε βαθμό που όταν πρωτοσυνάντησε τη Γουινόνα Ράιντερ, δεν την αναγνώρισε καν. «Νόμιζε ότι ήμουν η Μίλα Γιόβοβιτς», λέει γελώντας. «Μου είπε ότι ήμουν υπέροχη στο "Πέμπτο Στοιχείο"».