Άρχισε να διαβάζει τις περιπέτειες του Τεν Τεν. Ήταν ένα άνοιγμα στον κόσμο. Στο Δημοτικό διάβασε τον Ιούλιο Βερν. Και στα 13 με 14 διάβασε Καζαντζάκη. Είχε ένα ειδικό τετράδιο, όπου αντέγραφε όλες τις μεγαλοπρεπείς φράσεις του συγγραφέα. Μολονότι σήμερα βλέπει τη μανία με τον Καζαντζάκη σαν ένα είδος παιδικής ασθένειας, δεν έχει μετανιώσει καθόλου για την ανάγνωση. Ήταν ένα μεγάλο ταξίδι σε πολλούς κόσμους: Χριστιανισμός, Βουδισμός, Νίτσε, Φρόιντ.
Διάβαζε σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά), διάβαζε ταυτόχρονα πολλά βιβλία. Ακόμη και σήμερα διαβάζει βιβλία που δεν πρόκειται να εκδώσει ο ίδιος. Η αναγνωστική έκρηξη ήρθε στα 18 του, όταν διάβασε το «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία» του Εμπειρίκου και το μυθιστόρημα του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Τα βιβλία αυτά του άνοιξαν δρόμους.
Λίγο αργότερα ανακάλυψε Έλληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα: τη Μέλπω Αξιώτη, τον Νίκο Κάσδαγλη («Κεκαρμένοι») και τον Μάριο Χάκκα («Μπιντές»). Στα γραφεία των εκδόσεων Κέδρος γνώρισε τον Ρίτσο: μαλλιά βαμμένα πορτοκαλί, παντελόνι καμπάνα με ρεβέρ, ψηλοτάκουνα παπούτσια, καρό σακάκι. Τον εκτίμησε πολύ, γιατί ήταν ο εαυτός του.
Με χρήματα που του έδωσε μια θεία του ξεκίνησε τις εκδόσεις Άγρα. Τα χρήματα έφταναν για την έκδοση ενάμισι βιβλίου. Ο τρίτος τίτλος που εξέδωσε ήταν «Η ιστορία του ματιού» του Ζορζ Μπατάιγ. Ήταν εμπορική επιτυχία, που του επέτρεψε να συνεχίσει. Όλα τα άλλα είναι ιστορία. Η ιστορία των εκδόσεων Άγρα.
Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν / LiFO