Χριστούγεννα 1965. Πρώτη είδηση στις εφημερίδες της εποχής είναι ένα φρικτό έγκλημα που έγινε στους Παπαδάτες Ξηρομέρου, στην Αιτωλοακαρνανία, το οποίο σόκαρε το πανελλήνιο μέσα στις γιορτές. Η «λύκαινα της Αμφιλοχίας», όπως χαρακτηρίστηκε από τους δημοσιογράφους, η Ειρήνη Τ., πενήντα τεσσάρων χρονών, έφτιαξε κουραμπιέδες δηλητηριασμένους με παραθείο για να ξεκάνει την αρραβωνιαστικιά του εραστή της, αλλά σκότωσε δύο κοριτσάκια και τον παππού τους, που έφαγαν τους κουραμπιέδες. Στο φρικτό έγκλημα οδηγήθηκε από το πάθος της για τον κατά είκοσι οχτώ χρόνια μικρότερό της ηλεκτρολόγο, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικές σχέσεις.
Το φονικό κέρασμα
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 1965, όταν η σαραντάχρονη Ειρήνη Τ. αποφάσισε να βγάλει από τη μέση τη Βασιλική Κ., εικοσιεννιά χρονών, αρραβωνιαστικιά του εικοσιεξάχρονου Βασίλη Τ. Η Ειρήνη, κάτοικος Αμφιλοχίας, ήταν ερωτευμένη με τον νεαρό ηλεκτρολόγο, ο οποίος ζούσε και εργαζόταν στην πόλη της. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η Ειρήνη συνεννοήθηκε με τον Βασίλη να στείλουν για χρόνια πολλά στην αρραβωνιαστικιά του ένα δέμα με κουραμπιέδες, ζάχαρη, καφέ και μπισκότα. Μέσα στο κουτί με τους κουραμπιέδες είχε ρίξει παραθείο, με στόχο να την σκοτώσει τη Βασιλική.
Ο πατέρας των δύο μικρών θυμάτων, της Καλλιόπης, τεσσάρων ετών και της Αγνής, τριών, Χριστόφορος Κ., αδερφός της Βασιλικής, αναφέρει στην κατάθεσή του ότι το δέμα το παρέλαβαν με χαρά από το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που έφτασε στο χωριό, γιατί πίστεψαν ότι ο αρραβωνιαστικός της αδερφής του ήθελε να τους ευχηθεί στέλνοντας γλυκά. Το πήραν στο σπίτι, το άνοιξαν, αλλά κουραμπιέ έφαγε μόνο ο εβδομηντάχρονος πατέρας του, Δημήτρης Κ., επειδή η υπόλοιπη οικογένεια νήστευε για να μεταλάβει την επομένη.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα ο εβδομηντάχρονος πέθανε μέσα σε φρικτούς πόνους, χωρίς κανείς να σκεφτεί το ενδεχόμενο δηλητηρίασης. Όλοι πίστεψαν ότι πέθανε από την καρδιά του, επειδή τον ταλαιπωρούσαν χρόνια καρδιακά προβλήματα. Την πιστοποίηση έκανε ο γιατρός της περιοχής και στην κηδεία που έγινε το απόγευμα την ίδιας ημέρας παρευρέθηκε και ο ηλεκτρολόγος.
Το πρωί της επόμενης ημέρας τα δύο ανυποψίαστα κοριτσάκια βρήκαν το κουτί με τους κουραμπιέδες και έφαγαν από έναν. Από μισό κουραμπιέ έφαγαν και η Βασιλική και μία γειτόνισσα, αλλά τίναξαν την άχνη για να μην είναι τόσο γλυκοί. Λίγη ώρα αργότερα, τα κοριτσάκια άρχισαν να σφαδάζουν από τους πόνους και να κλαίνε απαρηγόρητα, έτσι ο πατέρας τους τα πήγε επειγόντως στο νοσοκομείο του Αγρινίου, όπου οι γιατροί δεν μπόρεσαν να τα βοηθήσουν. Τα παιδιά πέθαναν στο νοσοκομείο και ο χαροκαμένος πατέρας τα μετέφερε νεκρά στο χωριό.
Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρουν τα εξής:
«Δια την μνηστήν του ερωμένου της προόριζε τους κουραμπιέδες η φαρμακεύτρια της Αμφιλοχίας, εκείνη όμως ετίναξε τη ζάχαρη και ουδέν έπαθεν. Εύρον τον θάνατον τα δύο ανίψια της και πάππος των από το παραθείον.
Η “λύκαινα της Αμφιλοχίας” που έστειλε στον τάφο δύο αθώα αγγελούδια και τον παππού τους, απεκάλυψε το φοβερό κακούργημά της, σε όλες τις λεπτομέρειες. Τους κουραμπιέδες με το παραθείον τους προόριζε για τη Βασιλική Κ, μνηστή του ερωμένου της Βασίλη Τ., όμως αυτή γλίτωσε, γιατί τίναξε τη ζάχαρη με το δηλητήριο. Δεν στάθηκαν το ίδιο τυχερά τα μικρά ανιψάκια της ούτε ο γέροντας παππού τους, ετών 72. Τα τρία θύματα πέθαναν τα Χριστούγεννα, μέσα σε φρικτούς πόνους».
ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑ
Αυτή τη φοβερή γυναίκα συνάντησαν οι δημοσιογράφοι στα κρατητήρια του τμήματος μεταγωγών Μεσολογγίου. Ίδια θηρίο πηγαινοερχόταν στο μικρό δωμάτιο-κελί και αναστέναζε συνεχώς, χωρίς να δείχνει πως έχει μετανοήσει κιόλας.
Είχε τα χέρια πιασμένα πίσω της και το κεφάλι κατεβασμένο. Τα μάτια της κόκκινα από την αγρύπνια, έδειχναν τη μαυρίλα της ψυχής της.
«Εγώ με τον Βασίλη τα καταφέραμε καλά», είπε η φαρμακεύτρια. «Δεν φταίω μόνο εγώ… Μη με ρωτάτε άλλο… Αφήστε με στη στενοχώρια μου».
Στην κατάθεσή της η δηλητηριάστρια είναι αποκαλυπτική. Μάνα δύο παιδιών, η φόνισσα Ειρήνη διατηρούσε από πενταετίας ερωτικές σχέσεις με τον Βασίλη Τ., αρραβωνιασμένο με τη Βασιλική Κ. που έμενε στο χωριό Παπαδάτες Ξηρομέρου. Φαίνεται όμως πως δεν νοιαζόταν και πολύ για την κοπέλα. Τον είχαν σκλαβώσει τα θέλγητρα της σαραντάρας Ειρήνης και δεν είχε μάτια για άλλη γυναίκα. Η Βασιλική είχε δώσει στον μνηστήρα της 40 χιλιάδες δραχμές, ως προκαταβολή από την προίκα. Αυτό το ποσόν ήθελε να το επιστρέψει ο Βασίλης στη Βασιλική για να απαλλαγεί απ’ αυτήν. Κι επειδή δεν είχε όλο το ποσόν, ζητούσε από την ερωμένη του να βρει χρήματα να συμπληρώσει κι έτσι να χωρίσει σαν κύριος. Αλλά η Ειρήνη δεν μπορούσε να τα καταφέρει και ανέλαβε το τρομερό σχέδιο. Γιατί να ζητά εδώ κι εκεί χρήματα και να μην ξαποστείλει την αντίζηλο στον άλλο κόσμο;
Χριστούγεννα ήταν, έφτιαξε κουραμπιέδες και ξεχώρισε αρκετούς για να τους στείλει στη μνηστή του ερωμένου της. Φυσικά, σ’ αυτούς φρόντισε να ρίξει παραθείο, απ’ αυτό που χρησιμοποιούν για το εξολόθρευμα των ποντικών. Το δέμα έφτασε στον προορισμό του παραμονή Χριστουγέννων και όλοι χάρηκαν, γιατί εκτός από τους κουραμπιέδες είχε κι άλλες λιχουδιές. Χάρηκε, μάλιστα, διπλά η Βασιλική, γιατί σκέφτηκε πως ο αρραβωνιαστικός της που εργαζόταν στην Αμφιλοχία δεν την είχε ξεχάσει».
Μετά τον θάνατο των τριών ανθρώπων άρχισαν αμέσως τακτικές ανακρίσεις στο Μεσολόγγι, με βασικούς ύποπτους τον αρραβωνιαστικό της Βασιλικής που είχε στείλει το δέμα αλλά και την ερωμένη του Ειρήνη, με την οποία ήταν γνωστό στη μικρή κοινωνία της Αμφιλοχίας ότι είχαν ερωτική σχέση.
Στην κατάθεσή του ο αδερφός της Βασιλικής και πατέρας των αδικοχαμένων κοριτσιών Χριστόφορος Κ. χαρακτήρισε τον αρραβωνιαστικό της αδερφής του προικοθήρα, επειδή ήθελε να τους εξοντώσει όλους και να καρπωθεί τις 40 χιλιάδες δραχμές που είχε πάρει ως προκαταβολή της προίκας.
Η Βασιλική κατέθεσε ότι τον τελευταίο καιρό ο μνηστήρας της είχε αλλάξει συμπεριφορά απέναντί της. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι δεν γνώριζε ότι διατηρούσε σχέσεις με την σαραντάχρονη Ειρήνη, ενώ λίγες μέρες πριν το τραγικό συμβάν της είχε στείλει ένα γράμμα με μια φωτογραφία του. Της έγραφε να του στείλει τρεις χιλιάδες δραχμές και την απειλούσε ως εξής: «Αν δεν τα στείλεις, θα έχεις να βλέπεις μόνο τη φωτογραφία μου…».
Η σοβαρότατη υπόθεση εκδικάστηκε τον Μάρτιο του 1967 στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας, με κατηγορούμενους την Ειρήνη ως φυσική αυτουργό και τον ηλεκτρολόγο ως ηθικό αυτουργό στη δολοφονία των τριών ατόμων και τις δύο απόπειρες. Εκτός από την αρραβωνιαστικιά και τον αδερφό της, εξετάστηκαν κι άλλοι μάρτυρες μεταξύ των οποίων και μια γυναίκα από την Αμφιλοχία, που έριχνε τον καφέ. Αυτή κατέθεσε ότι ανήμερα των Χριστουγέννων την είχε επισκεφτεί η Ειρήνη και της είχε ζητήσει να της ρίξει τον καφέ. Ήταν πολύ φοβισμένη και αρκετά ανήσυχη, ενώ αναστέναζε και ζητούσε να μάθει νέα για τον ηλεκτρολόγο, αν δηλαδή την αγαπούσε.
Οι απολογίες των κατηγορουμένων
Πρώτη κλήθηκε να απολογηθεί η Ειρήνη, η οποία έτρεμε και μιλούσε πολύ σιγά, μόλις που ακουγόταν. Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία σχέση με τη δηλητηρίαση, ότι δεν είχε βάλει αυτή το παραθείο στους κουραμπιέδες, αλλά πιθανότατα ο Βασίλης. Επίσης υποστήριξε ότι μετά τη σύλληψή της ξυλοκοπήθηκε και βασανίστηκε από τους χωροφύλακες, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να ομολογήσει. Για τις ερωτικές σχέσεις της με τον Βασίλη, είπε ότι εκείνος δεν της φερόταν καλά, την εκβίαζε και της έπαιρνε χρήματα, απειλώντας τη μάλιστα πως, αν δεν του έδινε, θα αποκάλυπτε τη σχέση τους στον σύζυγό της. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, της είχε αποσπάσει με διάφορες απειλές δώδεκα με δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές.
Ο Βασίλης είπε ότι δεν είχε καμία σχέση με το παραθείο και τη δηλητηρίαση, ήταν αθώος και οι δικαστές θα έπρεπε να τον παραδώσουν λευκό στην κοινωνία. Αναφέρθηκε διεξοδικά στις σχέσεις του με την Ειρήνη, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια του ισογείου που είχε νοικιάσει ως ηλεκτρολογικό εργαστήριο στην Αμφιλοχία. Αυτή έμενε στον από πάνω όροφο. Ειδικότερα ανέφερε ότι από τις πρώτες μέρες που είχε νοικιάσει τον χώρο της, δεν τον άφηνε σε ησυχία, τον πολιορκούσε συνεχώς. Τα έφτιαξε μαζί της από οίκτο, όπως ισχυρίστηκε!
Εκείνη ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερή του και πολύ γρήγορα η κοινωνία της Αμφιλοχίας άρχισε να τους συζητάει. Σύμφωνα με όσα υποστήριξε απολογούμενος, δεν τα άντεξε όλα αυτά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ισόγειο και να εγκατασταθεί σε άλλον χώρο. Αλλά και πάλι εκείνη επέμενε να τον επισκέπτεται, με αποτέλεσμα οι ψίθυροι να συνεχίζονται, και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση, προκαλώντας του προβλήματα.
Έτσι υποχρεώθηκε να μετακομίσει στο Αγρίνιο, όπου άνοιξε καινούργιο μαγαζί, αλλά κι εκεί συνέχισε να τον ενοχλεί και να δηλώνει σφόδρα ερωτευμένη μαζί του. Οι δουλειές του Βασίλη στο Αγρίνιο δεν πήγαν καλά, κι αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αμφιλοχία, όπου συνέχισε να δουλεύει ως ηλεκτρολόγος.
Τέλος, στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι, από τότε που αρραβωνιάστηκε με τη Βασιλική, διέκοψε κάθε σχέση με την Ειρήνη, κι ότι αγνοούσε τον τρόπο και τη μέθοδο που χρησιμοποίησε εκείνη για να ξεκάνει τη μνηστή του και όλη την οικογένειά της. «Η Ειρήνη το έπραξε δια να βγάλει από την μέσην της Βασιλικήν και με έχει πάντα κοντά της» είπε. «Λυπάμαι τους Κ., αλλά εγώ δεν φταίω σε τίποτα».
Η απόφαση
Τελικά, μετά από διαδικασία που διήρκεσε δέκα μέρες, το κακουργιοδικείο εξέδωσε την απόφασή του τα μεσάνυχτα της 29ης Μαρτίου 1967, καταδικάζοντας την Ειρήνη σε κάθειρξη είκοσι ετών κατά συγχώνευση και χρηματική ικανοποίηση 115 χιλιάδων δραχμών συνολικά, ενώ δέχτηκε ότι είχε επιδείξει καλή συμπεριφορά μετά την τέλεση των εγκλημάτων της.
Το Βασίλη Τ. τον απάλλαξε από κάθε κατηγορία.
Η Ειρήνη, μετά την απόφαση του δικαστηρίου δήλωνε ότι εξακολουθούσε να αγαπά τον ηλεκτρολόγο!