Η περιορισμένη αποδοχή του ΔΝΤ της ενοχής του για την ελληνική διάσωση είναι μια αρχή, αλλά ακόμα δεν μπορούν να δουν τις θεμελιώδεις αδυναμίες του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, γράφει η Deborah Orr. Φωτογραφία: Boris Roessler / DPA
Η γνωστή αρθρογράφος Deborah Orr μας αναπτύσσει μέσα από τον Guardian το σκεπτικό της σχετικά με τον παράλογο ρόλο της ελεύθερης αγοράς, πολλές φορές ακόμη και προς το συμφέρον του συστήματος που υποτίθεται ότι υπηρετεί.
Σύμφωνα με την Orr, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει παραδεχθεί ότι ορισμένες από τις αποφάσεις που πήρε στον απόηχο της οικονομικής κρίσης 2007-2008 ήταν λάθος και ότι με τα € 130 δισ. του πρώτου δανείου διάσωσης της Ελλάδας, τα «έκανε θάλασσα». Λοιπόν, ναι, λεει η αρθρογράφος, Αν δεν ήταν λάθος, τότε θα ήταν η μόνη διάσωση και όλοι στην Ελλάδα θα ζούσαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Στην πραγματικότητα, το ΔΝΤ δεν έχει παραδεχθεί αρκετά ότι τα μπέρδεψε τα πράγματα. Δήλωσε αντίθετα, ότι πορευόταν μαζί με τους εταίρους του στην "τρόικα", ενώ δεν θα έπρεπε. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ, λέει το ΔΝΤ, ότι έθεταν τα συμφέροντα της ευρωζώνης ,μπροστά από τα συμφέροντα της Ελλάδας.
Το ΔΝΤ παραδέχεται επίσης ότι "υποτίμησε" τις επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας για την Ελλάδα. Προφανώς, κατά την αρθρογράφο, η υπόλοιπη τρόικα δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό. Ακόμη και εκείνοι που ήθελαν να ρίξουν καμία "κλωτσιά στα πισινά σε όλους αυτούς τους τεμπέληδες" κάθε φορά που ερχόντουσαν αντιμέτωποι με την λέξη «λιτότητα».
Ωστόσο, ακόμη και αυτό το μικρό mea culpa είναι ακόμα μια ένδειξη ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν σιγά-σιγά να προσεγγίζουν την ιδέα ότι αυτά είναι το πρόβλημα. Ξέρουν ότι η συντριβή αυτή, ήταν το χρέος-φούσκα που έσκασε. Αυτό που δεν φαίνεται να αναγνωρίζουν είναι ότι οι χαρούμενες ημέρες του απερίσκεπτου δανεισμού δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψουν, ακόμη και αν το κάνουν, το ίδιο πράγμα θα συμβεί ξανά, αλλά πιο γρήγορα και πιο άγρια.
Και επισημαίνει η Orr, ότι το θέμα είναι αυτό: η συντριβή ήταν ολοκληρωτική, δεν παίρνει επισκευή. Η απάντηση θα έπρεπε να ήταν από την αρχή μια γενικευμένη επαναξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο ο πλούτος δημιουργείται και διανέμεται σε όλο τον κόσμο, μια «διαρθρωτική προσαρμογή», όπως είχε πεί ο φιλόσοφος John Gray.
Το ΔΝΤ υπάρχει για να δανείζει χρήματα στις κυβερνήσεις, έτσι είναι κωμικό να κουνάει το δάχτυλό του στις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις. Και, φυσικά, τα δάνεια της, έρχονται με δεσμεύσεις: Υιοθετήστε μια ελεύθερη οικονομία της αγοράς, ή ενισχύστε αυτή που έχετε, αποχαιρετήστε το Μεγάλο Κράτος. Ωστόσο, η ειρωνεία είναι επώδυνη. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επιμένει ότι τα κράτη είναι πολύ μεγάλα και δυσκίνητα, πολύ συγκεντρωτικά και απρόσωπα, για να είναι αποτελεσματικά και για να ανταποκρίνονται.
Η Βρετανίδα αρθρογράφος δηλώνει ότι συμφωνεί με αυτό, αλλά πιστεύει ότι το πρόβλημα είναι ότι οι αδίστακτοι αισθηματίες του νεοφιλελευθερισμού αρέσκονται να λένε στον εαυτό τους - και σε οποιοσδήποτε άλλον θα ήθελε να ακούσει - ότι καταργώντας το νεκρό χέρι του κρατικού ελέγχου , κάθε πολίτης απελευθερώνεται επιχειρηματικά και παραγωγικά.
Αντι αυτού όμως, βάζουν τους οικονομικά ισχυρούς πέρα από το κάθε κράτος, σε μια διεθνή ελίτ που φτιάχνει τους δικούς της κανόνες και κρατάει τις κυβερνήσεις σε ομηρία. Αυτό ακριβώς είναι η οικονομική κρίση.
Τα λύτρα καταβλήθηκαν, γράφει, και ως εκ τούτου, οι κυβερνήσεις έχουν την υποχρέωση να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους ακόμη περισσότερο, ενώ η υπόθεση, υπότίθεται, ότι είναι να κάνουν την ελεύθερη αγορά να λειτουργήσει ξανά.
Αλλά το βασικό πρόβλημα είναι το εξής: κοστίζει πολλά χρήματα για να καλλιεργήσεις μια αγορά - μια ομάδα καταναλωτών - και οσο πιο ανεπτυγμένη είναι η αγορά, τόσο πιο ακριβό είναι να καλλιεργηθεί. Μια ανεπτυγμένη αγορά πρέπει να συμπληρωθεί με μορφωμένους, υγιείς, καλλιεργημένους, νομοταγείς και οικονομικά ασφαλείς άνθρωπους – ανθρώπους που θα περιμένουν να πληρώνονται οι ίδιοι καλά, αφού έχουν μεγαλώσει πιστεύοντας στην απόκτηση ύλης, όπως όλοι οι καταναλωτές θα έπρεπε.
Η αρθρογράφος τους Guardian πιστεύει ότι οι νεοφιλελεύθερη και η οικονομική ελίτ, βλέπουν την «λιτότητα» ως έναν τρόπο να σπρώξουν αυτή την ατζέντα. Αλλά πώς μπορεί η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής πρόνοιας ενδεχομένως να συμβεί όταν η ανεργία είναι ήδη υψηλή, οπου οι εργαζόμενοι στρέφονται προς τις τράπεζες τροφίμων για να επιβιώσουν και η βιομηχανία του χρέους, εκτός από το γεγονός ότι λυπάται που έριξε στα γόνατα την παγκόσμια οικονομία, αρπάζει τις ευκαιρίες, με την μορφή διαλυμένων αριστοκρατικών επιχειρήσεων, για την δημιουργία καταστημάτων, που δεν θα έχουν τίποτα να πουλήσουν, εκτός απο υψηλούς τόκους χρέους; Μας προτρέπει να αναρωτηθούμε, γιατί αυτό το τεράστια ανέφικτο, όπως το χαρακτηρίζει, αυτό το καθαρά μη βιώσιμο, δεν γίνεται εκτυφλωτικά προφανές απο όλους;
Οι αγορές πιστεύει, ότι δεν μπορούν να είναι ελεύθερες. Οι αγορές πρέπει να καλλιεργηθούν. Θα πρέπει να γίνουν επενδύσεις για τις αγορές.Η Google, η Amazon και η Apple δεν έχουν διδάξει κανέναν στην Βρετανία, πως να διαβάζει.
Αλλά ακόμα και σε μια αναλφάβητη αγορά, η οποία δεν θα ήταν τόσο φοβερή για αυτούς, αποφεύγουν τους φόρους τους, επειδή μπορούν, επειδή είναι πιο ισχυρες από ό, τι οι κυβερνήσεις.
Επομένως, αναφέρει, γιατί, δεδομένου του τεράστιου ποσού της επενδυσης που απαιτείται για τη δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς, θα πρέπει η πρόσβαση σε αυτήν να είναι "δωρεάν"; Η νεοφιλελεύθερη ιδέα είναι ότι και η ιδια η καλλιέργεια της αγοράς, θα πρέπει επίσης να διεξάγεται απο ιδιώτες.
Και επιπλέον, όσοι επενδύουν σε αυτές τις εταιρείες και επιμένουν ότι οι φόροι πρέπει να είναι χαμηλοι για την ενθάρρυνση των ιδιωτικών κερδών και της αξίας των μετοχών και στη συνέχεια δανείζουν τις κυβερνήσεις τα χρήματα που χρειάζονται για να δημιουργήσουν όλον αυτόν το πληθυσμό των εξελιγμένων παραγωγών και των καταναλωτών, παράλληλα τους επιπλήτουν για την σπατάλης τους. «Είναι όλο εντελώς, εντελώς, τρελό».
Η Deborah Orr μας λέει ότι τις προάλλες η υπουργός Υγείας, Άννα Soubry, ισχυρίζονταν ότι οι γυναίκες παθολόγοι που εργάζονται με μερική απασχόληση, ώστε να μπορούν να δημιουργούν οικογένειες, βάζουν το Βρετανικό ΕΣΥ, υπό πίεση.
«Η κατακερματισμένη σκέψη της είναι αρκετά εντυπωσιακή. Τι στο καλό φαντάζεται; Ότι θα ήταν καλύτερο για την οικονομία, αν όλοι εγκατέλειπαν το σχολείο στα 16; Αντίθετα, οι περισσότεροι άνθρωποι που κερδίζουν καλά χρήματα, ενώ εργάζονται με μερική απασχόληση - έχουν έτσι την άνεση να καταναλώνουν - τόσο το καλύτερο». Δεν υπάρχει αμφιβολία, αναφέρει, ότι αυτές οι γυναίκες παθολόγοι διατηρούν σε καλά επίπεδα τόσο την φαρμακευτική βιομηχανία, όσο και αυτή των τεχνών και των μήντια, τομείς που η Βρετανία τα πηγαίνει καλά.
Και συνεχίζει, λέγοντας ότι οσον αφορά την ιεράρχηση τους βάζοντας την οικογενειακή ζωή πέρα από τη σταδιοδρομία, αυτό είναι απλώς άλλος ένας από τους μυριάδες τρόπους με τους οποίους ο Συντηρητικός νεοφιλελευθερισμός μας δείχνει ότι είναι εντελώς χωρίς λογική.
«Ο προφήτες του και οι μαθητές του, εκστατικά, θα σας πουν ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από την οικογένεια. Είναι βεβαίως αλήθεια ότι οι γυναίκες με παιδιά θεωρούν ότι είναι πιο εύκολο να εργαστούν με μερική απασχόληση στον δημόσιο τομέα. Αλλά αυτό είναι εκ πρώτης όψεως ένα παράδειγμα για το πώς ανταποκρίνεται ο ιδιωτικός τομέας σε αυτήν την ανθρώπινη και κοινωνική ανάγκη και όχι - όπως τόσο συχνά παρουσιάζεται – μια απόδειξη ότι ο δημόσιος τομέας είναι εκ γενετής ανάπηρος».
Μεγάλο μέρος της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης - σε αντίθεση με πολλές πτυχές των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών – που η Βρετανία απολαμβάνει κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, οφείλεται και στο γυναικείο, μορφωμένο εργατικό δυναμικό.Η Soubry και οι όμοιοί της, πάνω απ 'όλα, ξεχνούν ότι οι άνθρωποι έχουν πολλαπλούς ρόλους, ως καταναλωτές, παραγωγοί, πολίτες και ως μέλη μιας οικογένειας. Όλα αυτά τα πράγματα πρέπει να αναπτυχθούν και να επενδύθούν σε αυτά, για να φτιαχτεί μια αγορά.
Ο νεοφιλελευθερισμός που το ΔΝΤ εξακολουθεί να κηρύττει δεν δίνει λογαριασμό σε τίποτα από αυτά. Επιμένει ότι η παροχή της εργασίας και μόνο είναι αρκετή και ένα αόρατο χέρι θα διατηρήσει την αγορά. Ωστόσο, ακόμη και ο Adam Smith, δεν συμφωνούσε ότι η οικονομική δραστηριότητα και μόνο ήταν αρκετή για να κρατήσει τους ανθρώπους αξιοπρεπείς και πολιτισμένους.
Κλείνοντας η διακεκριμένη αρθρογράφος επισημαίνει ότι οι κυβερνήσεις έχουν μείνει με τον λογαριασμό , ενω οι νεοφιλελεύθεροι απαιτούν πρόσβαση στις αγορές, ενω αρνούνται να επενδύσουν στην παραγωγή. Η άρνησή τους, τους επιτρέπει να χλευάζουν το μεγάλο κράτος, ενώ ταυτόχρονα παράγουν τις συνθήκες που το καθιστούν αναγκαίο, ενώ είναι απρόθυμοι να αποδεχθούν και την παραμικρή ευθύνη.
σχόλια