Ο πολυεκατομμυριούχος κληρονόμος ακινήτων της Νέας Υόρκης Ρόμπερτ Νταρστ καταδικάστηκε για τη δολοφονία της καλύτερης φίλης του Σούζαν Μπέρμαν, πριν από περισσότερα από 20 χρόνια.
Η υπόθεση μεταφέρθηκε στο ντοκιμαντέρ The Jinx.
Σώμα ενόρκων στην Καλιφόρνια έκρινε ένοχο τον Ρόμπερτ Νταρστ, πολυεκατομμυριούχο κληρονόμο, μεγιστάνα της αγοράς ακινήτων, για τη δολοφονία της καλύτερή του φίλης Σούζαν Μπέρμαν το 2000, την πρώτη καταδίκη για ανθρωποκτονία για έναν άνθρωπο, για τον οποίο υπάρχουν υποψίες ότι δολοφόνησε τρία πρόσωπα σε τρεις πολιτείες τα τελευταία 39 χρόνια.
Ο Νταρστ, 78 ετών και με προβλήματα υγείας, πιθανόν να πεθάνει στη φυλακή καθώς οι ένορκοι τον έκριναν επίσης ένοχο για το ότι παραμόνευσε και σκότωσε μάρτυρα, κάτι που επισύρει ισόβια κάθειρξη.
Η δίκη έγινε έξι χρόνια μετά την προφανή ομολογία του Νταρστ που μεταδόθηκε από τη σειρά ντοκιμαντέρ του τηλεοπτικού δικτύου HBO, στο οποίο ο Νταρστ μονολογεί στην τουαλέτα «Τι διάολο έκανα; Τους σκότωσα όλους, φυσικά», χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το μικρόφωνό του ήταν ανοικτό.
Ο Νταρστ, ο οποίος κατά τη διάρκεια της δίκης βρισκόταν στη φυλακή, δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο για την ανακοίνωση της απόφασης: βρισκόταν σε απομόνωση αφού ήλθε σε επαφή με ασθενή που πάσχει από την COVID-19.
Ο δικαστής Μαρκ Γουίνταμ αποφάσισε να αναγνώσει την ετυμηγορία απόντος του Νταρστ. Μιλώντας αργότερα στους δικηγόρους και των δύο πλευρών, χαρακτήρισε την υπόθεση «την πιο ιδιαίτερη δίκη που έχω δει ή έχω ακούσει γι' αυτήν ποτέ». Η ποινή του θα απαγγελθεί τη 18η Οκτωβρίου.
Στην τελική του αγόρευση, ο εισαγγελέας Τζον Λιούιν χαρακτήρισε τον Νταρστ «ναρκισιστή ψυχοπαθή» που σκότωσε την Μπέρμαν σε μια προσπάθεια να καλύψει την εξαφάνιση της συζύγου του, της Κάθλιν ΜακΚόρμακ Νταρστ, στη Νέα Υόρκη το 1982.
Ο Νταρστ δικάστηκε μόνο για το φόνο της Μπέρμαν στην Καλιφόρνια, αλλά οι εισαγγελικές αρχές υποστηρίζουν ότι δολοφόνησε τρεις ανθρώπους: την αγνοούμενη σύζυγό του, την Μπέρμαν κι έναν γείτονα στο Τέξας που ανακάλυψε την ταυτότητά του ενώ ο Νταρστ κρυβόταν από τις αρχές.
Με πληροφορίες του Reuters/AFP/Guardian