Ο σύζυγος και πατέρας τεσσάρων παιδιών δεν περιοριζόταν μόνο στις όμορφες γυναίκες του χωριού, αλλά είχε δείξει ενδιαφέρον και για την αρραβωνιαστικιά του γιου του, η οποία έμενε μαζί τους. Είχαν υπάρξει τουλάχιστον δύο περιστατικά όπου τον είχαν δει σε αμήχανες στιγμές. Η σύζυγός του τον είχε αντιληφθεί σε μια πολύ κοντινή στιγμή με τη μέλλουσα νύφη τους, στο δωμάτιο με τα βαρέλια, ενώ και ένας συγγενής τον είχε δει στην αυλή του σπιτιού, να την έχει βάλει να καθίσει στα γόνατά του ένα ζεστό βράδυ του καλοκαιριού.
Ο 24χρονος γιος του αρνιόταν να πιστέψει τους ψιθύρους, ίσως για να μην χαλάσει τις σχέσεις του με την οικογένειά του. Ο Γιώργος ήταν συνεσταλμένο παιδί, που σεβόταν, αν όχι φοβόταν, τον πατέρα του και δεν του αντιμιλούσε ποτέ. Όταν, όμως, τον διαβεβαίωσαν ότι δεν ήταν μόνο κουτσομπολιά από «κακές γλώσσες», άρχισε να γεννιέται μέσα του η ιδέα να εγκαταλείψει το μικρό χωριό των 250 κατοίκων κοντά στη Λαμία, όπου οι ντόπιοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης και οι νέοι παρατούσαν νωρίς το σχολείο για να τους βοηθούν στα χωράφια ή αναζητούσαν καλύτερη τύχη στη μεγάλη πόλη.
Ο δρ. Εγκληματολογίας Παναγιώτης Παπαϊωαννου μιλάει για τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος και το τοποθετεί στον χώρο και το χρόνο ενώ παράλληλα, με την ιδιότητα του δικηγόρου, σχολιάζει την τακτική της υπεράσπισης.