ΝΑ ΞΥΠΝΑΜΕ ΠΡΩΪ, δίχως βία, να κοιταζόμαστε σε φως ίδιο, κι αλλιώτικο, να παίρνουμε ανάσες σε μιαν επιβράδυνση που μας περιέχει και μας συγκρατεί, και μας συνέχει, να σε γδύνω αργά, να κάνουμε έρωτα, με γέλια πνιχτά, σε κρεβάτι που τρίζει, σε ένα δωμάτιο στην άκρη της Χώρας, πάνω απ' την πλατεία με τα λεωφορεία, και το πεζούλι που κοιτάζει τη θάλασσα, να βάζεις βιαστικά το μαγιό, το μπλε που ταιριάζει στα μάτια σου, και σε όλα τα υπόλοιπα, να ρίχνεις πετσέτες, τσιγάρα, βιβλία σε μια ψάθινη τσάντα, να μαζεύεις τα μαλλιά, να φοράς το καπέλο και τα γυαλιά, να γελώ, να σε λέω Σοφία και Τζίνα, να σε λέω Νεφέλη, να κατεβαίνω πρώτος τα σκαλιά, να καθόμαστε στο καφενείο, ομελέτα με τυρί, παγωμένοι καφέδες, και δυο-τρία τσιγάρα απανωτά, ώσπου να έρθει το λεωφορείο, να μαζευτεί ο λαός, με καπέλα, γυαλιά, με λάδια στο δέρμα, οικογένειες με παιδιά, ζευγάρια, παρέες, γνώριμες φάτσες, από το πλοίο, ή απ' τα Εξάρχεια, μια αίσθηση συνωμοσίας, και μια μικρούλα απογοήτευση, πάλι εσείς, πάλι εδώ, απ' την Αθήνα μας ακολουθείτε, ή εμείς εσάς, ή όλοι όλους, είναι αστείο, η Αθήνα σκορπίζει τον Αύγουστο, γίνεται νησιά στο Αιγαίο, ονειρεύεται τον εαυτό της παιδί και τον γίνεται, ξανανιώνει, τρελαίνεται, θυμάται τον εαυτό της χωριό, γειτονιά, μια φωτισμένη ταράτσα, ένα θερινό σινεμά, ο μαχαλάς, η Ανατολή, και μια ακρογιαλιά, μια καντίνα, μια ταβέρνα, η Αθήνα μαζεύεται στα νησιά, και γεννιέται ξανά, και γνωρίζεται πάλι, μέσα στις μόδες, τους συρμούς, μέσα στα χοτ και τα ιν και τα τρεντ, πρόχειροι τίτλοι να μασκαρευτεί η εξορία, η απώλεια ή η απουσία, μα, εν τέλει, πάλι εδώ, πάλι εμείς, μέσα στο πλήθος, και ένα μ' αυτό, να υπερτερεί η συνωμοσία, παρακαλώ, να υπερτερεί η αίσθηση μιας γλυκιάς συμμορίας, ας μη μιλάμε, ας κοιταζόμαστε, ίσως κάποιοι να χαϊδεύουν τη μύτη, ίσως να παίζει το σάουντρακ απ' το Κεντρί, μια κομπίνα στον χρόνο, μια χλεύη μικρή, και να 'μαστε στο λεωφορείο, με μουσική στα ηχεία, ίσως ο Μάλαμας, ή ο Θανάσης, το σάουντρακ του καλοκαιριού, να το ψιθυρίζεις, να μου γελάς, με τις φακίδες που ο ήλιος τις εντόπισε πάλι, να με πασαλείβεις με αντηλιακό, να σου θυμίζω ότι ο Αύγουστος σιχαίνεται όλα τα αντί, ίσως κυρίως τα αντηλιακά, να σου θυμίζω ότι εγώ είμαι απ' τους δυο μας ο νησιώτης, και στο νησί μου δεν είχαμε τέτοια, εμείς καιγόμαστε, κι ύστερα αλλάζουμε δέρμα, μα να επιμένεις, και να σ' αφήνω, και να γελώ με τη λίγδα, να κατεβαίνουμε στην Αγκάλη, ή στον Άγιο Νικόλα, παιδιά που βουτούν απ' τον βράχο, αρμυρίκια, κάτι κατασκηνωτές που μου δίνουν στα νεύρα, να με λες σπαστικό, να σου λέω ξέρω καλύτερα, να γελάμε, να κοιτάμε τη θάλασσα, την παιδική μας ηλικία που δεν χάνεται, να τσαλαβουτάμε, λίγο κολύμπι για τα προσχήματα, κι ύστερα έξω, τσιγάρο, καφές, ένα βιβλίο, εσύ με τη Φόνισσα, να μου λες πόσο σ' αρέσει η λέξη γραία, να σου λέω είναι νησιώτικη, είναι του κόσμου όταν γίνεται υγρός κι ερωτεύεται λάβρες, είναι νυχτερινή, είναι δική μας, όπως όλα αυτά, όπως όλοι αυτοί, οι ξένοι, οι άλλοι, οι ίδιοι, οι κοινοί, οι δικοί μας, γεννημένοι σ' αυτό, γεννημένοι όλοι σ' αυτό, στη συνθήκη την έκπτωτη, την πληγωμένη, στο ορθάνοιχτο τραύμα μας, που κλείνει με αλάτι, με αλμύρα, με δάκρυα, και κάτι γέλια τρανταχτά κατά το σούρουπο, που κλείνει με μπίρα ή με τσίπουρο απ' το καθαρό, χωρίς γλυκάνισο, σε μια ταβέρνα το απόγευμα, με τους μεζέδες, τα ζωάκια που σου αρέσουν του βυθού, με τις υπερβολές, με τις μέρες της αφθονίας μας που είναι αμέτρητες, και ορφανές, που είναι ταξιδιώτισσες, που αρνούνται να γίνουν τουρίστριες, γεννημένοι σ' αυτό, στο μπλε βαθύ που το βάφτισε ένας πνιγμένος βασιλιάς, έφταιγα εγώ, να με λες Θησέα όταν χαίρομαι, να με λες Αρσένιο, όταν λυπάμαι και προσεύχομαι, να σου διαβάζω, να σου μεταφράζω τα ποιήματα, να μου λες ότι τον συμπαθείς, τελικά, τον Μπουκόβσκι, να σου λέω ότι όλοι τον συμπαθούν, τελικά, τον Μπουκόβσκι, άλλο είναι το θέμα, αλλά όχι για εδώ, όχι για τώρα, τώρα κουράστηκες, να τα μαζεύουμε, να γυρνάμε στο δωμάτιο, να κρατάω σημειώσεις για μια ιστορία, να με φωνάζεις στο ντους, να μπαίνω μαζί σου, να βάφεσαι με σκιές και μολύβια και χρώματα, να φοράς ένα σκουλαρίκι με φτερό, να σε πειράζω, να βάζω τζιν και αθλητικά, να με λες κολλημένο, να τριγυρνάμε στη Χώρα, στο Κάστρο, στις πλατείες, σ' ένα ξωκλήσι, στις Παναγίες του Αιγαίου που είναι οι πιο όμορφες, οι πιο παρθένες, και μετά στην Αστάρτη, την ιερή πόρνη, να μυρίζει ρακόμελο, να μου φέρνει αηδία, να λέω τι μαλακίες είναι αυτές, να με σκουντάς με τον αγκώνα, να πιάνουμε σκαμπό στο μπαρ, να μου λες ότι εγώ πρέπει να ζω όλο τον χρόνο στα Εξάρχεια, να σου θυμίζω ότι έζησα είκοσι χρόνια στη θάλασσα, να παραγγέλνω ουίσκι, αυγουστιάτικα, και να ακούμε Χαΐνηδες, ή Τομ Γουέιτς, ζουρνάδες, βιολιά, κιθάρες κι ένα νάι γλυκύ, όλο κατάφαση, να σου μιλώ για τον Βακαλόπουλο, να μου μιλάς για τον Λειβαδίτη, να μου παραπονιέσαι τάχα που πάλι σ' έκλεισα στο μπαρ, αντί να βγούμε ν' απολαύσουμε τη φύση, να σου λέω ότι είναι θεία μας η φύση, δεν είναι μάνα μας, να με σκουντάς πιο δυνατά, και να τρεκλίζω, και να κοιτάζω τα κορίτσια που γελούν, τα αγόρια που δεν βγάζουν άχνα, όλοι εδώ, οι ίδιες και οι άλλες φάτσες, οι δικές μας και οι ξένες, όλες εδώ, κοινές, γεννημένες ξανά, γεννημένες σ' αυτό, στο φευγιό και στον νόστο, και στον αιώνιο μεγάλο γυρισμό, στην ωραία επιστροφή μας στο σπίτι, στα ωραία και μόνα νησιά μας, στα δικά μας, στη Φολέγανδρο, στην Αμοργό, στη Σίφνο, στη Σκιάθο, στη Δονούσα, στην Κύπρο, στην πατρίδα μας που είναι πληθυντικός, ενεστώτας διαρκείας, και υποτακτική της αποθέωσης.
Να πάμε πάλι, μωρό μου. Να πάμε. Πάλι.