Στις 18 Μαρτίου εικόνες από τη μικρή ιταλική πόλη Μπέργκαμο έκαναν τον γύρο του κόσμου, με δεκάδες φέρετρα θυμάτων της πανδημίας.
Τα πλάνα σόκαραν την Ιταλία και τον υπόλοιπο κόσμο. Στρατιωτικά φορτηγά μετέφεραν πλήθος φερέτρων στα αποτεφρωτήρια γύρω πόλεων. Ο κορωνοϊός «θέριζε με πρωτόγνωρη ταχύτητα τους κατοίκους φέρνοντας το αποτεφρωτήριο της γραφικής πόλης στα όριά του», σχολιάζει η Deutsche Welle στο αφιέρωμά της.
«Εκείνη τη μέρα του Μαρτίου είχαν τοποθετηθεί στην εκκλησία μέχρι και 76 φέρετρα», θυμάται ο ιερέας Ντον Μάρκο Καρμινάτι της εκκλησίας του Αγ. Ιωσήφ σε ένα από τα προάστια του Μπέργκαμο. Ο δικός του ναός και δύο ακόμα κτήρια είχαν μετατραπεί σε αυτοσχέδια νεκροτομεία. Ανά τρεις μέρες έρχονταν στρατιώτες με λευκές προστατευτικές στολές και φόρτωναν τα φέρετρα στα φορτηγά. Κάθε φορά τους συνόδευαν ήχοι από τις καμπάνες.
Σκηνές χάους στην κλινική «Πάπας Ιωάννης ο 23ος»
Ο εφιάλτης διήρκεσε τρεις εβδομάδες. Μετά οι αριθμοί των νεκρών άρχισαν να μειώνονται. Συνολικά 4.500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους την πρώτη περίοδο της πανδημίας στην περιοχή, έγραφε η τοπική εφημερίδα «Ηχώ του Μπέργκαμο». Ένα χρόνο μετά τις τραυματικές εμπειρίες του Μαρτίου του 2020 ο ιταλός ιερέας λέει ότι οι κάτοικοι της πόλης φέρουν σχεδόν όλοι ψυχολογικά τραύματα από την πανδημία. Η δοκιμασία τόνωσε το αίσθημα αλληλεγγύης στο Μπέργκαμο: «Παρατηρώ κυρίως δύο αντιδράσεις: φόβο και αλληλεγγύη. Ο φόβος σχετίζεται βέβαια με την ανησυχία των ανθρώπων μήπως κολλήσουν οι ίδιοι και η οικογένειά τους, εξηγεί.
Ορισμένοι νεκροί της πανδημίας που μεταφέρθηκαν στην εκκλησία του Ντον Καρμινάτι προέρχονταν με βεβαιότητα από το νοσοκομείο «Πάπας Ιωάννης ο 23ος» του Μπέργκαμο με περίπου 1.000 κλίνες. Οι φωτογραφίες και τα πλάνα από τις μονάδες με ασθενείς Covid έκαναν και αυτές το γύρο του κόσμου. Υπερπλήρεις θάλαμοι, εξαντλημένο νοσηλευτικό προσωπικό και απελπισμένοι γιατροί που όφειλαν να αποφασίζουν ποιος θα διασωθεί και για ποιόν είναι πλέον πολύ αργά.
Το lockdown ήρθε με καθυστέρηση
«Ζήσαμε το απόλυτο χάος», θυμάται ο γιατρός Σέρτζιο Ανγκερέτι: «Αρχικά δεν γνωρίζαμε με τι έχουμε να κάνουμε. Κάθε μέρα οι ασθενείς πλήθαιναν. Ήταν απίστευτο. Η υγεία τους πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ήταν σαν να βρισκόμασταν σε πόλεμο».
Ο Σέρτζιο Ανγκερέτι, οι συνάδελφοί του και το νοσηλευτικό προσωπικό έδιναν καθημερινά μάχη. Στο νοσοκομείο ο ένας κολλούσε τον άλλο: «Μετά από 20 μέρες αρχίσαμε να βλέπουμε φως στην άκρη του τούνελ. Κατανοήσαμε πως δρα ο ιός και προσαρμόσαμε τη θεραπεία χορηγώντας διαφορετικά φάρμακα». Σήμερα γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για την πανδημία, προσθέτει ο ιταλός γιατρός υπογραμμίζοντας ότι οι αρχές επέβαλαν λοκντάουν με υπερβολική καθυστέρηση.
Ράντζα σε σκηνές
«Σας ευχαριστούμε» γράφει η αφίσα στον τοίχο της κλινικής. Στο μεταξύ οι ρυθμοί στην κλινική έχουν περιοριστεί σχεδόν στα καθιερωμένα επίπεδα. Προς το παρόν νοσηλεύονται στο νοσοκομείο «Πάπας Ιωάννης ο 23ος» σχεδόν 90 ασθενείς με Covid, 20 από τους οποίους στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Πέρυσι τέτοια εποχή ήταν εκατοντάδες, όλες οι κλίνες ήταν κατειλημμένες. Δίπλα στο νοσοκομείο στήθηκαν σκηνές με ράντζα και ομάδες γιατρών κατέφθαναν αεροπορικώς από τη Ρωσία και την Κούβα για να βοηθήσουν.
«Σήμερα δεν φοβόμαστε πια τόσο πολύ μήπως κολλήσουμε τις οικογένειές μας γιατί όλοι έχουν εμβολιαστεί», λέει η προϊσταμένη αδελφή Λαουρέτα Ρότα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας πολλοί μετέφεραν τον ιό από το νοσοκομείο στα σπίτια τους. Ευτυχώς όμως πολλοί από τους συγγενείς μας δεν νόσησαν βαριά, διηγείται η Ιταλίδα νοσοκόμα.
Η νοσοκόμα της ΜΕΘ Λάουρα Ρομπέρτα Ρότα συμφωνεί με τη προϊσταμένη της: «Εδώ και ένα χρόνο ο ιός δεν έχει σταματήσει να χτυπά. Η πίεση είναι μεγάλη. Είμαστε όλοι εξαντλημένοι», λέει η ψηλή, λεπτή γυναίκα με το πολύχρωμο προστατευτικό σκουφάκι και τη μάσκα.
Με πληροφορίες από Deutsche Welle