Ο πρώην πάπας Βενέδικτος παραδέχθηκε ότι «κακοποιήσεις και λάθη» έγιναν κατά τη διάρκεια της θητείας του, αλλά αρνήθηκε ότι υπέπεσε ο ίδιος σε κάποιο παράπτωμα.
Δύο εβδομάδες μετά την έκθεση νομικής εταιρείας, η οποία απέδιδε ευθύνες στον πρώην ποντίφικα για λάθος χειρισμούς σε τέσσερις υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης από ιερείς, το Βατικανό έδωσε στη δημοσιότητα επιστολή του Βενέδικτου για το θέμα, αλλά και των δικηγόρων του.
«Είχα μεγάλες ευθύνες στην καθολική εκκλησία. Είναι ακόμη μεγαλύτερος ο πόνος μου για τις κακοποιήσεις και τα λάθη που έγιναν σε διάφορα μέρη κατά τη διάρκεια της θητείας μου. Κάθε μία περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης είναι σοκαριστική και ανεπανόρθωτη», ανέφερε στην επιστολή του ο πρώην πάπας.
Η έκθεση της εταιρείας Westpfahl Spilker Wastl αφορούσε τη διαχείριση υποθέσεων σεξουαλικής κακοποίησης από ιερείς, από την αρχιεπισκοπή του Μονάχου, το διάστημα από το 1945 έως το 2019. Ο πάπας Βενέδικτος ήταν αρχιεπίσκοπος του Μονάχου από το 1977 έως το 1982. Η έκθεση του καταλόγιζε ευθύνες για τον χειρισμό των υποθέσεων τεσσάρων ιερέων, στους οποίους επετράπη να παραμείνουν στον κλήρο, ακόμη κι αφού είχαν καταδικαστεί.
Ευθύνες αποδίδονται επίσης τόσο στους προκατόχους του όσο και τους διαδόχους του, ενώ η έκθεση εκτιμά ότι υπήρξαν τουλάχιστον 497 θύματα κακοποίησης το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στην αρχιεπισκοπή του Μονάχου και τουλάχιστον 235 ύποπτοι δράστες.
Αρχικά, ο πάπας Βενέδικτος είχε δηλώσει στο πλαίσιο της έρευνας ότι δεν είχε μετάσχει σε συνάντηση για τον διορισμό ενός εκ των τεσσάρων ιερέων, στην αρχιεπισκοπή του Μονάχου. Αργότερα, το απέδωσε σε συντακτικό λάθος.
Στην επιστολή του, δηλώνει «βαθιά πληγωμένος» για το γεγονός ότι η «παράβλεψη» για την παρουσία του στη συνάντηση χρησιμοποιήθηκε για να «δημιουργήσει αμφιβολίες για την ειλικρίνειά μου, ακόμη και για να χαρακτηριστώ ψεύτης». Συμπλήρωσε ότι ενθαρρύνθηκε από τις επιστολές και τις κινήσεις υποστήριξης που έχει δεχθεί, μεταξύ άλλων και από τον διάδοχό του. «Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων για την εμπιστοσύνη, την υποστήριξη και την προσευχή που ο πάπας Φραγκίσκος προσωπικά μου εξέφρασε», έγραψε.
Ο Βενέδικτος συνέχισε με μία «εξομολόγηση», όπως έγραψε. Σημείωσε ότι κάθε ημέρα η θεία λειτουργία ξεκινά «με την εξομολόγηση των αμαρτιών μας και το αίτημα για συγχώρεση». Ζητάμε, συνέχισε, από τον Θεό «να συγχωρήσει τα λάθη μας, ακόμη και τα πιο σοβαρά. Είναι ξεκάθαρο για μένα ότι οι λέξεις “πιο σοβαρά” δεν έχουν την ίδια έννοια κάθε ημέρα και για κάθε πρόσωπο. Όμως, κάθε ημέρα με κάνουν να αναρωτιέμαι αν σήμερα πρέπει να μιλήσω για ένα πολύ σοβαρό λάθος», έγραψε.
Σε όλες τις συναντήσεις του, συνέχισε, με θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από ιερείς «έχω δει από πρώτο χέρι τις συνέπειες ενός πολύ σοβαρού σφάλματος. Και έχω καταλάβει ότι εμπλεκόμαστε σε αυτό το σοβαρό λάθος, όποτε το παραμελούμε ή αποτυγχάνουμε να το αντιμετωπίσουμε με την απαραίτητη αποφασιστικότητα και υπευθυνότητα, όπως πολύ συχνά συνέβαινε και συνεχίζει να συμβαίνει».
Όπως σε εκείνες τις συναντήσεις, συνέχισε, «για άλλη μία φορά μπορώ μόνο να εκφράσω σε όλα τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τη βαθιά ντροπή μου, τη βαθιά λύπη μου και το ειλικρινές αίτημά μου για συγχώρεση».
Από την πλευρά τους, οι δικηγόροι του τονίζουν ότι ως αρχιεπίσκοπος Μονάχου, ο Βενέδικτος «δεν ενεπλάκη σε όποια συγκάλυψη πράξεων κακοποίησης». Παράλληλα, επικρίνουν τους συντάκτες της έκθεσης, μεταξύ άλλων αναφέροντας ότι δεν παρείχαν αποδείξεις πως ο Βενέδικτος ήξερε για το ποινικό ιστορικό όποιου από τους τέσσερις ιερείς.
Οι δύο από τις περιπτώσεις για τις οποίες καταλογίζονται ευθύνες στον Βενέδικτο αφορούν ιερείς που τιμωρήθηκαν από τη γερμανική δικαιοσύνη, αλλά παρέμειναν στον ρόλο τους. Ο τρίτος είχε καταδικαστεί σε δικαστήριο εκτός Γερμανίας, αλλά ανέλαβε καθήκοντα στο Μόναχο. Ο τέταρτος ήταν καταδικασμένος παιδόφιλος που του επετράπη να πάρει μετάθεση στο Μόναχο το 1980. Έξι χρόνια αργότερα, καταδικάστηκε σε ποινή με αναστολή για την κακοποίηση αγοριού.