Η Σφίγγα, ασαφής και αινιγματική, μορφολογικά αποτελείται από ένα παροιμιώδες μείγμα των έμβιων όντων: το σώμα και τα νύχια του λιονταριού, φτερά στις πλευρές του αετού και ανθρώπινο κεφάλι. Αυτή η σωματική δομή παραπέμπει σε συμβολισμούς του μυστικού και του μυστηρίου και συνδέεται με τις Άρπυιες, τη Χίμαιρα, τις Σειρήνες, τις Ερινύες, πλάσματα εξώκοσμα όλα και τρομακτικά. Κανένα άλλο πλάσμα δε δηλώνει τόσο πολύ την έννοια της προστασίας όσο η Σφίγγα. Τεράστια, μυστηριώδης, μοιάζει με ένα σιωπηλό φύλακα στην είσοδο του αγνώστου, παραμένει αιώνιο σύμβολο του ανεξιχνίαστου. Στην πραγματικότητα για τους αρχαίους Έλληνες η σφίγγα ήταν μια άγρια μορφή που σχετιζόταν με τον θάνατο, μπορούσε όμως, όπως και άλλες τρομακτικές και δαιμονικές μορφές, να είναι αποτροπαϊκή, να προστατεύει δηλαδή από το κακό και να φυλάει έναν τόπο. Δεν είναι, επομένως, παράξενο που συναντούμε από νωρίς σφίγγες στημένες σε μεγάλα μνημεία.
Στην ελληνική μυθολογία η Σφίγγα είναι στενά συνδεδεμένη με το μύθο των Λαβδακιδών. Η Ήρα και ο Άρης την έστειλαν από την πατρίδα της, την Αρχαία Θήβα. Εκεί στεκόταν και ρωτούσε τους περαστικούς «Ποιο ον το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία;». Όποιον δεν μπορούσε να λύσει το γρίφο, η Σφίγγα τον έσφιγγε, μέχρι να πεθάνει. Ο Οιδίπους έλυσε τον γρίφο απαντώντας ότι το ον αυτό είναι ο άνθρωπος, αφού όταν είναι βρέφος περπατάει στα τέσσερα, μετά σηκώνεται στα δύο του πόδια και στα γηρατειά περπατάει όρθιος αλλά χρησιμοποιεί σαν τρίτο πόδι ένα μπαστούνι. Μόλις λύθηκε το αίνιγμά της η Σφίγγα γκρεμίστηκε από τον βράχο που στεκόταν και σκοτώθηκε. Ωστόσο, ο ακριβής γρίφος που έδινε η Σφίγγα δεν είναι γνωστός από αρχαίες πηγές, αλλά από μεταγενέστερα κείμενα.
Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν κόρη της Χίμαιρας και του Όρθρου ή κατά άλλους του Τυφώνος και της Έχιδνας. Η Έχιδνα είχε γεννήσει επίσης τον Κέρβερο, τον Όρθρο (φύλακας των κοπαδιών του Γηρυόνη), το Λιοντάρι της Νεμέας, τη Λερναία Ύδρα και τη Φαία της Κρομμυώνας. Της αποδίδουν επίσης τη Χίμαιρα, το δράκοντα της Κολχίδας, το φύλακα του χρυσόμαλλου δέρατος, το δράκοντα που φυλούσε τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων και τον αετό του Προμηθέα. Στις ελληνικές αναπαραστάσεις η Σφίγγα απεικονίζεται ως φτερωτό λιοντάρι με κεφάλι γυναίκας (εν αντιθέσει με τη Σφίγγα της Αιγύπτου, που δεν έχει φτερά) ή ως γυναίκα με πέλματα και στήθη λιονταριού, ουρά ερπετού και φτερά πτηνού. Το όνομά της υποστηρίζουν ότι προέρχεται από τη λέξη σφίγγω. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για την Σφίγγα την οποία παρουσιάζει ο Παυσανίας.
Στην πραγματικότητα για τους αρχαίους Έλληνες η σφίγγα ήταν μια άγρια μορφή που σχετιζόταν με τον θάνατο, μπορούσε όμως, όπως και άλλες τρομακτικές και δαιμονικές μορφές, να είναι αποτροπαϊκή, να προστατεύει δηλαδή από το κακό και να φυλάει έναν τόπο. Δεν είναι, επομένως, παράξενο που συναντούμε από νωρίς σφίγγες στημένες σε μεγάλα μνημεία.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Παυσανία η Σφίγγα ήταν νόθα κόρη του Λάιου. Ο Λάιος εμπιστεύθηκε μόνο σε αυτή τον χρησμό που πήρε από την Πυθία και της ανέφερε πως αφορούσε μόνο την Ιοκάστη και τους καρπούς της. Αυτό γιατί ο Λάιος είχε παιδιά και από παλλακίδες, αφού απέφευγε την συνεύρεση του με την Ιοκάστη. Όμως σε ένα από τα μεθύσια του κοιμήθηκε με τη γυναίκα του και γεννήθηκε ο Οιδίποδας. Έτσι, παρότι εγκατέλειψε τον Οιδίποδα στον Κιθαιρώνα, διατηρώντας τις επιφυλάξεις του, όταν κάποιος από τους γιους διεκδικούσε τον θρόνο τον έστελνε στη Σφίγγα. Αυτή με τον γρίφο της εξέταζε αν αυτοί ήταν γνήσια παιδιά του Λάιου. Επειδή τη γνώση του χρησμού την είχαν μόνο αυτοί που κατάγονταν από τη βασιλική γενιά, όσοι δεν μπορούσαν να απαντήσουν στον γρίφο της θανατώνονταν. Ο Οιδίποδας πριν συναντήσει τη Σφίγγα είχε μάθει για τον γρίφο στον ύπνο του. Έτσι μπόρεσε να τον λύσει.
Η πιο διάσημη της οικογενείας, η Σφίγγα της Γκίζας. Αυτό το τεράστιο γλυπτό είναι το πρώτο ίσως δείγμα της κουλτούρας του αιγυπτιακού πολιτισμού, το έμβλημα και το σήμα ενός πολιτισμού με παραδόσεις αποκρυφισμού που αφομοιώθηκε στη συνέχεια από τον ελληνικό πολιτισμό. Είναι ένα σύμβολο της κυρίαρχης εξουσίας. Με μήκος 73,5 μέτρα, πλάτος 6 και ύψος 20.22 μέτρα, αποτελεί το μεγαλύτερο μονολιθικό άγαλμα στον κόσμο. Είναι επίσης το αρχαιότερο γνωστό άγαλμα μνημειακού τύπου, και θεωρείται ότι κτίστηκε από τους Αιγύπτιους του Αρχαίου Βασιλείου, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φαραώ Χεφρήνου (2558 - 2532 π.Χ.). Διάσημη ελληνική, η σφίγγα των Ναξίων, η οποία ήταν στημένη κοντά στον ναό του Απόλλωνα, επάνω σε έναν ψηλό κίονα με ιωνικό κιονόκρανο και βάση όμοια με εκείνες των κιόνων του «οίκου των Ναξίων» στη Δήλο. Παρόμοιες σφίγγες, επάνω σε ψηλούς κίονες, υπήρχαν και σε άλλα ιερά, σώζονται όμως αποσπασματικά. Σφίγγες συναντούμε επίσης στην κορυφή επιτύμβιων στηλών από την Αττική. Στο μουσείο του Μαραθώνα, στην αίθουσα του Ιερού των Αιγυπτίων θεών που βρέθηκε στην Μπρεξίζα εκτίθεται μαρμάρινη αιγυπτιάζουσα σφίγγα.
Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου