Η αδίστακτη φόνισσα του Λεωνιδίου
Το χειμώνα του 1959 η Ελλάδα συγκλονίζεται από ένα αποτρόπαιο έγκλημα που έγινε στο Λεωνίδιο του νομού Αρκαδίας. Θύμα είναι η Μεταξία Γκουβούση, εικοσιενός χρονών, και δράστες η πεθερά της, Σταυρούλα Γκουβούση, 62 χρονών, και ο γιος της Μήτρος Γκουβούσης, 22 χρονών, σύζυγος της άτυχης Μεταξίας. Στις 7 Ιανουαρίου του '59 η Σταυρούλα Γκουβούση έδεσε με σχοινί την έγκυο νύφη της και με τη βοήθεια του γιου της την πέταξε ζωντανή στην στέρνα του σπιτιού της και την έπνιξε. Αργότερα έκλαιγαν και έψαχναν δήθεν με αγωνία να την βρουν!
Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Η Σταυρούλα Γκουβούση είναι πρώτη γυναίκα που καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε, όσο ίσχυε η θανατική ποινή στην Ελλάδα, και μία από τις τέσσερις που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου.
Η Σταυρούλα Γκουβούση ήταν γεννημένη το 1897 και όλα της τα χρόνια τα πέρασε στο χωριό Λεωνίδιο της Αρκαδίας. Νεαρή ακόμη χήρεψε και αναγκάστηκε να αναθρέψει μόνη της τα δυο της παιδιά.
Ο ένας της γιος δούλευε στην Αθήνα. Ο δεύτερος γιος της, ο Μήτρος, παντρεμένος με τη Μεταξία, ζούσε με τη γυναίκα του και το παιδί τους σε δικό τους σπίτι, στο ίδιο χωριό με τη μάνα του. Μετά τη στυγερή δολοφονία της Μεταξίας μέσα στο σπίτι της πεθεράς, ξημερώνοντας η ημέρα των Φώτων του '59, η ιστορία που αποκαλύφθηκε είναι συγκλονιστική.
Ο Μήτρος και η Μεταξία είχαν παντρευτεί με συνοικέσιο το 1954, όταν η Μεταξία ήταν 16 χρονών και ο Μήτρος 17. Είχαν αποκτήσει δύο κοριτσάκια, την Σταυρούλα, η οποία πέθανε όταν ήταν 40 ημερών, και τη Μαρία, που την ημέρα του εγκλήματος ήταν 14 μηνών. Ο Μήτρος δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του, μέχρι να παντρευτεί τον συντηρούσε η μάνα του και μετά το γάμο η γυναίκα του, η οποία εργαζόταν σε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής, στο Λεωνίδιο.
Τρεις μήνες μετά το γάμο η σχέση του ζευγαριού πέρασε μια κρίση, επειδή ο Μήτρος δεν είχε καμία ασχολία εκτός από το καφενείο και το ποτό, ενώ όποτε έπιανε στο χέρι του λεφτά, χαρτόπαιζε. Η Μεταξία τον εγκατέλειψε και πήγε να ζήσει μόνη της, αλλά ο Μήτρος την έπεισε να γυρίσει και να ξανασμίξουν. Δεν ξέρει κανείς αν αγαπούσε τη γυναίκα του ή την είχε ανάγκη επειδή ζούσε με τα λεφτά της, σημασία έχει ότι δεν ήθελε να διαλύσουν το γάμο τους, παρόλες τις προτροπές της μητέρας του να χωρίσουν. Η Σταυρούλα δεν χώνεψε ποτέ την Μεταξία. Από την αρχή του γάμου τους άρχισε να διαδίδει φήμες ότι η νύφη της, τόσο πριν το γάμο όσο και μετά, είχε πολλούς φίλους κι εραστές. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να λέει ότι το παιδί που περίμενε η νύφη της –την εποχή που σκότωσε τη Μεταξία, ήταν πέντε μηνών έγκυος- δεν ήταν του γιου της, αλλά κάποιου εραστή.
Έπεισε έτσι το γιο της να πάνε στο Άργος να κάνουν άμβλωση, αλλά στο δρόμο το ζευγάρι άλλαξε γνώμη. Αφού δεν τα κατάφερε με την άμβλωση, το άρρωστο μυαλό της αποφάσισε να σκοτώσει τη νύφη της, πριν προλάβει να γεννήσει το παιδί.
Το ζευγάρι στην αρχή του γάμου τους έμενε στο σπίτι της πεθεράς, αλλά στη συνέχεια με τα λεφτά από την προίκα της Μεταξίας και τη δουλειά της, κατάφερε να φτιάξει το δικό του σπίτι. Μετακόμισαν εκεί όταν γεννήθηκε η κόρη τους και η Μεταξία ευελπιστούσε ότι τα πράγματα θα έφτιαχναν, αφού δεν θα είχαν πάνω από το κεφάλι τους την πεθερά της.
Η Σταυρούλα ήταν «κακούργα, αδίστακτη, άπονη και εκδικητική γυναίκα που δεν την σταματούσε τίποτα», έτσι χαρακτηρίστηκε από τον ανακριτή και τη Χωροφυλακή όταν αποκαλύφθηκε το έγκλημά της, και η παρεμβάσεις στη ζωή του ζευγαριού δεν σταμάτησαν ούτε και όταν έφυγαν από το σπίτι της. Όταν της ανακοίνωσαν ότι η Μεταξία είναι πάλι έγκυος, άρχισε να διαδίδει παντού ότι το παιδί ήταν κάποιου γείτονα. Με την επιμονή της μάνας του και τα σχόλια που άρχισαν να έρχονται από το χωριό, ο Μήτρος πείστηκε ότι το παιδί δεν ήταν δικό του, και ζήτησε από τη γυναίκα του να σταματήσουν την εγκυμοσύνη.
Πήγαν σε έναν γνωστό τους γιατρό στο Άργος, αλλά τελικά δεν προχώρησαν στην πράξη, είτε επειδή άλλαξαν γνώμη, είτε επειδή ο γιατρός δεν ανέλαβε να κάνει την επέμβαση λόγω προχωρημένης εγκυμοσύνης. Επιστρέφοντας στο Λεωνίδιο, πέρασαν να πάρουν το κοριτσάκι τους από το σπίτι της πεθεράς, το οποίο κρατούσε όσο αυτοί έλειπαν. Η Σταυρούλα έβαλε να φτιάξει φαγητό, ενώ η Μεταξία, που ήταν ζαλισμένη από το ταξίδι ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο Μήτρος ενημέρωσε τη μάνα του ότι δεν είχαν προχωρήσει στην άμβλωση και τότε εκείνη έγινε έξαλλη. Άρπαξε ένα σχοινί μήκους δεκαπέντε μέτρων, πέρασε θηλιά γύρω από τους ώμους της νύφης της και της έδεσε καλά τα χέρια για να μην μπορεί να αντιδράσει.
Άρχισε να τη βρίζει και να ουρλιάζει ότι το παιδί δεν ήταν του Μήτρου αλλά του γείτονα (φώναζε και το όνομά του), να την κατηγορεί ότι κατέστρεψε τη ζωή του γιου της. Την άρπαξε από τα μαλλιά, την έριξε πάνω σε ένα ξύλινο κρεβάτι και άρχισε να την χτυπάει με μανία με τη σανίδα που είχαν για το σιδέρωμα των ρούχων. Ο Μήτρος παρακολουθούσε χωρίς να αντιδράει καθόλου. Σύμφωνα με την κατάθεσή του στη χωροφυλακή, πίστευε ότι η μάνα του απλά ήθελε να την φοβερίσει!
«Η Μεταξία πίστευε ότι αυτά τα έκανε η μάνα μου για αστεία! Εγώ απλά παρακολουθούσα! Κι εγώ πίστευα ότι ήθελε να τη φοβερίσει!».
Αφού την χτύπησε αλύπητα στο κεφάλι, στη φουσκωμένη κοιλιά και στα στήθη, η Μεταξία έχασε τις αισθήσεις της. Τότε η Σταυρούλα είπε στο γιο της να την βοηθήσει να την σύρουν έξω από το σπίτι. Την μετέφεραν στην άκρη της αυλής και την πέταξαν μέσα στη στέρνα, που ήταν γεμάτη με νερό.
Ο Μήτρος περιγράφει αργότερα με απάθεια στη Χωροφυλακή: «Αφού την πετάξαμε δεμένη μέσα στη στέρνα, η μάνα μου μού είπε να γράψω ένα σημείωμα που να λέει ότι η Μεταξία αυτοκτόνησε, επειδή δεν της έδινε τα λεφτά που της χρωστούσε η εργοδότριά της. Το έγραψα και μου είπε και το τοποθέτησα στο σκέπασμα της στέρνας μαζί με τα χάπια που είχε στην τσέπη η γυναίκα μου για τη ναυτία. Στο σημείωμα ακόμα μου είπε ακόμη να γράψω και το έγραψα να μην πειράξουν τον Μήτρο, γιατί δεν φταίει. Επίσης, η μάνα μου έβαλε στην άκρη της στέρνας τα ρούχα της Μεταξίας και τα παπούτσια, ώστε να νομισθεί ότι έπεσε μόνη της στο νερό. το πρωί τον Φώτων πλησίασε η μάνα μου στη στέρνα κι όταν είδε τα ρούχα, άρχισε να κλαίει κι έλεγε ότι η νύφη της αυτοκτόνησε. Πρώτα είχε πάει κι άναψε δυο κεριά για την ημέρα των Φώτων».
Το σημείωμα που είχε γράψει ο Μήτρος και το οποίο βρέθηκε δεμένο με δίχτυ στο σιδερένιο σκέπασμα της στέρνας, έγραφε: «Φτωχτόνησε η Μεταξία Γεωργίου Αδρία γιατί δεν της έδινε τα λεφτά που της χρωστούσε η Θάλεια η κυρά της. Τον άντρα τον Μήτρο της, μην τον πειράξετε, γιατί δεν την κάνει τίποτα».
Γυρίζοντας στο σπίτι η Σταυρούλα από την εκκλησία πήγε στη στέρνα και άρχισε να φωνάζει και να βγάζει άναρθρες κραυγές. Ακούγοντας τις φωνές της, οι γείτονες έτρεξαν τρομοκρατημένοι στο σπίτι της να δουν τι συμβαίνει. Η Σταυρούλα έδειχνε την στέρνα και έλεγε «Μέσα είναι, αυτοκτόνησε, αυτοκτόνησε, δεν της έδινε τα λεφτά της...», κλαίγοντας και μοιρολογώντας για το κακό που την είχε βρει.
Στη συνέχεια, όμως, έγινε ψυχρή και ασυγκίνητη, και όταν μαζεύτηκε όλη η γειτονιά στην αυλή της έλεγε: «Φαίνεται ότι αυτή η τρελή η νύφη μου έκανε αυτό που είχε απόφαση. Όταν ήλθα εδώ βρήκα ανοιχτή τη στέρνα και απέξω ριγμένα τα ρούχα της. Αχ, αυτή πληρώθηκε από το Θεό όπως της άξιζε! Και δεν σκέφτομαι τίποτ' άλλο, μας βρόμισε και το νερό που πίνουμε απ' τη στέρνα...».
Όταν έφτασε η Χωροφυλακή και έβγαλε από τη στέρνα την άτυχη γυναίκα, ο γιατρός που την εξέτασε διαπίστωσε ότι ήταν ακόμα ζωντανή όταν την έριξαν μέσα στο νερό.
Τα κροκοδείλια δάκρυα της Σταυρούλας δεν έπεισαν ούτε τους χωριανούς της ούτε τη Χωροφυλακή, κι επειδή όλοι ήξεραν τις σχέσεις που είχε με τη νύφη της και τον κακό χαρακτήρα της, μάνα και γιος θεωρήθηκαν από τη αρχή ύποπτοι και συνελήφθησαν. Παρόλο που και οι δύο αρνούνταν κατηγορηματικά ότι είχαν σχέση με τον θάνατο της Μεταξίας και μιλούσαν για αυτοκτονία, το γράμμα που είχε γράψει ο Μήτρος ήταν ένα από τα στοιχεία που τους πρόδωσαν. Η Μεταξία δεν είχε πάει καθόλου στο σχολείο, ούτε είχε ιδέα από γραφή και ανάγνωση.
Επίσης, το σκοινί που είχε παραμείνει δεμένο γύρω από τη γυναίκα, καθώς και οι διάσπαρτες μελανιές που εμφάνιζε στο σώμα της, ήταν ενδείξεις ότι η «αυτοκτονία» της Μεταξίας ίσως να ήταν εγκληματική ενέργεια. Ο Μήτρος και η Σταυρούλα άρχισαν να πέφτουν και σε άλλες αντιφάσεις και με την πίεση της αστυνομίας «έσπασαν» και ομολόγησαν το έγκλημά τους.
Πρώτα ο Μήτρος και μετά η μάνα του.
Το πρωτοφανές έγκλημα για τα χρονικά της περιοχής αναστάτωσε τους κατοίκους της Αρκαδίας και όλης της Ελλάδας. Οι εφημερίδες της εποχής κάλυψαν λεπτομερώς το γεγονός και όλη τη διαδικασία της δίκης, με πρωτοσέλιδα και συνεχείς ανταποκρίσεις. Στην εφημερίδα «Ακρόπολις» ο Θοδωρής Δράκος παίρνει συνέντευξη από τους δράστες, και γράφει στην εισαγωγή:
«Παρατήρησα όταν τους έπαιρνα συνέντευξη το εξής θέαμα: Ο γιος να θέλει να στείλει στη φυλακή ισοβίως τη μάνα του, κι εκείνη στην κατάθεσή της να τον στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα! Ζήτησα πρώτα από το Μήτρο να μου αφηγηθεί πώς είχε κάνει το έγκλημα.
"Γιατί πνίξατε τη Μεταξία; Δεν σου ήταν πιστή;"
"Εμένα δε μ' ένοιαζε. Εγώ ήμουν ευχαριστημένος από τη γυναίκα μου. Είχαμε βρει την ησυχία μας από τον καιρό που ζούσαμε μακριά από τη μάνα μου. Μα εκείνη όλο μάλωνε μαζί της και την έβριζε".
"Τι έγινε εκείνη τη νύχτα;"
"Η μάνα μου της έριξε την τριχιά από πίσω ξαφνικά και την τύλιξε έτσι που να πιάσει και τα χέρια...".
Στο σημείο αυτό παρενέβη η μάνα του, που ήταν στο ίδιο γραφείο.
"Κακό χρόνο να' χεις αχάριστε. Γριά γυναίκα θέλεις να με στείλεις στη φυλακή. Εσύ την έπνιξες. Εγώ δεν ξέρω τίποτα".
"Μωρή μάνα εμείς δεν ήρθαμε στο σπίτι σου; Η Μεταξία δεν είχε ξαπλώσει μέχρι να ετοιμασθεί το φαγητό; Όταν σηκώθηκε απ' το κρεβάτι, εσύ δεν πήγες από πίσω και της έριξες την τριχιά; Έπειτα δεν την έσυρες προς τη στέρνα και μου είπες να σε βοηθήσω να τη ρίξουμε μέσα; Εσύ δεν τη χτύπησες;".
"Κοίτα μωρέ τι φίδι μεγάλωνα! Έτσι μωρέ πληρώνεις όλες τις θυσίες που έκανα για σένα; Εγώ βοήθησα, ψεύτη;"
"Εσύ φαγώθηκες να τη διώξω. Εσύ ήθελες να τη σκοτώσεις. Κι εσύ με παρέσυρες στο έγκλημα... Εγώ δεν είχα τίποτα μαζί της. Ήταν καλή και φρόνιμη. Εσύ τη μισούσες και αποφάσισες τον θάνατό της. Ανάθεμα την ώρα που σ' άκουσα. Εγώ γιατί να την σκοτώσω; Κι αυτό το παντελόνι που φορώ, μου το πήρε την ίδια μέρα που τη σκότωσες. Το πρωί, που πήγαμε στο Άργος... Κι εσένα δεν σε φρόντιζε; Μόνο εσύ διαρκώς την έβριζες και την κτυπούσες. Αυτή καθόταν σαν χαζή και τις έτρωγε... Εσύ τα σκέφθηκες όλα. Ακόμα και το σημείωμα εσύ μου το υπαγόρεψες να το γράψω. Δε μου είπες ότι εσύ ξέρεις από αυτά και ότι θα φρόντιζες να σιάξουμε έτσι τη δουλειά για να μην τα μπλέξουμε;".
Στο κακουργιοδικείο Κυπαρισσίας που εκδικάστηκε η υπόθεση, πέντε μήνες μετά τη διάπραξη της ανθρωποκτονίας, ακούστηκαν τρομερά πράγματα από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν, -τους γείτονες της πεθεράς και την ιδιοκτήτρια του ζαχαροπλαστείου που εργαζόταν η Μεταξία.
Η πρώτη μάρτυρας που εξετάσθηκε, η γειτόνισσα της Σταυρούλας, Αμαλία Χείλαρη, είπε ότι το πρωί των Φώτων, ενώ κατευθύνονταν με τον άντρα της προς την εκκλησία, είδαν να βγαίνει από τον ναό η Γκουβούση. Τους είπε ότι είχε πάει να ανάψει δύο κεράκια και να προσευχηθεί και χωρίς να τη ρωτήσουν, τούς είπε ότι ήταν ανήσυχη επειδή είχε χαθεί η νύφη της. Παρακάλεσε τον Χείλαρη να ειδοποιήσει την αστυνομία, ενώ πρόσθεσε ότι είχαν βρει τα ρούχα της νύφης της πάνω στη στέρνα, κι ότι ο γιος της δεν γνώριζε τίποτα. Η μάρτυρας χαρακτήρισε την Μεταξία ως «τίμια και εργατική γυναίκα. Ήταν υπόδειγμα συζύγου, που φρόντιζε πώς να καλυτερέψει την εργασία της. Την αγαπούσε όλο το χωριό. Τον άντρα της τον Μήτρο κανείς δεν τον ήθελε λόγω της τεμπελιάς του και των σκηνών που δημιουργούσε στη γυναίκα του για να της παίρνει τις εισπράξεις του ζαχαροπλαστείου. Αυτός ήταν ο αλήτης του χωριού μας. Η μάνα του μια φορά με μία γέννα έκανε τρία παιδιά, και, όπως λένε οι χωριανοί, τα έπνιξε και τα τρία».
Ο σύζυγός της, Παναγιώτης Χείλαρης, πρόσθεσε για τον κατηγορούμενο:
«Ο Μήτρος είναι κλέφτης. Μια φορά έκλεψε ένα γαϊδούρι και, για να μην το γνωρίσει ο ιδιοκτήτης του, όταν πήγε να το πουλήσει, αυτός του έκοψε τα αυτιά και την ουρά!».
Στη συνέχεια εξετάσθηκε η Θάλεια Κωνσταντινίδου, ιδιοκτήτρια του ζαχαροπλαστείου που δούλευε η άτυχη Μεταξία, η οποία είπε:
«Τη Μεταξία την είχαμε πάρει στο ζαχαροπλαστείο εγώ και άντρας μου όταν ήταν δώδεκα χρονών και την είχαμε σαν παιδί μας. Την αγαπήσαμε πάρα πολύ γιατί ήταν τίμια και ηθική κοπέλα και ποτέ δεν μας είχε δώσει την παραμικρή αφορμή. Το 1955 πέθανε ο άντρας μου. Η Μεταξία παντρεύτηκε με συνοικέσιο τον άντρα της. Εγώ της έδωσα το ζαχαροπλαστείο να δουλεύει για λογαριασμό της. Όταν έγινε ο γάμος, της έδωσα όσα χρήματα έπρεπε να της δώσω και μάλιστα πήρα και εξοφλητική απόδειξη. Με τα λεφτά αυτά αγόρασε η κοπέλα ένα σπίτι στο οποίο κατοικούσε πλέον με τον άντρα της. Η Σταυρούλα έμενε σε άλλο σπίτι.
Δυο τρεις μήνες μετά το γάμο, η Μεταξία έδιωξε τον άντρα της γιατί δεν εργαζόταν και πήγαινε και της έπαιρνε όλες τις εισπράξεις, με αποτέλεσμα το ζαχαροπλαστείο να πέσει έξω. Το έκλεισε για μικρό διάστημα και ξανάνοιξε και δούλευε καλά. Η Μεταξία έκανε δουλειά όση κάνουν δυο άντρες μαζί.
Όταν επέστρεψα από ένα ταξίδι μου στην Κωνσταντινούπολη, διαπίστωσα ότι το σεντούκι μου ήταν σπασμένο και ότι έλειπαν ρούχα και πολλά άλλα πράγματα. Η Σταυρούλα είπε ψέματα ότι το είχε κάνει η Μεταξία. Η ίδια τα είχε κλέψει και κατηγόρησε την κοπέλα επειδή τη μισούσε».
Οι απολογίες των κατηγορουμένων –οι οποίες στα πρακτικά είναι καταγεγραμμένες σε άπταιστη καθαρεύουσα- είναι γεμάτες αντιφάσεις και διαφορετικές από όσα είχε πει ο καθένας στην ανάκριση.
Πρώτη απολογήθηκε η Σταυρούλα Γκουβούση:
«Η παθούσα νύφη μου συχνά εφιλονικούσε με τον σύζυγό της, υιό μου. Εμάλωναν για τα ρούχα που είχεν κλέψει η νύφη μου από το σπίτι της Κωνσταντίνου. Τα ρούχα αυτά μου τα έδωσεν η παθούσα και τα επήγα εις την Κωνσταντίνου.
Εις το Άργος ο υιός μου με την παθούσαν σύζυγόν του επήγαν για να ρίξουν το παιδί.
Την Μεταξίαν εγώ την έριξα εις την στέρναν, επήγε να πιάσει νερό και κει την ετούμπαρα και την έριξα μέσα. Το σχοινί εγώ της το πέρασα εις τη μέσην της. Εις την στέρναν επήγεν μόνη της η παθούσα και επειδή με έβριζε τεμπέλα και κλέφτρα, την ετούμπαρα εγώ μόνη μου μέσα. Το βράδυ ήρθεν εις το σπίτι μου ο υιός μου και επήραμε το παιδί του, εγγονάκι μου, και επήγαμε και εκοιμηθήκαμε εις το σπίτι του. Της Κυρίου εγώ δεν της εμίλησα.
Ο υιός μου δεν εγνώριζε ότι η γυναίκα του ήτο εις το σπίτι μου, ούτε ότι εγώ την έριξα στο πηγάδι. Την νύχτα το είπα εις τον υιό μου ότι εγώ έριξα εις την στέρναν την γυναίκα του.
Εις τους Χείλαρη είπα ότι η Μεταξία είναι μέσα εις την στέρναν. Την ρίξαμε και οι δύο μέσα εις την στέρναν. Ο υιός μου την έριξε εις το πηγάδι την παθούσα διότι εμάλωναν για τα ρούχα που αυτή είχε κλέψει από την Κωνσταντίνου. Εις το Ναύπλιον είπα ότι την έριξα εγώ την παθούσαν εις την στέρναν διότι με ανακάτεψαν ο δικηγόρος και ο κατηγορούμενος υιός μου.
Την νύκτα που εκοιμόμαστε εις το σπίτι του υιού μου και ερώτησα πού είναι η γυναίκα του μου είπεν ότι είναι μέσα εις την στέρναν, την εσκότωσε διότι δεν την βρήκε εντάξει.
Πριν τον γάμον τους η νύφη μου είχεν φίλους, εξακολουθούσε δε να έχει φίλους και μετά τον γάμον της. Μετανοώ δια την πράξιν μου. Τα τρία παιδιά μου που λέγουν ότι τα εσκότωσα, δεν τα εσκότωσα, αλλά εγεννήθησαν ξερά, επειδή κατά την διάρκειαν της εγκυμοσύνης μου με είχεν κτυπήσει ο άνδρας μου. Τι θέλετε τώρα, να σας πω την αλήθειαν; Και οι δύο την ερίξαμε εις την στέρναν».
Στη συνέχεια απολογήθηκε ο γιος της Δημήτρης Γκουβούσης, λέγοντας τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα:
«Την Κυριακή το απόγευμα γυρίσαμε από το Άργος εγώ και η γυναίκα μου. Εγυρίσαμε εις το σπίτι μας και εκεί εμείναμε το βράδυ.
Το πρωί εγώ επήγα εις το καφενείον και το μεσημέρι εγύρισα σπίτι και εφάγαμε με την γυναίκα μου, και μετά εγώ επήγα ξανά εις το καφενείον. Η γυναίκα μου μού είπεν ότι θα πάει εις την Κωνσταντίνου για να πλύνει. Το βράδυ εγώ δεν επήγα εις το σπίτι της μητέρας μου. Το βράδυ που εφάγαμε μού είπεν η μητέρα μου και έγραψα αυτό το σημείωμα που ευρίσκεται εις την δικογραφίαν, για να κάμομε την Κωνσταντίνου να μας δώσει τα λεπτά. Την γυναίκαν μου δε την βρήκα εντάξει, την είχε διακορεύσει ο Ιωάννης Ρ., τούτο δεν το εγνώριζα εγώ πριν από το γάμο μας. Μετά το γάμον μας η σύζυγός μου ήτο εντάξει. Το πρωί εγώ επήγα εις το σπίτι της μητέρας μου, μετά από αυτήν, και εκεί έμαθα ότι η γυναίκα μου βρέθηκε πνιγμένην εις την στέρναν. Εγώ δεν γνωρίζω τίποτε για το έγκλημα. Εις την αστυνομίαν δεν είπα τίποτε εγώ. Εκεί με εκτύπησαν και είπα τα όσα έχουν γράψει».
Μάνα και γιος προσπαθούν να μπερδέψουν δικαστές και ενόρκους και αφηγούνται τα περιστατικά όπως τους συμφέρει, για να ελαφρύνει ο καθένας τη θέση του. Αλλάζουν εντελώς τις απολογίες που είχαν δώσει στη Χωροφυλακή και ισχυρίζονται ότι αναγκάστηκαν να τις υποστηρίξουν επειδή είχαν υποστεί ξυλοδαρμό και φοβήθηκαν για τη ζωή τους.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι και οι δύο κατηγορούμενοι είναι ένοχοι για ανθρωποκτονία από πρόθεση που διαπράχθηκε κατά τρόπο απεχθή και τους επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου, καθώς επίσης και διαρκής στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους.
Η φόνισσα ακούγοντας την ποινή άρχισε να φωνάζει, να βρίζει και να καταριέται τη Μεταξία.
Και οι δύο οδηγήθηκαν στη φυλακή, ο Μήτρος στις φυλακές της Κέρκυρας και η Σταυρούλα στις φυλακές Αβέρωφ. Σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα, οι καταδικασθέντες σε θάνατο είχαν το δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση χάριτος στο Συμβούλιο Χαρίτων, πράγμα που συνέστησε ο δικηγόρος τους. Η φόνισσα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να υποβάλλει την αίτηση, κι έτσι ο εισαγγελέας κατέθεσε το αίτημα να μετατραπεί η θανατική καταδίκη σε ισόβια, αυτεπαγγέλτως. Η αίτηση απορρίφτηκε παμψηφεί από το Συμβούλιο Επικρατείας, οπότε ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών διέταξε την εκτέλεσή τους.
Στις 27 Αυγούστου του 1960, η Σταυρούλα Γκουβούστη εκτελέστηκε στον Υμηττό, μετανιωμένη για τη στυγερή δολοφονία της νύφης της, ενώ στις 2 Σεπτεμβρίου στην περιοχή Αλυκές της Κέρκυρας εκτελέστηκε και ο Μήτρος, σύζυγος της Μεταξίας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελευθερία», ο Μήτρος στην εξομολόγηση του πριν από την εκτέλεση του, είπε στο ιερέα ότι «ούτος δεν έπταιε δια τον στραγγαλισμόν της συζύγου του, αλλά ότι τον επήρε στον λαιμό της η μάνα του, της οποίας ήτο ερωμένος...»...