Ο κύριος λόγος που κάποιος μπορεί να μην αγαπάει την Ιστορία είναι επειδή την έχει διδαχτεί με λάθος τρόπο. Επειδή την έχει συνδυάσει με το βαρετό μάθημα του σχολείου, με αγγαρεία και βιβλία που πρέπει να «παπαγαλίσει», τα οποία διδάσκουν άνθρωποι που, ακόμα κι αν έχουν τη διάθεση να αυτοσχεδιάσουν και να πουν και δυο πράγματα παραπάνω, δεν τους επιτρέπεται, γιατί είναι υποχρεωμένοι να καλύψουν τη σχολική ύλη. Ιστορία για τους περισσότερους είναι μια αλληλουχία γεγονότων και ημερομηνιών που δεν είχαν ποτέ τη διάθεση να αποστηθίσουν. Και ξέρω αρκετό κόσμο που έμεινε ανιστόρητος εξαιτίας της τραυματικής εμπειρίας με την Ιστορία στο σχολείο.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Philip Matyszak, του Βρετανού ερευνητή της αρχαίας ιστορίας, «24 ώρες στην αρχαία Αθήνα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ, σκεφτόμουν πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν ένα τέτοιο βιβλίο βρισκόταν στη διδακτική ύλη των σχολείων και έφτανε από νωρίς στα χέρια ενός παιδιού ή ενός εφήβου. Είναι ένα βιβλίο «εκλαϊκευμένης επιστήμης», το οποίο όμως σου δίνει μια πολύ ολοκληρωμένη εικόνα για την κοινωνία της αρχαίας Αθήνας και σου κεντρίζει το ενδιαφέρον να ασχοληθείς περισσότερο μαζί της. Και είναι πιο χρήσιμο απ' οποιοδήποτε βιβλίο Ιστορίας έχεις διδαχτεί ποτέ.
Ο Matyszak έχει ερευνήσει, έχει μελετήσει, έχει ψάξει επιμελώς και για πολλά χρόνια σε αρχαία κείμενα, αρχαιολογικά ευρήματα και ιστορικές πηγές και έχει δημιουργήσει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα από εικόνες και αφηγήσεις που μπορεί να μην είναι ακριβώς αληθινές, είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν φαντασίας, αλλά στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα και ιστορικά στοιχεία, με πλήθος λεπτομερειών που ανασυνθέτουν μια ολόκληρη εποχή. Και το κάνει με συναρπαστικό, εντελώς σύγχρονο τρόπο.
Η ιδέα του, πανέξυπνη. «Πέρασε» νοητά 24 ώρες με τους κατοίκους της αρχαίας Αθήνας και αφηγήθηκε ιστορίες καθημερινότητας που περιλαμβάνουν ανθρώπους όλων των τάξεων, των ηλικιών και των ιδιοτήτων, από αφέντες και δούλους, αγγειογράφους, ιχθυοπώλες, ιππείς και βουλευτές, δρομείς, οπλίτες και εταίρες, λαθρεμπόρους και κατασκόπους, μέχρι χορεύτριες και παντρεμένες γυναίκες που απατούν τον σύζυγό τους.
Οι συνολικά 24 ιστορίες που αποτελούν το βιβλίο αποκαλύπτουν τον τρόπο που ζούσαν οι αρχαίοι, τα ήθη και τους νόμους τους, τη δομή της κοινωνίας και τους περιορισμούς της, το μεγαλείο της δημοκρατίας αλλά και όλα τα δεινά που έσερνε πίσω της, δίνοντας έξτρα πληροφορίες-ντοκουμέντα μέσα από αποσπάσματα από λογοτεχνικά έργα και λεπτομέρειες «εγκυκλοπαιδικές» που στολίζουν τις αφηγήσεις με ένα σωρό ιστορικά στοιχεία.
Είναι κάτι μεταξύ εγκυκλοπαίδειας με πληροφορίες, σημαντικές και ασήμαντες, για την αρχαία Αθήνα και μυθιστορήματος, όπου περνούν πραγματικά πρόσωπα και φανταστικοί χαρακτήρες και μπλέκονται σε περιστατικά που διαβάζονται με μεγάλο ενδιαφέρον.
«Καλωσήρθατε στην Αθήνα του 416 π.Χ.» γράφει ο συγγραφέας στην εισαγωγή. «Ο μήνας είναι ο Ελαφηβολιών, λίγο πριν από τη θεατρική γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων (αρχές Απρίλη). Εκείνο τον καιρό ο αστικός πληθυσμός της Αθήνας είναι γύρω στους 30.000 – σε καμία άλλη περίοδο της Ιστορίας δεν υπήρξε μεγαλύτερη συγκέντρωση μεγαλοφυϊών ανά τετραγωνικό μέτρο.
Ενώ η πόλη βρίσκεται εν τω μέσω του μοιραίου πολέμου που θα θέσει τέλος στον χρυσό αιώνα της, εμείς θα περάσουμε ένα εικοσιτετράωρο μαζί με κάποιους συνηθισμένους Αθηναίους. Θα τους δούμε να συναντιούνται περιστασιακά με μερικούς από τους σπουδαίους άντρες της πόλης, οι οποίοι δεν παρουσιάζονται ως πρότυπα πνευματικής ευφυΐας αλλά ως απλοί άνθρωποι με καθημερινές ανησυχίες. Άλλωστε, οι μεγαλοφυΐες δεν φέρονται όλη την ώρα μεγαλοφυώς. Οι περισσότεροι είναι φυσιολογικοί άνθρωποι που πάνε στην τουαλέτα, τσακώνονται με τις συζύγους τους και αρέσκονται να πίνουν με τους φίλους τους.
Τα κεφάλαια του βιβλίου που δεν βασίζονται σε ανασύνθεση αρχαιολογικών ευρημάτων προέρχονται συνήθως από κείμενα της εποχής που παρουσιάζονται με άλλο μάτι, από τη σκοπιά του συνηθισμένου Αθηναίου. Στα κεφάλαια που έχουν ξαναγραφτεί μ' αυτό τον τρόπο έχω συμπεριλάβει παραπομπές στα πρωτότυπα κείμενα. Μολονότι κάποιες από τις ανασυνθέσεις είναι υποθετικές, εντούτοις βασίζονται στις καλύτερες μελέτες που διαθέτουμε αυτήν τη στιγμή. Κάθε ώρα της ημέρας αυτών των Αθηναίων είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να μεταδώσει –κατά προτίμηση με τα λόγια των ίδιων‒ την εμπειρία της ζωής σε μια εξαιρετική, δυναμική, λαμπρή και ανήθικη πόλη στο αποκορύφωμα του μεγαλείου της.
Σήμερα, την άνοιξη του 416 π.Χ., η Αθήνα απολαμβάνει ένα ειρηνικό διάλειμμα από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ο οποίος διήρκεσε από το 431 έως το 404 π.Χ. Ο πρώτος γύρος των εχθροπραξιών πήρε τέλος πριν από πέντε χρόνια, με τη Νικίειο Ειρήνη. Παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις των Σπαρτιατών, που κατέστρεψαν τα αγροκτήματα και τους δεντρόκηπους της πόλης, η Αθήνα βγήκε από εκείνον τον πόλεμο πιο δυνατή από ποτέ. Μάλιστα, τώρα, υπό τις παραινέσεις του Αλκιβιάδη, του τρομερού παιδιού της αθηναϊκής πολιτικής, η πόλη σχεδιάζει την παράτολμη εισβολή και κατάκτηση της Σικελίας.
Μέσα σε αυτήν τη φρενιασμένη ατμόσφαιρα καθοριστικών καινοτομιών και πολιτικών μηχανορραφιών, όταν κάποια από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού σφυρηλατούνται με τα εργαλεία της δουλείας και της καταπιεστικής επεκτατικής πολιτικής, οι συνηθισμένοι Αθηναίοι προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα στην καθημερινότητά τους εν μέσω εξαιρετικών συνθηκών. Αυτή είναι η ιστορία τους».
Η ιστορία που ξεκινάει το βιβλίο έχει ως πρωταγωνιστή τον Παντάρκη, έναν μέτοικο, νυχτοφύλακα στον Παρθενώνα, που θυμάται τη γνωριμία του με τον Φειδία, τις κατηγορίες που τον φόρτωσαν ‒ότι «έφαγε» μέρος από τον χρυσό που προοριζόταν για τον μανδύα της Παρθένου Αθηνάς‒ και τον τρόπο που έφτιαξε το άγαλμα του Δία. Ανάμεσα στα πολλά που αναφέρονται για την αθηναϊκή κοινωνία, τη δομή και την ιστορία της, είναι και η τάξη των μετοίκων.
«Ο μόνος τρόπος για να γίνεις κανονικός Αθηναίος πολίτης ήταν να έχεις γεννηθεί στην Αθήνα, από Αθηναίους γονείς. "Δεν γίνεσαι Αθηναίος, όπως η γάτα δεν γίνεται σκύλος" λέει η έκφραση. Ωστόσο, ο μέτοικος ήταν το πλησιέστερο στους πολίτες. Μέτοικος σημαίνει κυριολεκτικά αυτός που αλλάζει κατοικία. Μπορεί στην Αθήνα να ήταν πολύ επιλεκτικοί όσον αφορά την πολιτογράφηση, αλλά η πόλη δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τους μετοίκους. Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες απ' αυτούς, έμποροι, υπάλληλοι, ιερείς, ναυτικοί και, ναι, πανδοχείς.
Οι Αθηναίοι πολίτες αρέσκονται να χλευάζουν τους μετοίκους, αλλά οι μέτοικοι υπομένουν καρτερικά τους χλευασμούς, επειδή συχνά είναι αρκετά πλουσιότεροι από τους Αθηναίους που τους χλευάζουν. Πολλοί Αθηναίοι είναι γεωργοί, ενώ οι ξένοι απαγορεύεται να έχουν αγροκτήματα στην κατοχή τους. Αν εκείνοι οι Αθηναίοι ήξεραν πόσο συχνά τους αποκαλούν "χωριάτες" οι μέτοικοι πίσω από την πλάτη τους, μπορεί να ήταν λιγότερο υπερόπτες. Οι μέτοικοι είναι η κινητήρια δύναμη της αθηναϊκής οικονομίας. Οι φόροι τους συμβάλλουν στον εξοπλισμό των τριήρων του αθηναϊκού στόλου, που κυριαρχεί στη θάλασσα. (Οι μέτοικοι πληρώνουν επιπλέον φόρο για το προνόμιο να ζουν στην Αθήνα).
Ως μέτοικος ο Παντάρκης δεν μπορεί να παραστεί στην Εκκλησία του Δήμου (όπως αποκλείονται οι Αθηναίες και οι δούλοι) και δεν μπορεί να γίνει ένορκος. Μπορεί όμως να προσφύγει στα δικαστήρια της Αθήνας· και μάλιστα το έκανε πρόσφατα, όταν ένας προμηθευτής τού πούλησε κάμποσα βαρέλια κρασί που στην πραγματικότητα ήταν ξίδι. Ο Παντάρκης θυμάται την έκφραση των ενόρκων καθώς δοκίμαζαν ο ένας μετά τον άλλον το υγρό σε ένα κύπελλο που το περνούσαν από χέρι σε χέρι, προτού αποφασίσουν ότι δικαιούται πλήρη επιστροφή του ποσού και αποζημίωση».
Στη δεύτερη ιστορία δύο δούλες απαγγέλλουν τα λόγια από ένα μισοτελειωμένο έργο του Αριστοφάνη: «Σας βλέπω που ξαμώνετε τα χέρια να με ψάξετε, λες κι είμαι κάποιο σφάγιο και ήρθα να με σφάξετε».
«Άραγε, αναρωτιέται η Δαρεία, αυτό υποτίθεται ότι είναι αστείο; Τότε θυμάται ότι στη σκηνή οι στίχοι και η δράση θα αποδοθούν από άντρες ηθοποιούς (στο αθηναϊκό θέατρο οι γυναικείοι ρόλοι παίζονταν από άνδρες). Επομένως, ναι, το θέαμα δύο ανδρών που φορούν γυναικεία ρούχα και χαϊδεύουν προκλητικά ένα ψεύτικο στήθος επί σκηνής είναι ακριβώς το είδος της άσεμνης κωμωδίας για το οποίο είναι περιβόητος ο ποιητής Αριστοφάνης, ο κύριός της. Η Δαρεία γνωρίζει ότι τόσο η ίδια όσο και η Χρυσηίδα δεν είναι συνηθισμένες δούλες, γιατί ξέρουν και οι δυο τους να διαβάζουν. Για κάτι τέτοιο δεν μπορούν να καυχηθούν ούτε καν πολλές ελεύθερες Αθηναίες, αλλά μάλλον αυτό δεν είναι απρόσμενο για τις υπηρέτριες του κυριότερου κωμικού ποιητή της Αθήνας. (...)
Η ζωή τους δεν είναι άσχημη. Και οι δύο κοπέλες είναι δούλες όλη τους τη ζωή, αλλά θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο από κάποιους ελεύθερους που είναι φτωχοί και συχνά ζητιανεύουν στις λάσπες. Τουλάχιστον αυτές τις ταΐζουν και τις ντύνουν, έχουν ένα ζεστό κρεβάτι για να κοιμούνται τη νύχτα. Επιπλέον, για τους περισσότερους Έλληνες η δουλεία είναι ένα είδος κοινωνικού μειονεκτήματος, όχι ένα εγγενές γνώρισμα. (Αυτό όσον αφορά τους υπόλοιπους Έλληνες. Κατά τ' άλλα, όλοι ξέρουν ότι οι βάρβαροι είναι γεννημένοι για δούλοι). Οι μορφωμένοι δούλοι των Ελλήνων θεωρούν την κατάστασή τους προσωρινή, όπως και οι ιδιοκτήτες τους. Είναι σίγουρο πως ούτε η Δαρεία ούτε η Χρυσηίδα σκοπεύουν να πεθάνουν δούλες. Τη Χρυσηίδα την περιτριγυρίζει ο υπηρέτης ενός Φοίνικα εμπόρου, ένας νεαρός που βρίσκει εξαιρετικά γοητευτική την μπρούτζινη επιδερμίδα της και τα μαύρα, σγουρά μαλλιά της. Αν την πουλήσει ο Αριστοφάνης, η Χρυσηίδα θα τον παντρευτεί και θα ζητήσει την ελευθερία της ως προίκα. Ύστερα απ' αυτό, τα πάντα είναι πιθανά. Η Δαρεία έχει βάλει στο μάτι τον ίδιο τον Αριστοφάνη. Και γιατί όχι; Πολλές παλλακίδες έχουν κάνει μια ομαλή μετάβαση σε συζύγους. Ο Αριστοφάνης είναι λίγο πάνω από τα τριάντα, δηλαδή ακριβώς στην κατάλληλη ηλικία για γάμο. Συνήθως οι Αθηναίοι παντρεύονται γυναίκες δέκα με δεκαπέντε χρόνια νεότερές τους, άρα ο Αριστοφάνης ταιριάζει άψογα με τη δεκαεπτάχρονη Δαρεία...»
Τα αποσπάσματα είναι ενδεικτικά, ωστόσο υπάρχουν ένα σωρό ιστορικές «λεπτομέρειες» που περνούν μέσα από τα περιστατικά που βιώνουν οι ήρωες κάθε ιστορίας, έτσι, όταν ολοκληρώσεις την ανάγνωσή τους, έχεις μια (σχεδόν) πλήρη εικόνα για τον τρόπο που ζούσε ο Αθηναίος του 5ου αιώνα π.Χ.
Στην επόμενη ιστορία ένας γιατρός εξετάζει μια 11χρονη Αρρηφόρο, δηλαδή μια ιέρεια της Αθηνάς Πολιάδος που αρρώστησε ξαφνικά, και στη συνέχεια ξεδιπλώνονται οι ιστορίες ενός τριήραρχου, ενός δούλου που πιάνει δουλειά σε μεταλλείο, ενός αγγειογράφου που ξεκινάει ένα έργο, μιας μάγισσας που κάνει τα μαγικά της, ενός προπονητή πάλης που ετοιμάζεται για μάθημα, μιας ιχθυοπώλισσας που στήνει τον πάγκο της, ενός επισκέπτη που γνωρίζει από ακρωτηριασμούς και σώζει μια ζωή, μιας συζύγου που συναντάει κρυφά τον εραστή της, ενός ιππέα που επιθεωρεί την ίλη του, ενός βουλευτή που κάνει μεσημεριανό διάλειμμα, (η αληθινή ιστορία) μιας δούλας που σώζεται σε έναν λόγο του Αντιφώντα με τίτλο «Φαρμακείας κατά της μητρυιάς», ενός δρομέα που ξεκινάει για τη Σπάρτη, ενός οπλίτη που γίνεται έξαλλος, ενός καπετάνιου που πιάνει λιμάνι, ενός πολεοδόμου, του Ιππόδαμου, που καταθέτει, μιας εταίρας που ετοιμάζεται να προσφέρει τις υπηρεσίες της, ενός λαθρέμπορα σύκων, ενός κατασκόπου της Σπάρτης που κάνει την τύχη του, ενός καλεσμένου σε γάμο που διώχνει έναν ταραξία, μιας νύφης που πηγαίνει στο καινούργιο της σπίτι, μιας χορεύτριας με σπαθιά που αρχίζει τις ερωτοτροπίες.
Είναι κάτι μεταξύ εγκυκλοπαίδειας με πληροφορίες, σημαντικές και ασήμαντες, για την αρχαία Αθήνα και μυθιστορήματος, όπου περνούν πραγματικά πρόσωπα και φανταστικοί χαρακτήρες και μπλέκονται σε περιστατικά που διαβάζονται με μεγάλο ενδιαφέρον. Τα αρχιτεκτονικά έργα που σήμερα θεωρούμε μνημεία και βρίσκονται ερειπωμένα σε διάφορα σημεία της πόλης, εντυπωσιάζοντας μελετητές και τουρίστες, ή τα αμέτρητα κομμάτια πολιτιστικής κληρονομιάς που είναι διασκορπισμένα στα μουσεία όλου του κόσμου ήταν απλώς μέρος της καθημερινότητας των ανθρώπων που ζούσαν όταν φτιάχτηκαν και σίγουρα γι' αυτούς δεν είχαν την ίδια αξία που έχουν για μας σήμερα.
Η Αθήνα (και αργότερα η Ρώμη) είχε να επιδείξουν εντυπωσιακά κτίρια, αγάλματα, αγγεία και ποίηση, αλλά οι κάτοικοι αυτών των πόλεων δεν ενδιαφέρονταν και τόσο για τους πανηγυρισμούς και τη δόξα της πόλης-κράτους ή της αυτοκρατορίας. Όταν δεν είχαν πόλεμο, ενδιαφέρονταν περισσότερο για την εξοικονόμηση του ενοικίου, την αντιμετώπιση δύστροπων συγγενών, τις καθημερινές προκλήσεις στο σπίτι και τη δουλειά.
«Μπορεί η Ρώμη να είναι η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, αλλά εκείνοι που ζουν εδώ πρέπει να τα βγάζουν πέρα με την κίνηση στους δρόμους, να συνεννοούνται με τους γείτονες και να βρίσκουν καλά και φτηνά τρόφιμα στις αγορές» γράφει ο Matyszak στην εισαγωγή του δεύτερου βιβλίου της τριλογίας «24 ώρες στην αρχαία Ρώμη, περνώντας μία μέρα με τους κατοίκους της», το οποίο επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ.
Στην ίδια ακριβώς λογική με αυτήν της αρχαίας Αθήνας περιγράφει τη ζωή στη Ρώμη την εποχή του Αδριανού μέσα από 24 πρόσωπα που ξετυλίγουν τις δικές τους ιστορίες καθημερινότητας. (Η σειρά των βιβλίων του Matyszak θα ολοκληρωθεί σύντομα με την κυκλοφορία του τρίτου βιβλίου «24 ώρες στην αρχαία Αίγυπτο»).
«Αρχίζουμε την έκτη ώρα της νύχτας – όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, το εικοσιτετράωρο των Ρωμαίων ξεκινούσε τα μεσάνυχτα, αλλά εκείνοι άρχιζαν να μετρούν τις νυχτερινές ώρες από το προηγούμενο ηλιοβασίλεμα» γράφει ο συγγραφέας. «Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίον οι Ρωμαίοι έβλεπαν τον κόσμο τότε. Πολλοί από τους ανθρώπους που περιγράφονται εδώ ζουν μια σύντομη, δύσκολη ζωή σε μια κοινωνία αδικίας και ακραίων ανισοτήτων. Ο θάνατος από μολύνσεις και ασθένειες είναι πανταχού παρών. Η υγειονομική περίθαλψη και αστυνόμευση είναι υποτυπώδεις και οι περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες ανύπαρκτες. Οι Ρωμαίοι όμως δεν αντιλαμβάνονται έτσι τα πράγματα. Γι' αυτούς, η αδικία και οι ασθένειες είναι καθημερινοί κίνδυνοι που πρέπει να τους υπομείνουν και να τους αποδεχτούν. Παρόλα τα ψεγάδια και τα προβλήματά της, είναι και πάλι καλύτερο να ζεις στη Ρώμη απ' οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Μπορεί να έχει τα ίδια μειονεκτήματα με οποιοδήποτε άλλο μέρος, αλλά τα πλεονεκτήματά της είναι ασύγκριτα.
Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτής της πόλης περνούν τον καιρό τους τριγυρνώντας άσκοπα και θαυμάζοντας με ανοιχτό στόμα τα μνημεία και τα επιβλητικά δημόσια κτίρια. Ο καθένας έχει τη ζωή του και σε αυτήν τη ζωή ρίχνουμε μια σύντομη ματιά στη διάρκεια της ημέρας προς το τέλος του καλοκαιριού. Και ο κύριος στόχος που το κάνουμε δεν είναι γι' αυτά που μπορούμε να ανακαλύψουμε σχετικά με τη ζωή μεμονωμένων ανθρώπων στη Ρώμη αλλά για το τι μπορούν να μας πουν για την ίδια την πόλη. Επειδή οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι πιστεύουν ότι, ακόμα κι αν αφαιρέσεις τα τείχη, τα κτίρια και τους δρόμους, πάλι θα έχεις μια πόλη.
Η πόλη είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Τα κτίρια και τα μνημεία που θα θαυμάζουν οι μεταγενέστερες γενιές έχουν δευτερεύουσα σημασία και είναι σημαντικά μόνο ως φυσική ηχώ των ανθρώπων που τα έχτισαν και που έζησαν ανάμεσά τους. Για τον λόγο αυτό, στο βιβλίο υπάρχουν ελάχιστα μνημεία. Τα κτίρια που συναντάμε δεν είναι μια σειρά από βουβά ερείπια αλλά κομμάτι ενός δραστήριου και πολυεπίπεδου περιβάλλοντος που είναι γεμάτο προκλήσεις. Με τον ίδιο τρόπο, οι είκοσι τέσσερις άνδρες και γυναίκες που συναντάμε δεν είναι απλώς κάτοικοι της Ρώμης, αλλά, όπως εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι, η ίδια η Ρώμη. Το βιβλίο αυτό δεν προσπαθεί να ανασυνθέσει μία ημέρα για μερικούς μεμονωμένους Ρωμαίους, αλλά ένα κομμάτι από τη ζωή της ίδιας της πόλης, όπως αντανακλάται στις χιλιάδες πλευρές ενός εικοσιτετραώρου της.
Ενώ σε αυτή την ανασύνθεση οι άνθρωποι είναι (ως επί το πλείστον) φανταστικοί, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη ζωή τους. Από την άποψη ενός σύγχρονου ιστορικού, η αρχαιότητα δεν έχει να κάνει τόσο με "Τρανούς Άνδρες" αλλά με την κοινωνική δομή πίσω από εκείνους τους άνδρες και τις πράξεις τους. Συνεπώς, αρχαιολόγοι, κοινωνιολόγοι, επιγραφολόγοι και ένα πλήθος άλλων ακαδημαϊκών συνέβαλαν ώστε να μας δώσουν μια συνολική εικόνα των τρόπων με τους οποίους οι συνηθισμένοι άνθρωποι ζούσαν και εργάζονταν στην αρχαία Ρώμη. Εκτός από τις συνηθισμένες πηγές, στο βιβλίο περιλαμβάνονται και οι πολυτιμότερες πηγές όλων: τα ανέκδοτα, τα καλαμπούρια, οι ομιλίες και η αλληλογραφία των ανθρώπων που πραγματικά έζησαν εκεί. Έτσι, τα γραπτά μιας πληθώρας Ρωμαίων εκείνης της εποχής μετατρέπονται σε κείμενο, από τις επιστολές του περισπούδαστου Πλίνιου μέχρι τις παραστάσεις που έχουν διασωθεί σε τοίχους πορνείων. Στον βαθμό που είναι δυνατόν, οι άνθρωποι της Ρώμης μιλούν εδώ για τις εμπειρίες τους και, όσον αφορά εκείνους τους Ρωμαίους που δεν είχαν δικαιώματα στην κοινωνία τους, το βιβλίο αυτό προσπαθεί να μιλήσει για λογαριασμό τους. Συχνά, αυθεντικές πηγές συνοδεύουν το κυρίως κείμενο και σε πολλές περιπτώσεις έχουν συνδυαστεί οι εμπειρίες πολλών ατόμων για να περιγράψουν μία ώρα της ημέρας ενός μόνο ατόμου.
Οι 24 ιστορίες στην αρχαία Ρώμη έχουν πρωταγωνιστές με τη σειρά: έναν περιπολάρχη που χειρίζεται μια καταγγελία, έναν αγωγιάτη που πέφτει σε μποτιλιάρισμα, έναν αρτοποιό, μια μικρή σκλάβα που ετοιμάζει πρωινό, μια μητέρα που φροντίζει το άρρωστο μωρό της, έναν αυτοκρατορικό αγγελιοφόρο που ξεκινάει για τη Βρετανία, ένα μαθητή που αρχίζει το πρωινό μάθημα, έναν συγκλητικό που επισκέπτεται την πατρόνα του, μια Εστιάδα παρθένα που μαζεύει νερό, έναν νομομαθή που συμβουλεύει σε μια υπόθεση, μια έφηβη που τα χαλάει με το αγόρι της, έναν λιθοδόμο που εργάζεται σε αυτοκρατορικό τάφο, μια ταβερνιάρισσα, έναν κατασκευαστή κλεψυδρών, έναν επιστάτη λουτρών που επισκέπτεται τους πελάτες, μια οικοδέσποινα που οργανώνει ένα δείπνο στο σπίτι της, μια πλύστρα με νυχτερινή βάρδια, έναν μάγειρα σε έξαλλη κατάσταση, μια ιέρεια που ετοιμάζεται να κάνει θυσία, έναν έμπορο μπαχαρικών που ξεκινάει για το συμπόσιο, μια πόρνη που ψαρεύει πελάτη, έναν αστρολόγο που συντάσσει ωροσκόπιο, έναν μονομάχο που ξεδιπλώνει τα ταλέντα του και τον Παράσιτο, που γυρίζει από συμπόσιο».
Εκφώνηση: Γιώργος Ντακοβάνος